Οι Εσθονοί αρχικατάσκοποι | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι Εσθονοί αρχικατάσκοποι

Η επαναστατική προσέγγιση του Ταλίν για να σταματήσει τους Ρώσους κατασκόπους
Περίληψη: 

Στη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών, το Ταλίν έχει επικεντρωθεί στο να αποδείξει στον εαυτό του και στους συμμάχους του στο ΝΑΤΟ ότι είναι σε θέση να αμυνθεί απέναντι στην Ρωσία, χρησιμοποιώντας εμφανή και συγκαλυμμένα μέσα. Έχει αποτελέσει επίσης ένα ισχυρό παράδειγμα για το γιατί μια αντιπαράθεση με τη Μόσχα είναι αναπόφευκτη.

Ο MICHAEL WEISS είναι αρθρογράφος στο NOW Lebanon και συντάκτης στο The Interpreter, μια ρωσική επιθεώρηση με μεταφράσεις και αναλύσεις.

«Πιάσαμε τέσσερις “τυφλοπόντικες” τα τελευταία πέντε χρόνια», μου είπε ο πρόεδρος της Εσθονίας, Toomas Hendrik Ilves, μετά από μια πρόσφατη διάσκεψη για την ασφάλεια στο Ταλίν. «Αυτό σημαίνει ότι είτε είμαστε η μόνη χώρα στην ΕΕ με πρόβλημα κατασκοπίας είτε είμαστε η μόνη χώρα στην ΕΕ που κάνει κάτι γι 'αυτό».

Τα αυτο-συγχαρητήρια δεν ήταν κάτι καινούργιο για τον διάσημο για την φλυαρία του Ilves, αλλά ήταν κάτι πλήρως δικαιολογημένο. Το μικρό κράτος τής Βαλτικής, από παλιά ένας από τους κύριους στόχους τού Κρεμλίνου, είχε μια στιγμή δικαίωσης. Στην τελευταία δεκαετία, ρωσικά πολεμικά αεροσκάφη έχουν παραβιάσει συστηματικά τον εναέριο χώρο του, ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις έχουν χρησιμοποιήσει ασκήσεις αντιτρομοκρατίας ως πρόσχημα για μια ψευδο-εισβολή στο εδάφός του και μια διαβόητη σειρά από κυβερνοεπιθέσεις το 2007 που σχεδόν σίγουρα προέρχοντο από χάκερ τού Κρεμλίνου και υποβάθμισε τις ψηφιακές υποδομές τής χώρας.

Με την σειρά της, η Εσθονία αποδείχθηκε πιο έτοιμη να αντισταθεί σε μια ρωσική επίθεση έναντι οποιασδήποτε άλλης ευρωπαϊκής χώρας. Από το 2008, το Ταλίν έχει φιλοξενήσει το Κέντρο Αριστείας τής Συνεργατικής Κυβερνο-άμυνας του ΝΑΤΟ (Cooperative Cyber Defence Center of Excellence), και η εσθονική κυβέρνηση έχει αναγνωριστεί ευρέως στην Δύση ως πρωτοπόρος στην ασφάλεια στον κυβερνοχώρο. Πιο αθόρυβα, ωστόσο, η χώρα έχει επίσης γίνει ηγέτης στην χρήση παλιομοδίτικης αντικατασκοπείας για την καταπολέμηση της Ρωσίας. Σύμφωνα με τον John Schindler, πρώην αναλυτή τής αμερικανικής Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας και καθηγητή στην Σχολή Ναυτικού Πολέμου, η Εσθονία έχει λίγους ομόλογους στην Δύση, όταν πρόκειται για την υπεράσπιση από ρωσικές παραβιάσεις κατασκοπίας. «Οι Εσθονοί έχουν ασχοληθεί με τους Ρώσους, και πριν από αυτούς με τους Σοβιετικούς, για τόσο πολύ καιρό, που διαισθητικά κατανοούν την κουλτούρα τής ρωσικής κατασκοπίας και το πώς λειτουργεί», μου είπε ο Schindler. «Εμείς όχι».

