Πώς οι Κούρδοι βρήκαν τον δρόμο τους | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς οι Κούρδοι βρήκαν τον δρόμο τους

Η οικονομική συνεργασία και τα νέα σύνορα της Μέσης Ανατολής

Η απότομη αύξηση των εθνοτικών και θρησκευτικών συγκρούσεων στην Συρία και σε όλη την Μέση Ανατολή έχει οδηγήσει μια σειρά από αναλυτές να προβλέψουν την επερχόμενη διάλυση πολλών αραβικών κρατών. Αυτή η δυνητική κατάλυση της εδαφικής τάξης τής περιοχής έχει γίνει γνωστή ως «το τέλος τή Sykes-Picot», μια αναφορά στην μυστική αγγλο-γαλλική συμφωνία το 1916 για να μοιράσουν τις μεσανατολικές επαρχίες τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε βρετανικές και γαλλικές ζώνες ελέγχου. Επειδή οι ευρωπαϊκές συνθήκες που δημιούργησαν τα νέα αραβικά κράτη μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επιβεβαίωσαν τα περιγράμματα της εν λόγω συμφωνίας, η Sykes-Picot έγινε η κατάλληλη συντομογραφία για τον χάρτη που επέβαλαν οι αποικιακές δυνάμεις στην περιοχή, ο οποίος που έχει παραμείνει ουσιαστικά σταθερός ως σήμερα.

Με την αιματοχυσία από το Χαλέπι ως την Βαγδάτη και την Βηρυτό, είναι πράγματι δελεαστικό να προβλέψει κανείς την βίαιη διάλυση της συμφωνίας Sykes-Picot. Όμως, αν και οι χειρότερες μάχες διαχέονται πέραν των συνόρων και ωθούν ορισμένες χώρες, όπως η Συρία, προς τον κατακερματισμό, υπάρχει και μια άλλη δύναμη που διασχίζει τα εθνικά σύνορα και φθάνει να επανευθυγραμμίζει τις εθνικές σχέσεις: το εμπόριο. Οι νέες διεθνικές ζώνες οικονομικής συνεργασίας καθιστούν τα σύνορα της Μέσης Ανατολής πιο διαπερατά, αλλά με έναν τρόπο που δεν αμφισβητεί ευθέως τα υπάρχοντα κράτη. Αντ’ αυτού, τα αμοιβαία οικονομικά συμφέροντα, ιδίως στις βιομηχανίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, μπορεί να σημάνουν ένα πιο ήπιο τέλος τής συμφωνίας Sykes-Picot.

Αυτή η δυναμική είναι πιο εμφανής κατά μήκος των συνόρων μεταξύ Τουρκίας και Ιρακινού Κουρδιστάν, όπου πετρελαϊκές συμφωνίες τα τελευταία χρόνια έχουν προκαλέσει άμεσα τις διεκδικήσεις τής Βαγδάτης για αποκλειστικό έλεγχο των φυσικών πόρων τού Ιράκ και όπου Τούρκοι και Κούρδοι ηγέτες έχουν μιλήσει για εμπόριο, αντί για πόλεμο. Η οικονομική συνεργασία αναδεικνύεται ως εναλλακτική λύση στην πολιτική βία και αλλού. Η Κύπρος, η Ελλάδα και η Τουρκία συζητούν κοινούς αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου, παρά τις διαφωνίες τους. Το ίδιο κάνουν το Σουδάν και το Νότιο Σουδάν, που έχουν αποδεχθεί απρόθυμα την ανάγκη να συνεργαστούν προκειμένου να εξάγουν το πετρέλαιο αμφοτέρων των χωρών μετά τον διαχωρισμό τους το 2011. Η οικονομική συνεργασία δεν αποτελεί πανάκεια σε οποιοδήποτε από αυτά τα μέρη. Αλλά όντως επιτρέπει στα κράτη να έρθουν κοντά με νέους τρόπους, αντί να διακινδυνεύσουν να διαλυθούν.

ΓΡΑΜΜΕΣ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ

Τα αραβικά κράτη που προέκυψαν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο αντιπάλευαν πάντα με τους ετερογενείς πληθυσμούς τους, τις αβέβαιες εθνικές ταυτότητες και τις βαθιές εσωτερικές ρωγμές. Έχουν υπάρξει για σχεδόν έναν αιώνα, και έχουν αναπτυχθεί κατεστημένα συμφέροντα γύρω από την διατήρηση των εθνικών τους συνόρων και των θεσμών. Αλλά εθνοτικές, θρησκευτικές και φυλετικές διαιρέσεις εξακολουθούν να παραμένουν, όπως δείχνουν σαφώς οι συγκρούσεις στο Ιράκ, τον Λίβανο, την Λιβύη, την Συρία και την Υεμένη.

