Η ευκαιρία τής Ιταλίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ευκαιρία τής Ιταλίας

Γιατί ο Matteo Renzi δεν είναι μια χαμένη περίπτωση
Περίληψη: 

Οι Ιταλοί έχουν κουραστεί από την επίμονη οικονομική δυσπραγία τής χώρας τους. Αλλά είναι εξίσου κουρασμένοι με τον λαϊκισμό. Αυτό που θέλουν είναι έναν ρεαλιστικό δρόμο για μια καλύτερη ζωή, ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται να περάσουν μια περίοδο οικονομικού πόνου.

Ο GIANNI RIOTTA είναι αρθρογράφος στην ημερήσια εφημερίδα La Stampa και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Princeton.

Στις εβδομάδες πριν από τις ευρωεκλογές τού περασμένου μήνα, οι φλύαροι τής Ιταλίας προσέβλεπαν σε μια κούρσα στήθος με στήθος. Οι δημοσκοπήσεις φαινόταν να υπονοούν ότι οι υποψήφιοι του Δημοκρατικού Κόμματος που πρόσκειται στον πρωθυπουργό Matteo Renzi θα δυσκολευτούν να νικήσουν τους υποψηφίους που είναι πιστοί στον Beppe Grillo, τον πρώην τηλεοπτικό κωμικό και ιδρυτή ενός αντιευρωπαϊκού κινήματος διαμαρτυρίας που ονομάζεται Five Stars. Η αναμενόμενη ισοπαλία δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη. Οι Ιταλοί, υποστήριξαν κάποιοι σχολιαστές, ήταν μοιραίο να γίνουν όλο και πιο σκεπτικοί σχετικά με την ΕΕ, και οι προοπτικές για μια πολιτική μεταρρύθμιση θα είναι σημαντικά μειωμένες. Στο εβδομαδιαίο περιοδικό επιρροής L'Espresso, ο Piero Ignazi, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, έγραψε ότι «η αποδοχή τού Grillo θα συνεχίσει να αυξάνεται» μέχρι η ιταλική κυβέρνηση να υποκύψει στις απαιτήσεις του.

Οι εκλογές απέδειξαν ότι οι αυθεντίες ήταν τελείως λάθος. Το κόμμα τού Renzi κέρδισε ένα εντυπωσιακό 40,8% των ψήφων, ένα κατόρθωμα που είχε να επιτευχθεί από το 1958 και που τότε ξεκίνησε μια 50ετή διακυβέρνηση από το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα. Ο Grillo, αντίθετα, κέρδισε μόνο το 21%, πέντε ποσοστιαίες μονάδες λιγότερο από όσο στις τελευταίες εθνικές εκλογές. Άλλοι ανταγωνιστές τού Renzi τα πήγαν ελάχιστα καλύτερα. Το κόμμα τού πρώην πρωθυπουργού Mario Monti απέτυχε να προκριθεί για το ευρωκοινοβούλιο και το Forza Italia, το κόμμα τού πρώην πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι κέρδισε μόνο το 16%.

Μετά τις εκλογές, ο Renzi δεν ήταν πλέον μόνο ο πρωθυπουργός τής Ιταλίας - ήταν ένας φάρος για ένα καλύτερο μέλλον. Ο Renzi, ένας 39χρονος πρώην πρόσκοπος από την Φλωρεντία, κέρδισε την πίστη τού ιταλικού εκλογικού σώματος με την υπόσχεση να μεταρρυθμίσει τα αρτηριοσκληρωτικά πολιτικά και οικονομικά συστήματα της Ιταλίας. Υποσχέθηκε να εκσυγχρονίσει την ιταλική αγορά εργασίας, επιτρέποντας στις εταιρείες να προσλαμβάνουν με συμβάσεις ορισμένου χρόνου τριών ετών. Ορκίστηκε να περικόψει δραστικά τις δημόσιες δαπάνες κατά συνολικά 10 δισ. ευρώ (13,5 δισ. δολάρια), και να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό διώκοντας φοροφυγάδες που αποστερούν το ιταλικό θησαυροφυλάκιο από κατ’ εκτίμηση 100 δισεκατομμύρια ευρώ (135 δισ. δολ.) ετησίως. Θέλει επίσης να απλοποιήσει το εμφανώς πολύπλοκο πολιτικό σύστημα της χώρας με την κατάργηση της άνω βουλής και την ψήφιση ενός νέου εκλογικού νόμου που θα διασφαλίζει ότι, σε μελλοντικές εκλογές, ένα μόνο κόμμα θα κερδίζει μια σαφή εντολή να κυβερνήσει.