Δεν ήταν πάντα έτσι. Το 2008, το Ταλίν υπέστη μεγάλη ντροπή όταν ο Herman Simm, κάποτε ο ανώτατος αξιωματούχος ασφαλείας τού Υπουργείου Άμυνας της Εσθονίας - και ως εκ τούτου μυημένος στα μυστικά τού ΝΑΤΟ - ανακαλύφθηκε ότι ήταν πράκτορας των Ρώσων. Ο Simm είχε στρατολογηθεί από την Σοβιετική Ένωση το 1985. Δέκα χρόνια αργότερα, είτε στρατολογήθηκε εκ νέου είτε ενεργοποιήθηκε από την ρωσική υπηρεσία πληροφοριών SVR, την διάδοχο της KGB. Ο Simm πιάστηκε λόγω της προχειρότητας του δεύτερου και τελικού χειριστή του, του Σεργκέι Γιάκοβλεφ. Υποδυόμενος τον Antonio Graf, έναν βραζιλιάνικης καταγωγής επιχειρηματία, ο Yakovlev έκανε επιπόλαιες προσεγγίσεις σε άλλους επίδοξους νεοσύλλεκτους, συμπεριλαμβανομένου ενός ανώτερου Λιθουανού αξιωματούχου, ο οποίος οδήγησε την Υπηρεσία Αντικατασκοπείας τού Βίλνιους να ξεκινήσει την έρευνα που εξέθεσε τον Yakovlev και στην συνέχεια τον Simm.

Ο Simm εκτίει τώρα το πέμπτο έτος ποινής φυλάκισης 13 ετών, αλλά πολλά σχετικά με την υπόθεσή του παραμένουν μυστήριο. (Φαίνεται ότι ήταν επίσης ενεργούμενο των υπηρεσιών πληροφοριών τής Γερμανίας για κάποιο χρονικό διάστημα μετά την επανασύνδεσή του με τους Ρώσους). Η ζημία που έκανε, ωστόσο, ήταν προφανής. Στο βιβλίο του Deception: Spies, Lies and How Russia Dupes the West [1], ο Edward Lucas, ο μόνος δημοσιογράφος που πήρε συνέντευξη από τον Simm στη φυλακή, γράφει ότι η παραβίαση αυτή, η χειρότερη στην ιστορία του ΝΑΤΟ, «αποκάλυψε τα μύχια μυστικά τής συμμαχίας, από το περιεχόμενο συναντήσεων μέχρι τις λεπτομέρειες των πιο σημαντικών κωδικών της». Προφανώς, ο Simm παρείχε στους Ρώσους αξιωματούχους «λογαριασμό για τα επιχειρήματα που διατυπώνονταν στο εσωτερικό τής συμμαχίας για την Ρωσία, για την σχετική δύναμη και τις αδυναμίες των διαφόρων χωρών, και ψυχολογικές αξιολογήσεις των ανωτέρων υπαλλήλων τού ΝΑΤΟ». Ακόμα χειρότερα, ίσως, από τις πληροφορίες, η αποκάλυψη του Simm έκανε καθιερωμένα κράτη-μέλη να φοβούνται ότι τα νεότερα μέλη τού ΝΑΤΟ - ιδιαίτερα εκείνα που προέρχονται από την Σοβιετική Ένωση – αποτελούσαν ζημία και όχι κέρδος.

Η Εσθονία, η οποία προσχώρησε στο ΝΑΤΟ το 2004, έλαβε έντονα μηνύματα για τις εν λόγω ανησυχίες. Κατά την διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών, το Ταλίν έχει επικεντρωθεί στο να αποδείξει - στον εαυτό του και στους συμμάχους του στο ΝΑΤΟ - ότι είναι σε θέση να αμυνθεί έναντι της Ρωσίας (χρησιμοποιώντας εμφανή και συγκαλυμμένα μέσα). Έχει αποτελέσει επίσης ένα ισχυρό παράδειγμα για το γιατί μια αντιπαράθεση με τη Μόσχα είναι αναπόφευκτη.

ΑΛΛΑΖΟΝΤΑΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥΣ

Από το τέλος τού Ψυχρού Πολέμου και τα μέσα τής δεκαετίας τού 2000, η εγχώρια υπηρεσία πληροφοριών τής Εσθονίας, Kaitsepolitseiamet, γνωστή ως Κάπο, ως επί το πλείστον επικεντρωνόταν στην πάταξη της διαφθοράς, η οποία ήταν ανεξέλεγκτη σε όλα τα μετα-σοβιετικά κράτη. (Καθ’ όλη την δεκαετία τού 1990, τα οργανωμένα από Ρώσους εγκληματικά συνδικάτα, ιδιαίτερα η περιβόητη συμμορία Tambov [2], στρέφονταν προς τις τράπεζες της Εσθονίας όταν ήθελαν να ξεπλύνουν τα χρήματα). Ήταν μια σημαντική μεταβολή το να αλλάξουν οι μηχανισμοί στα τέλη τής δεκαετίας τού 2000 και να αρχίσει η παρακολούθηση και σύλληψη κατασκόπων . «Η υπόθεση Simm», μου είπε ο Schindler, «ανάγκασε τους Εσθονούς να ασχοληθούν με κάποια πραγματικά μακροχρόνια προβλήματα στην υπηρεσία τους. Τους ανάγκασε να γίνουν καλύτεροι».