Αυτές οι διαιρέσεις είναι πιο δραματικές στην Συρία, όπου η Δαμασκός έχει χάσει τον έλεγχο μεγάλων τμημάτων τού εδάφους της από τότε που ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος μετά από μια βίαιη καταστολή ειρηνικών διαδηλώσεων από τον πρόεδρο Μπασάρ αλ-Άσαντ τον Μάρτιο του 2011. Οι Κούρδοι τής Συρίας έχουν ανακηρύξει την δική τους αυτόνομη περιοχή στα βορειοανατολικά. Μια σειρά από ριζοσπαστικές ισλαμιστικές ομάδες που πολεμούν την κυβέρνηση έχουν καταλάβει μεγάλο μέρος τής χώρας στα ανατολικά και διακήρυξαν τα όνειρά τους για την οικοδόμηση ενός κράτους σουνιτών ισλαμιστών, που θα κυβερνάται από τον ισλαμικό νόμο, και που θα ελέγχει τμήματα της Συρίας και του Ιράκ. Ορισμένοι παρατηρητές, μέχρι που εικάζουν ότι οι Αλεβίτες, το εσωτερικό παρακλάδι τού σιιτικού Ισλάμ στο οποίο ανήκει ο Άσαντ, θα επιδιώξουν να αναπτύξουν το δικό τους κρατίδιο κατά μήκος των ακτών τής Μεσογείου, υπό την προστασία τής Χεζμπολάχ, του Ιράν και της Ρωσίας, αναβιώνοντας ένα κρατίδιο που υπήρχε υπό Γαλλική εντολή κατά την διάρκεια των δεκαετιών τού 1920 και του 1930.

Οι Άραβες γείτονες τής Συρίας έχουν τα δικά τους προβλήματα. Ο Λίβανος έχει παραμείνει πικρά διχασμένος κατά μήκος σεχταριστικών και θρησκευτικών γραμμών από την εποχή τού βάναυσου εμφυλίου πολέμου την περίοδο 1975-1990. Το Ιράκ σχεδόν σπαράσσεται από βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας και σεχταριστικές πολιτοφυλακές μετά την αμερικανική εισβολή το 2003, και η βία έχει κορυφωθεί πρόσφατα, ιδιαίτερα στην επαρχία Ανμπάρ. Λιγότερο δραματική αλλά ακόμα σημαντική, η Ιορδανία διατηρεί μια δύσκολη ισορροπία μεταξύ των αυτοχθόνων πληθυσμών και των Παλαιστινίων προσφύγων, οι τελευταίοι εκ των οποίων αποτελούν εδώ και καιρό την πλειοψηφία τού πληθυσμού τής χώρας.

Αλλά κάτι άλλο συμβαίνει στο ιρακινό Κουρδιστάν. Αυτή η ημιαυτόνομη περιοχή έχει επιτύχει νέα ευημερία μέσω της διασυνοριακής οικονομικής συνεργασίας, την οποία άλλοι θύλακες, ακόμη και χώρες τής περιοχής θα μπορούσαν να προσπαθήσουν να μιμηθούν. Το ιρακινό Κουρδιστάν έχει απολαύσει de facto αυτοδιοίκηση από το 1991, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων στο βόρειο Ιράκ μετά τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου. Αυτό και μόνο, το καθιστά μια εξαίρεση στη Μέση Ανατολή, μαζί με τον εθνικό διαχωρισμό του από τον υπόλοιπο αραβικό κόσμο. Η προστασία των ΗΠΑ θα μπορούσε να ενθαρρύνει το Κουρδιστάν να κηρύξει την ανεξαρτησία του από το Ιράκ, ανατρέποντας την υφιστάμενη εδαφική τάξη. Αντ’ αυτού, οι Κούρδοι επέλεξαν να εξυπηρετήσουν τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα στο πλαίσιο της υπάρχουσας τάξης.

Μετά την εισβολή το 2003, το ιρακινό Κουρδιστάν καλοσώρισε την αμερικανική στρατιωτική κατοχή, και μετ’ ου πολύ, ήταν ένας άμεσος ωφελημένος. Το νέο σύνταγμα του Ιράκ, που ψηφίστηκε το 2005, επιβεβαίωσε το ειδικό καθεστώς τού Κουρδιστάν, δημιουργώντας ένα ομοσπονδιακό σύστημα που χορήγησε στην Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν (KRG), με έδρα την πόλη Erbil, μεγάλο βαθμό αυτονομίας των επαρχιών Ντοχούκ, Ερμπίλ, και Σουλεϊμανίγια. Έδωσε επίσης σε 15 άλλες επαρχίες τού Ιράκ την δυνατότητα επίτευξης παρόμοιου καθεστώτος. Ωστόσο, παρά το ομοσπονδιακό σύστημα που κατοχυρώθηκε στο Σύνταγμα του Ιράκ, η Βαγδάτη κάνει ακόμα ό, τι μπορεί για να περιορίσει την κουρδική αυτονομία και να αποτρέψει άλλες επαρχίες από το να απαιτούν επίσης αυτονομία.

Το μήλον τής έριδος ανάμεσα στην Βαγδάτη και το Ερμπίλ είναι ο έλεγχος του πετρελαίου και του φυσικού αερίου τής περιοχής. Η Βαγδάτη επιμένει ότι όλα τα έσοδα από το πετρέλαιο πρέπει να ρέουν προς την κεντρική κυβέρνηση, η οποία στην συνέχεια θα τα διανείμει στις τρεις επαρχίες τού Κουρδιστάν και σε άλλες επαρχίες τού Ιράκ. Βάσει του πληθυσμού του, το Κουρδιστάν υποτίθεται ότι θα λάβει 17% των συνολικών εσόδων από το ιρακινό πετρέλαιο. Αλλά η KRG υποστηρίζει ότι αφού η Βαγδάτη αφαιρέσει τις πληρωμές προς τις εταιρείες πετρελαίου και το μερίδιο του Κουρδιστάν στις δαπάνες τής χώρας για την εθνική άμυνα και τις εξωτερικές υποθέσεις, το Κουρδιστάν λαμβάνει μόνο 10% - 11%.