Ο Renzi πέτυχε, με άλλα λόγια, υποσχόμενος να πραγματοποιήσει το είδος των μεταρρυθμίσεων στο οποίο η Ιταλία έχει επανειλημμένα αντισταθεί κατά την διάρκεια των προηγούμενων αρκετών δεκαετιών. Το 1994, ο Μπερλουσκόνι υποσχέθηκε ότι ο ίδιος, επίσης, θα «διοικήσει την χώρα με έναν σφιχτό προϋπολογισμό, όπως μια εταιρεία» - αλλά, όταν πήρε την εξουσία, άφησε το δημόσιο χρέος να ανέβει στα ύψη και την διαφθορά να είναι ανεξέλεγκτη, προκειμένου να κρατήσει χαρούμενα τα ειδικά συμφέροντα. Ο πρώην πρωθυπουργός Ρομάνο Πρόντι προσπάθησε να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις το 1996 και για άλλη μια φορά το 2006, αλλά εμποδίστηκε και τις δύο φορές από την ριζοσπαστική αριστερή πτέρυγα του κόμματός του, η οποία επέμεινε στην συνέχιση των νόμων που επιβάλλουν 35ωρο εργασίας. Όταν ο Pier Luigi Bersani, ο κεντρώος υπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης, πρότεινε ένα μέτριο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων το 2006, τα ειδικά συμφέροντα οργάνωσαν άγριες διαδηλώσεις με την υποστήριξη του ευρύτερου κοινού. Σε ένα περιστατικό στην Ρώμη, πλήθη χειροκροτούσαν καθώς δημοσιογράφοι ξυλοκοπούντο από μια ομάδα οδηγών ταξί θυμωμένων σχετικά με τις προτάσεις να χαλαρώσουν οι κανονισμοί για τον κλάδο τους.

Ο Renzi είναι βέβαιο ότι θα αντιμετωπίσει παρόμοια αντίσταση από ισχυρά συνδικάτα τής Ιταλίας, καθώς και μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν συνηθίσει σε γενναιόδωρες επιδοτήσεις από την κυβέρνηση. Η ιταλική διανόηση έχει επί το πλείστον παράσχει ρητορική υποστήριξη για τις μεταρρυθμίσεις τού Renzi, αλλά οι κορυφαίοι δημοσιογράφοι τής χώρας και οι δημόσιοι λειτουργοί θα μπορούσαν εύκολα να στραφούν εναντίον του, αν αισθανθούν ότι τα δικά τους προνόμια απειλούνται. Ο Renzi θα πρέπει επίσης να βρει τρόπους για να αντιμετωπίσει πολλούς πολιτικούς του αντιπάλους, καθώς ηγείται ενός κλυδωνιζόμενου κυβερνητικού συνασπισμού που οικοδομήθηκε αφότου καθαιρέθηκε ο πρώην πρωθυπουργός Enrico Letta νωρίτερα φέτος. Και έχει να κάνει όλα αυτά, ενώ ασχολείται με τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες. Η οικονομική ανάπτυξη έχει παραμείνει στάσιμη για μια γενιά: Η ανεργία ανέρχεται σε 13,6% και βρίσκεται στο 46% για νέους κάτω των 25 ετών που είναι σε ηλικία να εργαστούν. Στους τρεις πρώτους μήνες τού 2014, η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 0,1%. Η κυβέρνηση επίσης παραπαίει κάτω από ένα χρέος προς ΑΕΠ στο 134%, το οποίο αύξησε δραματικά το κόστος δανεισμού για την Ρώμη.

Αλλά ακριβώς η διάρκεια και το βάθος αυτών των δυσκολιών είναι που επέτρεψαν την άνοδο του Renzi. Οι περισσότεροι Ιταλοί φαίνεται να έχουν τελικά αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει πλέον τρόπος να παρακάμψουν τις δραματικές οικονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Η ιδιοφυΐα τού Renzi είναι ότι αναγνώρισε πως το ευρύτερο ιταλικό κοινό επιθυμεί καθαρές κουβέντες, όχι αισιόδοξη ρητορική. Ακόμη και αν ορισμένα κομμάτια τού λαού αντιστέκονται στις μεταρρυθμίσεις τού Renzi, ο ευρύτερος πληθυσμός θα πρέπει να συνεχίσει να τον υποστηρίζει όσο η οικονομία τής Ιταλίας δεν επιδεινώνεται.