Η KRG επιδίωξε αρχικά την οικονομική ανεξαρτησία υπό τον Σαντάμ Χουσεΐν, υπογράφοντας συμβάσεις εξερεύνησης πετρελαίου με μικρές ενεργειακές εταιρείες το 2002. Όμως, μετά την ψήφιση του νέου συντάγματος, πίεσε για συμφωνίες με πιο επείγοντα χαρακτήρα, έστω και αν δεν ήταν σαφές αν είχε τη νόμιμη εξουσία να το πράξει. Το σύνταγμα ορίζει ότι η κεντρική κυβέρνηση έχει αποκλειστικό έλεγχο επί των υφιστάμενων κοιτασμάτων πετρελαίου, αλλά αφήνει ασαφές το ποιος έχει δικαιοδοσία επί των νέων. Μέχρι σήμερα, η κεντρική κυβέρνηση υποστηρίζει τα δικαιώματά της τόσο επί των παλαιών όσο και επί των νέων κοιτασμάτων πετρελαίου. Το Erbil διεκδικεί το δικαίωμα να υπογράφει συμβάσεις για κάθε νέο κοίτασμα στο έδαφός του.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να επιλύσουν την διαφορά ανάμεσα στην Βαγδάτη και το Ερμπίλ, μέσω ενός νέου εθνικού νόμου υδρογονανθράκων, αλλά οι δύο πλευρές δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν. Αντ’ αυτού, το 2007, το κουρδικό κοινοβούλιο ψήφισε την δική του νομοθεσία που ρυθμίζει τις συμβάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου στην περιοχή, επιτρέποντας γενναιόδωρες συμφωνίες διαμοιρασμού τής παραγωγής με ξένες εταιρείες.

Δεκάδες ξένες εταιρείες, όπως η αγγλο-τουρκική εταιρεία Genel Energy, η κινεζική Addax Petroleum, η γαλλική Total, η νορβηγική DNO και η ρωσική Gazprom, έσπευσαν να καθιερώσουν ένα μερίδιο σε αυτό που ο Tony Hayward, ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της BP, περιέγραψε το 2011 ως «ένα από τα τελευταία μεγάλα σύνορα πετρελαίου και φυσικού αερίου». Μέχρι το 2012, ακόμη και μεγάλες αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες, όπως η Chevron και η ExxonMobil, είχαν σφραγίσει συμφωνίες εξερεύνησης και παραγωγής άμεσα με το Ερμπίλ, προκαλώντας ανοιχτά την Βαγδάτη - και την κυβέρνηση Ομπάμα, η οποία, παρά το γεγονός της εδραιωμένης στήριξης της Ουάσινγκτον στο ιρακινό Κουρδιστάν, είχε αντιταχθεί στις συμφωνίες, φοβούμενη ότι οι διαφωνίες για το πετρέλαιο στο Ιράκ θα μπορούσαν να απειλήσουν την σταθερότητα της χώρας. Αυτές τις μεγάλες αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες ακολούθησαν πέντε μικρότερες αμερικανικές εταιρείες – οι Hess, HKN, Hunt, Marathon και Murphy - και πάνω από 40 εταιρείες από τον Καναδά, την Κίνα, τη Νορβηγία, την Ρωσία και διάφορες αραβικές και ασιατικές χώρες, αξιοποιώντας μια κουρδική φλέβα που εκτιμάται από εμπειρογνώμονες του κλάδου ότι θα ανέλθει σε 45 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου και 99 τρισεκατομμύρια με 201 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια φυσικού αερίου.

Παρά αυτό το απροσδόκητο γεγονός, η KRG εξακολουθεί να χρειάζεται έναν τρόπο για να πάει το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο του Κουρδιστάν στην διεθνή αγορά. Το Erbil θα μπορούσε να το κατευθύνει μέσω ενός υφιστάμενου αγωγού – την κύρια γραμμή εξαγωγής αργού πετρελαίου στο βόρειο Ιράκ, που συνδέει την ιρακινή πόλη Κιρκούκ με το τουρκικό λιμάνι Τσεϊχάν, στη Μεσόγειο. Αλλά η Βαγδάτη ελέγχει την ιρακινή πλευρά αυτού του αγωγού και κατά συνέπεια θα ήλεγχε και τα έσοδα του πετρελαίου. Έτσι, η περιφερειακή κυβέρνηση του Κουρδιστάν αποφάσισε αντ’ αυτού να κατασκευάσει έναν νέο αγωγό, από το πετρελαϊκό κοίτασμα Taq Taq, στο κεντρικό Κουρδιστάν, ως τα τουρκικά σύνορα, όπου θα συνδεθεί με τον αγωγό Τσεϊχάν - μια άμεση πρόκληση στην αξίωση της Βαγδάτης για αποκλειστικό έλεγχο του πετρελαίου τού Ιράκ.

ΚΟΥΡΔΙΚΗ ΦΛΕΒΑ

Ωστόσο, η KRG δεν θα μπορούσε να προχωρήσει μόνη της: Χρειαζόταν την συνεργασία τής βόρειας γειτονικής χώρας, της Τουρκίας. Μετά από κάποιους δισταγμούς, η τουρκική κυβέρνηση συμφώνησε να επιτρέψει να συνδεθεί ο νέος κουρδικός αγωγός με την γραμμή Ceyhan. Αλλά το πιο σημαντικό, η Άγκυρα συμφώνησε επίσης να καταθέσει τις πληρωμές για το κουρδικό πετρέλαιο σε έναν κουρδικό τραπεζικό λογαριασμό στην Τουρκία, και όχι στον εθνικό λογαριασμό τού Ιράκ στη Νέα Υόρκη, όπου πηγαίνουν όλες οι άλλες πληρωμές ιρακινού πετρελαίου.

Η υποστήριξη της τουρκικής κυβέρνησης στην αναζήτηση οικονομικής ανεξαρτησίας από την KRG ήταν μια εκπληκτική στροφή, δεδομένου ότι είχε αντιταχθεί από καιρό στην αυτονομία τού ιρακινού Κουρδιστάν ως ένα επικίνδυνο προηγούμενο, δεδομένου τού δικού της μεγάλου κουρδικού πληθυσμού στην Τουρκία, ο οποίος έχει εξελισσόμενες, εκκρεμείς και συχνά βίαιες διαμάχες με την Άγκυρα. Η Τουρκία είχε επιδιώξει επίσης να διατηρεί καλές σχέσεις τόσο με την Βαγδάτη όσο και με το Ερμπίλ, αλλά η χώρα χρειάζεται νέες, φθηνές προμήθειες πετρελαίου και φυσικού αερίου για την ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία της. Η Τουρκία, όπως είπε ο υπουργός Ενέργειας, Τανέρ Γιλντίζ, σε μια συνέντευξη προς ένα ιρακινο-κουρδικό ειδησεογραφικό πρακτορείο τον περασμένο Δεκέμβριο, δεν θα μπορούσε να «μείνει σιωπηλή». Στα τέλη τού περασμένου έτους, το Κουρδιστάν άρχισε να στέλνει πετρέλαιο στο Τσεϊχάν, με σχέδια να φτάσει το ένα εκατομμύριο βαρέλια την ημέρα, από το τέλος τού 2015. Το Κουρδιστάν, με την σχετική ασφάλεια και σταθερότητά του, επίσης παρουσιάζει ένα πολύ πιο ευνοϊκό κλίμα για τις τουρκικές επιχειρήσεις από ό, τι το υπόλοιπο Ιράκ. Μέχρι το 2012, το 70% του συνόλου των εμπορικών συναλλαγών και των επενδύσεων μεταξύ των δύο χωρών συγκεντρώθηκε στο Κουρδιστάν, παρ’ όλο που ο πληθυσμός του αντιπροσωπεύει μόνο το ένα έκτο τού συνόλου τού Ιράκ.

Καθόλου απρόσμενα, η προοπτική των εξαγωγών πετρελαίου από το ιρακινό Κουρδιστάν στην Τουρκία προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες από την Βαγδάτη. Επιμένοντας ότι αναγνώρισε ότι το πετρέλαιο ανήκει σε όλους τους Ιρακινούς, όπως αναφέρει το σύνταγμα, η KRG υποσχέθηκε να περάσει το 83% των εσόδων στην Βαγδάτη, τηρώντας τον σημερινό τύπο επιμερισμού που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο των υπό εξέλιξη διαπραγματεύσεων για τον προϋπολογισμό. Αλλά οι κουρδικές Αρχές έχουν επίσης καταστήσει σαφές ότι θα αφαιρέσουν από το μερίδιο της Βαγδάτης τα 50 δισεκατομμύρια δολάρια καθυστερούμενων οφειλών που ισχυρίζονται ότι δικαιούνται. Το Erbil έχει επίσης απειλήσει να αφαιρέσει τις αποζημιώσεις για τις ζημίες που υπέστη το Κουρδιστάν από τον Σαντάμ πριν από το 1991, τις οποίες η KRG εκτιμά στα 380 δισ. δολάρια. Η τελευταία απειλή είναι κυρίως ρητορική. Παρ’ όλα αυτά, είναι σαφές ότι η Βαγδάτη δεν θα λάβει ολόκληρο το 83% του μεριδίου της οποτεδήποτε σύντομα. Η κεντρική κυβέρνηση θα μπορούσε βέβαια να προχωρήσει σε αντίποινα, κόβοντας όλες τις πληρωμές πετρελαίου στο Κουρδιστάν. Αλλά από την στιγμή που οι κουρδικές εξαγωγές πετρελαίου φθάσουν τα 450.000 βαρέλια την ημέρα, ίσως τόσο σύντομα όσο στο τέλος τού τρέχοντος έτους, το Κουρδιστάν θα κερδίζει αρκετά για να αντικαταστήσει αυτά που λαμβάνει από την Βαγδάτη, τα οποία πέρσι ήταν 12 δισεκατομμύρια δολάρια.

Απτόητοι από τις διαμαρτυρίες τής Βαγδάτης, το ιρακινό Κουρδιστάν και η Τουρκία συνέχισαν κλείνοντας συμφωνίες και βαθαίνοντας την ενεργειακή τους συμμαχία. Τον περασμένο Νοέμβριο, ο πρωθυπουργός τού Κουρδιστάν, Nechirvan Barzani, και ο πρωθυπουργός τής Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ανακοίνωσαν νέες συμφωνίες για την κατασκευή ενός δεύτερου αγωγού πετρελαίου για να μεταφέρουν κουρδικό βαρύ αργό στο Ceyhan και ενός αγωγού φυσικού αερίου για να προμηθεύει σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Τουρκία. Σύμφωνα με τις εκθέσεις που διέρρευσαν, η Τουρκία σχεδιάζει αρχικά να αγοράσει 353 δισεκατομμύρια κυβικά πόδια κουρδικού φυσικού αερίου ετησίως - και τελικώς να διπλασιάσει την ποσότητα αυτή.

ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΤΡΟΠΟ

Η συνεργασία μεταξύ της Άγκυρας και της KRG αντιπροσωπεύει μια άμεση πρόκληση για τις ελπίδες τής Βαγδάτης να διατηρήσει ένα κεντρικά ελεγχόμενο Ιράκ. Οι κουρδο-τουρκικοί αγωγοί και οι ενεργειακές συμφωνίες αντανακλούν ένα διαφορετικό όραμα για το Ιράκ, που χαρακτηρίζεται από ισχυρή περιφερειακή αυτονομία και διαπερατά σύνορα. Φυσικά, η KRG δεν έχει επιδιώξει τα οικονομικά της συμφέροντα στο κενό: η αποδεδειγμένη αδυναμία τής Βαγδάτης να χρησιμοποιήσει τα έσοδα από το πετρέλαιο για την ανοικοδόμηση του Ιράκ - σοβαρές ελλείψεις ηλεκτρικής ενέργειας εξακολουθούν να μαστίζουν το μεγαλύτερο μέρος τής χώρας - βοήθησε να πιεστεί το Ερμπίλ να προχωρήσει στον δικό του δρόμο.

Το ποιό όραμα θα κυριαρχήσει θα έχει σοβαρές συνέπειες για το μέλλον τού Ιράκ και την ευρύτερη περιοχή. Η προσπάθεια του Ιρακινού πρωθυπουργού Νούρι αλ-Μαλίκι να διατηρήσει την κεντρική εξουσία σε επαρχίες τού Ιράκ έχει αναβιώσει την εθνοτική και θρησκευτική βία, η οποία με την σειρά της δημιούργησε αμφιβολίες για το αν το Ιράκ μπορεί να κρατηθεί ενιαίο από μόνο του. Πράγματι, μια προσπάθεια από την Βαγδάτη να εμποδίσει την κουρδο-τουρκική συνεργασία θα μπορούσε εύκολα να αποτύχει, προκαλώντας την KRG να κηρύξει την ανεξαρτησία τού Κουρδιστάν.

Τελικά, καμία πλευρά δεν θέλει αυτό το αποτέλεσμα. Η Βαγδάτη δεν θέλει να χάσει το Κουρδιστάν και το πετρέλαιο, και το Κουρδιστάν δεν είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις τής ανεξαρτησίας, συμπεριλαμβανομένων μιας βραχυπρόθεσμης απώλειας εσόδων από το πετρέλαιο, μιας ζημιάς στις σχέσεις τού Κουρδιστάν με την Τουρκία η οποία προτιμά να ασχοληθεί με μια ημιαυτόνομη περιοχή και όχι με ένα ανεξάρτητο κουρδικό κράτος, και μια μακρά και δαπανηρή διαδικασία απόκτησης διεθνούς αναγνώρισης. Όμως, η αντιπαράθεση δεν έχει σταματήσει την Βαγδάτη από το να αυξάνει τα στοιχήματα, παρακρατώντας πόρους που προορίζονται για το Κουρδιστάν σύμφωνα με τον εθνικό προϋπολογισμό και απειλεί με αγωγές κατά της KRG, της τουρκικής κυβέρνησης, καθώς και κάθε εταιρείας που βοηθά την εξαγωγή κουρδικού πετρελαίου χωρίς την άδειά της. Ο ιρακινός υπουργός Πετρελαίου, Abdul Kareem-Luaibi, έφτασε να πει στους δημοσιογράφους τον Ιανουάριο ότι εάν η Τουρκία διευκολύνει την εξαγωγή τού κουρδικού πετρελαίου «παρεμβαίνει στην διαίρεση του Ιράκ». Προς το παρόν, σύμφωνα με το Yildiz, περισσότερα από ένα εκατομμύριο βαρέλια κουρδικού πετρελαίου που έχουν σταλθεί στο Τσεϊχάν από το Δεκέμβριο κρατούνται αποθηκευμένα εκεί μέχρι να επιλυθεί η διαφορά. Όμως, ο χρόνος φαίνεται να είναι με την πλευρά τής KRG. Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα βρουν τελικά τον δρόμο τους στην αγορά. Στο κάτω-κάτω, οι ξένες εταιρείες έχουν γεωτρήσεις στο Κουρδιστάν εδώ και χρόνια χωρίς την συγκατάθεση του Ιράκ.

Αν η Βαγδάτη αποδεχθεί τελικά την αυξανόμενη οικονομική αυτονομία τού Κουρδιστάν και την οικονομική του συνεργασία με την Τουρκία, αυτό θα ισοδυναμούσε με μια μη βίαιη αλλά σημαντική αποδυνάμωση της παλιάς τάξης πραγμάτων τής Sykes-Picot. Παρά το γεγονός ότι η κεντρική κυβέρνηση θα εξακολουθεί να ελέγχει μεγάλο μέρος τού πετρελαίου τού Ιράκ, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να δεχτεί το γεγονός ότι ένα συγκεντρωτικό κράτος με άκαμπτα σύνορα δεν αντικατοπτρίζει πλέον τις τρέχουσες οικονομικές και πολιτικές πραγματικότητες. Με το να προσελκύει περισσότερες ξένες επενδύσεις και να εξάγει περισσότερο πετρέλαιο και φυσικό αέριο, το ιρακινό Κουρδιστάν με την πάροδο του χρόνου θα φεύγει όλο και πιο μακριά από την Βαγδάτη.

Η Βαγδάτη, βέβαια, έχει βάσιμους λόγους να φοβάται αυτό το αποτέλεσμα. Όχι μόνο κινδυνεύει να χάσει τον έλεγχο των κουρδικών πετρελαίων, αλλά ένα ακμάζον, αυτόνομο Κουρδιστάν με στενούς δεσμούς με ξένες χώρες θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει πρότυπο για άλλες ιρακινές επαρχίες που είναι δυσαρεστημένες με την διεφθαρμένη και αυταρχική διοίκηση της κεντρικής κυβέρνησης και ενδιαφέρονται για τον έλεγχο των δικών τους υδρογονανθράκων.

Πάρτε ως παράδειγμα τη Νινευή, μια βόρεια, σουνιτικής αραβικής πλειοψηφίας επαρχία, ακριβώς δυτικά τού Ερμπίλ. Όπως και οι περισσότεροι Σουνίτες, οι ηγέτες τής Νινευή ήταν αρχικά αντίθετοι στην κουρδική αυτονομία, την οποία είδαν ως ένα πρώτο βήμα προς την εθνική διάλυση. Αλλά η προοπτική ανακαλύψης νέων κοιτασμάτων πετρελαίου στην επαρχία τους και το παράδειγμα του Κουρδιστάν, αλλάζουν την άποψή τους. Ο κυβερνήτης τής Νινευή, Atheel al-Nujaifi, έχει περάσει αρκετά χρόνια πολεμώντας την κεντρική κυβέρνηση για να πάρει τα κεφάλαια που προορίζονται για την επαρχία του, τα οποία έχουν κολλήσει στον γραφειοκρατικό λαβύρινθο της Βαγδάτης. Ο Nujaifi θα καλοσώριζε μια ανεξάρτητη πηγή εσόδων. Τον Οκτώβριο του 2011, όταν η ExxonMobil υπέγραψε με την KRG συμβάσεις εξερεύνησης για έξι κοιτάσματα στο Κουρδιστάν, δύο εκ των οποίων βρίσκονται σε μια διαμφισβητούμενη περιοχή στα σύνορα με τη Νινευή, ο Nujaifi κατήγγειλε αμέσως την συμφωνία. Μέχρι τον Ιούνιο του 2012, όμως, είχε αλλάξει τον τόνο του, υποστηρίζοντας ότι η Νινευή θα πρέπει να μιλήσει απευθείας με την ExxonMobil και την περιφερειακή κυβέρνηση του Κουρδιστάν σχετικά με κοινή εκμετάλλευση του πετρελαίου στο διαμφισβητούμενο έδαφος. Ο Nujaifi υποστήριξε επίσης ότι η Νινευή θα πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα των Κούρδων γειτόνων της και να μεταμορφωθεί σε μια ημιαυτόνομη ομοσπονδιακή περιφέρεια. Παρά το ψήφισμα ενός επαρχιακού συμβουλίου, νωρίτερα εκείνη την χρονιά, υπέρ αυτής της αλλαγής, η Βαγδάτη έχει μπλοκάρει την διαδικασία.

Αρκετές άλλες σιιτικές και σουνιτικές επαρχίες εξετάζουν επίσης βήματα προς την αυτονομία. Η κυριαρχούμενη από σιίτες επαρχία τής Βασόρα, το κέντρο τής ιρακινής παραγωγής πετρελαίου, με κατ’ εκτίμηση το 60% των 141 δισεκατομμυρίων βαρελιών αποδεδειγμένων αποθεμάτων πετρελαίου τής χώρας, προσπαθεί να ξεφύγει από την Βαγδάτη από το 2008. Το επαρχιακό συμβούλιό της ψήφισε πολλές φορές για να προωθήσει το ζήτημα. Η Ανμπάρ, η Diyala και η Salahuddin, όλες επαρχίες σουνιτικής πλειοψηφίας, ψήφισαν για να κηρύξουν την αυτονομία τους από την Βαγδάτη στα τέλη τού 2011 και στις αρχές τού 2012, αλλά ο Μαλίκι απέρριψε τις εκκλήσεις. Συνολικά, σχεδόν οι μισές από τις 18 επαρχίες τού Ιράκ, είτε είναι ήδη ημιαυτόνομες όπως οι κουρδικές επαρχίες, είτε επεξεργάζονται σχέδια για ημι-αυτονομία σύμφωνα με το σύνταγμα του Ιράκ.

ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ

Η εμφάνιση των διακρατικών ζωνών οικονομικής συνεργασίας ως εναλλακτική λύση στην κρατική αποσύνθεση δεν περιορίζεται στο ιρακινό Κουρδιστάν και την Τουρκία. Ως μέρος τής πολυδιαφημισμένης πολιτικής τού Ερντογάν περί «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες», η οποία έχει πληγεί τα τελευταία χρόνια (μαζί με το πολιτικό κύρος τού πρωθυπουργού), το αγαπημένο διπλωματικό εργαλείο τής Τουρκίας ήταν το ελεύθερο εμπόριο. Πριν από την εξέγερση στην Συρία το 2011, η Τουρκία είχε ανοίξει τα σύνορά της με το νότιο γείτονά της, τα οποία εκτείνονται από την κυριαρχούμενη από Αλεβίτες μεσογειακή ακτή τής Συρίας μέχρι τα κουρδικά βορειοανατολικά. Τουρκικές συνοριακές πόλεις έγιναν εμπορικά κέντρα για τους Σύριους που ζουν σε μια σχετικά κοντινή απόσταση και κόμβοι διέλευσης για τουρκικά φορτηγά που μεταφέρουν εμπορεύματα προς τον Κόλπο. Η Τουρκία ήρε τις προϋποθέσεις βίζας για τους υπηκόους τής Ιορδανίας, του Λιβάνου, του Μαρόκου και της Τυνησίας, και τουρκικές και συριακές αντιπροσωπείες πραγματοποίησαν λίγες κοινές συνεδριάσεις. Η Άγκυρα μέχρι που εμφάνισε και κάποιες συμφωνίες προκειμένου να συστήσει μια φιλόδοξη ζώνη ελεύθερων συναλλαγών με την Ιορδανία, τον Λίβανο και την Συρία.

Οι επικριτές ονόμασαν αυτή την πολιτική «νεο-οθωμανισμό», μια καλυμμένη προσπάθεια της Τουρκίας να αποκαταστήσει την παλιά κυριαρχία της στην Μέση Ανατολή. Υπήρξε πράγματι ένα μέτρο αυτοκρατορικής αλαζονείας στα τουρκικά σχέδια, και η ιδιοτέλεια και η επιθυμία για φθηνή ενέργεια έχουν καθοδηγήσει την πολιτική τής Άγκυρας απέναντι στο ιρακινό Κουρδιστάν. Ωστόσο, η πολιτική αυτή είναι επίσης μια απάντηση στις βίαιες εθνοτικές και θρησκευτικές δυνάμεις που απειλούν να αποσταθεροποιήσουν τα αραβικά κράτη, όπου, παρά τον σχεδόν έναν αιώνα θεσμοθετημένων συνόρων και εθνικών ταυτοτήτων, αυτοί οι διαχωρισμοί δε έχουν ποτέ εξαφανιστεί εντελώς.

Ακόμη και με αυτές τις εχθροπραξίες, οι εθνοτικοί και θρησκευτικοί θύλακες θα μπορούσαν ακόμα να μιμηθούν την λύση τού ιρακινού Κουρδιστάν, επιδιώκοντας αυτονομία και συνεργασία στο πλαίσιο μιας ευρύτερης οικονομικής ζώνης, ενώ θα παραμένουν ονομαστικά στο εσωτερικό των παλιών εθνικών συνόρων. Η διαιρεμένη από τον πόλεμο Συρία θα μπορούσε να ακολουθήσει αυτό το μοντέλο, όταν σταματήσουν οι μάχες και οι Σύροι αρχίσουν να εξετάζουν το πώς θα ζήσουν και πάλι μαζί. Η πιθανότητα να αποκατασταθεί το παλιό, εξαιρετικά συγκεντρωτικό Μπααθικό κράτος φαίνεται μικρή, δεδομένων των θυλάκων ελέγχου των ανταρτών που έχουν συσταθεί σε όλη την χώρα. Αλλά οι συνέπειες του κατακερματισμού τής Συρίας σε μη βιώσιμα κρατίδια θα είναι θλιβερή. Μια πιο ελπιδοφόρα, ομοσπονδιακή φόρμουλα, με βάση τα καλύτερα κομμάτια τού συντάγματος του Ιράκ, θα υιοθετούσαν κάποια αυτονομία για τους Κούρδους στον βορρά, τους Σουνίτες στα ανατολικά, και τους Αλεβίτες κατά μήκος των ακτών, όλοι τους συγχωνευμένοι σε μια συνεταιριστική περιφερειακή οικονομία.

Αυτό το είδος της λύσης, βασισμένο την οικονομική συνεργασία, θα μπορούσε επίσης να παρέχει μια διέξοδο και σε άλλες συγκρούσεις στην ανατολική Μεσόγειο και την Βόρεια Αφρική. Μετά από δεκαετίες αποτυχημένων προσπαθειών για την επίλυση των διαφορών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία για το διαιρεμένο νησί τής Κύπρου, σημάδια ελπίδας εμφανίστηκαν το 2011 με την ανακάλυψη ενός τεράστιου κοιτάσματος φυσικού αερίου στα ύδατα της Νότιας Κύπρου. Η φθηνότερη οδός εξαγωγής θα μεταφέρει το αέριο μέσω αγωγού από το ελληνοκυπριακό νότιο τμήμα τού νησιού στο υπό τουρκική διοίκηση βόρειο τμήμα, όπου θα συνεχίσει προς την Τουρκία και θα συνδεθεί με τον πρόσφατα εγκεκριμένο αγωγό Trans-Adriatic Pipeline, ο οποίος θα διασχίζει την Ελλάδα και την Αλβανία προς την Ιταλία. Αν και οι Ελληνοκύπριοι και οι Τούρκοι αξιωματούχοι εξακολουθούν μόνο να συζητούν την πιθανότητα του κυπριακού αγωγού, η Ελλάδα και η Τουρκία συνεργάζονται ήδη στον Αδριατικό αγωγό παρά τις μακροχρόνιες διαμάχες τους για την Κύπρο, μεταξύ άλλων θεμάτων.

Εν τω μεταξύ, οι σχέσεις ανάμεσα στο Σουδάν και το Νότιο Σουδάν παραμένουν οξυμένες στον απόηχο της ανεξαρτησίας τού Νοτίου Σουδάν το 2011, μετά από περισσότερα από 20 χρόνια εμφυλίου πολέμου - αλλά οι γείτονες θα πρέπει να συνεργαστούν για τα αρκετά μεγάλα πετρελαϊκά αποθέματά τους αργά ή γρήγορα. Τα τρία τέταρτα του πετρελαίου των δύο χωρών προέρχονται από το περίκλειστο Νότιο Σουδάν, το οποίο εξαρτάται από αγωγό τού Σουδάν που καταλήγει στο Port Sudan προκειμένου να εξάγει. Απρόθυμο να πληρώσει τα υψηλά τέλη διέλευσης του Σουδάν, ωστόσο, το Νότιο Σουδάν σταμάτησε την παραγωγή πετρελαίου τον Ιανουάριο του 2012, προκαλώντας τεράστια οικονομική ζημιά και στις δύο χώρες. Αλλά τον περασμένο Σεπτέμβριο επικράτησε η κοινή λογική: οι δύο πλευρές συμβιβάστηκαν, επιτρέποντας στις εξαγωγές πετρελαίου τού Νότιου Σουδάν να ξαναρχίσουν και ανοίγοντας τα κοινά τους σύνορα στην ελεύθερη διέλευση ανθρώπων και στην διεξαγωγή εμπορίου.

Είναι αδύνατο να προβλέψει κανείς την μακροχρόνια έκβαση των δυνάμεων που απειλούν την περιφερειακή τάξη τής Μέσης Ανατολής. Κράτη χτυπημένα από τον πόλεμο και την φαγωμάρα, όπως η Συρία, θα μπορούσαν πράγματι να διαιρεθούν. Και κράτη που επιδιώκουν μια συνεργατική οικονομική ατζέντα δεν έχουν εγγυημένη την επιτυχία: οι εμπορικές πολιτικές και οι προσπάθειες για οικονομική συνεργασία θα μπορούσαν να πέσουν θύματα των ίδιων εθνικιστικών δυνάμεων που έχουν ποδηγετήσει την αραβική πολιτική επί δεκαετίες. Όμως, η υπόσχεση των διασυνοριακών οικονομικών συνεργασιών θα μπορούσε να περιορίσει την πιθανότητα τόσο για την αποκατάσταση των κεντρικών, αυταρχικών καθεστώτων όσο και του βίαιου κατακερματισμού των κρατών σε μικρότερους εθνοτικούς ή θρησκευτικούς θύλακες.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την πλευρά τους, θα πρέπει να αναγνωρίσουν αυτήν τη νέα προοπτική. Η Ουάσιγκτον φοβάται ότι η διατάραξη της υπάρχουσας εδαφικής τάξης απλώς θα τροφοδοτήσει περισσότερη σύγκρουση και χάος. Αν και υπάρχουν καλοί λόγοι να ανησυχεί κανείς από τον εφιάλτη στην Συρία, η προσπάθεια να εμποδιστεί η εδαφική αλλαγή ίσως μόνο να ενθαρρύνει τον μεγαλύτερο κατακερματισμό – ακριβώς το αποτέλεσμα που οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν να αποφύγουν. Αλλά το πετρέλαιο που τώρα ταξιδεύει διασχίζοντας τα σύνορα των Κούρδων με την Τουρκία, αντιπροσωπεύει μια εναλλακτική λύση: την σφυρηλάτηση νέων οικονομικών ζωνών, που υπερβαίνουν τα σύνορα και ξεπερνούν παλιές εχθρότητες.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Return to Article: http://www.foreignaffairs.com/articles/141216/marina-ottaway-and-david-o...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr