Μεταξύ Γάζας και Αμμοχώστου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μεταξύ Γάζας και Αμμοχώστου

Μια άλλη πλευρά τής αγάπης των Τούρκων προς τους Παλαιστίνιους

Λίγες ημέρες αργότερα, στις 21 Ιουλίου 2014 και επ' ευκαιρία της 40ης επετείου της τουρκικής εισβολής και κατοχής τής Κύπρου, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης συνέδεσε ξεκάθαρα την επέτειο της τουρκικής εισβολής με τις τρέχουσες εξελίξεις στην Γάζα. Ήταν η πρώτη φορά από το 1975 έως σήμερα, που Τουρκοκύπριος ηγέτης αντιπαραβάλει διεθνείς εξελίξεις προκειμένου να εξάρει την τουρκική εισβολή και στρατιωτική παρουσία στο νησί. Συγκεκριμένα, ο κ. Έρογλου σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Kibris [5] δήλωσε ότι «οι εξελίξεις στο Παλαιστινιακό αποτελούν μια από τις σαφέστερες ενδείξεις γιατί οι Τουρκοκύπριοι επιμένουν στη συνέχιση της ύπαρξης ενεργών και αποτελεσματικών εγγυήσεων εκ μέρους της μητέρας-πατρίδας Τουρκίας». [6]

Τέλος, από τις 23 έως και τις 27 Ιουλίου 2014, οι κατοχικές Αρχές αποφάσισαν να κυματίζουν μεσίστιες οι σημαίες τής «ΤΔΒΚ», κηρύσσοντας εθνικό πένθος εις μνήμην των θυμάτων των ισραηλινών επιχειρήσεων στην Γάζα [7]. Ήταν η πρώτη φορά που η «ΤΔΒΚ» κήρυξε εθνικό πένθος για ένα ζήτημα που δεν αφορά την τουρκοκυπριακή ή την τουρκική επικαιρότητα, γεγονός το οποίο καταδεικνύει την σημασία που επιθυμεί να προσδώσει η τουρκοκυπριακή ηγεσία στους παραλληλισμούς που ακούστηκαν εντονότατα και συνέδεαν την τουρκοκυπριακή κοινότητα με τους Παλαιστινίους που ζουν στην Γάζα κατά την φετινή 40η επέτειο της τουρκικής εισβολής στο νησί.

Ωστόσο, η καθαρά φιλοπαλαιστινιακή και αντιισραηλινή στάση που υιοθετεί η τουρκοκυπριακή ηγεσία σήμερα, είναι βέβαιο ότι θα προκαλούσε μεγάλη έκπληξη τόσο τον Δρα. Φαζίλ Κιουτσούκ, όσο και στον Ραούφ Ντενκτάς, ηγετικά στελέχη τής τουρκοκυπριακής κοινότητας κατά τα πρώτα χρόνια τής ζωής τής ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΙΣΡΑΗΛ

Η τουρκοκυπριακή κοινότητα, ήδη πριν από την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 16 Αυγούστου 1960 αλλά και κατά την διάρκεια των πρώτων χρόνων ζωής τού ανεξάρτητου κυπριακού κράτους, διατηρούσε ιδιαίτερα επιφυλακτική στάση έναντι των Αράβων και κυρίως έναντι της νασσερικής Αιγύπτου. Τόσο ο τότε Αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Δρ. Φαζίλ Κιουτσούκ, όσο και ο Ραούφ Ντενκτάς υπό την ιδιότητα του Προέδρου τής Τουρκικής Κοινοτικής Συνέλευσης, ακολουθούσαν πιστά το δόγμα τής τότε τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία επεδίωκε την ενδυνάμωση της θέσης τής Τουρκίας στην νοτιοανατολική Μεσόγειο ως μέλος του ΝΑΤΟ, καλλιεργώντας ειδική σχέση συνεργασίας με τους φιλοδυτικούς περιφερειακούς παίκτες – σημαντικότερος των οποίων ήταν το Ισραήλ.

Οι Τουρκοκύπριοι πολιτικοί παρατηρούσαν πολύ προσεκτικά τις κινήσεις τού Αρχιεπισκόπου Μακαρίου προς τις αραβικές χώρες και εξέφραζαν έντονους προβληματισμούς κάθε φορά που η Κυπριακή Δημοκρατία έτεινε να προσεταιρίζεται το Κίνημα των Αδεσμεύτων, που τηρούσε κριτική στάση προς την Δύση και σε περιφερειακό επίπεδο συντασσόταν ξεκάθαρα με τους Άραβες, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο Παλαιστινιακό ζήτημα. Αιχμή τού δόρατος των επιχειρημάτων που πρόβαλε σε κάθε ευκαιρία ο Αντιπρόεδρος Κιουτσούκ ήταν η γνωστή δήλωση Μακαρίου, ότι δηλαδή «η ανεξάρτητη Κύπρος θα αποτελέσει την Ελβετία τής Μέσης Ανατολής», με την έννοια ότι η νεαρή Κυπριακή Δημοκρατία θα τηρεί ισότιμες φιλικές σχέσεις με όλα τα αντιμαχόμενα μέρη της περιοχής, αναφερόμενος κυρίως στην αραβοϊσραηλινή διένεξη.

Ήταν σαφές ότι οι Τουρκοκύπριοι είχαν αντιληφθεί πως το Ελληνοκυπριακό στοιχείο προσέβλεπε στις αραβικές ψήφους στα διεθνή φόρα και στον ΟΗΕ, για να μεταβληθούν οι όροι που είχαν ορισθεί στις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, οι οποίες είχαν δημιουργήσει ένα εξαιρετικά δυσλειτουργικό, όπως αποδείχθηκε, συνταγματικό πλαίσιο λειτουργίας του νέου κράτους, υπό τις συνθήκες που καθοριζόταν η δικοινοτική πολιτική συμβίωση. Προκειμένου, όμως, η ελληνοκυπριακή πλευρά να εξασφαλίσει την αραβική στήριξη όταν το ζήτημα της μεταβολής τούυ δικοινοτικού status quo θα ετίθετο στο τραπέζι, έπρεπε να τηρήσει αντίστοιχη ευνοϊκή στάση ως προς τα αραβικά αιτήματα, τα σημαντικότερα από τα οποία επικεντρώνονταν στο Παλαιστινιακό ζήτημα. Αντιστοίχως, το Ισραήλ διαβλέποντας την επιρροή των Αράβων και ειδικότερα της τότε Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας τού Νάσσερ ως προς την διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής τής Λευκωσίας, προσέβλεπε στην στήριξη της Τουρκίας (σε περιφερειακό επίπεδο) αλλά και στη στήριξη της τουρκοκυπριακής κοινότητας (σε κυπριακό επίπεδο) προκειμένου να μην αποτελέσει η Κύπρος ένα «αραβικό προτεκτοράτο», λίγα μόλις ναυτικά μίλια από τις ισραηλινές ακτές. Συνεπεία των ανωτέρω, ως προς το ζήτημα της αραβοϊσραηλινή διένεξης οι Ελληνοκύπριοι έτειναν να προσεταιρίζονται τους Άραβες και ιδιαίτερα την Αίγυπτο, με σκοπό να εξασφαλισθεί στο μέλλον η αραβική στήριξη για τις επιδιώξεις τους να μεταβληθούν οι δυσμενείς γι' αυτούς όροι των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, ενώ συγχρόνως ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος συνεπικουρούμενος από Ελληνοκύπριους υπουργούς κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να διατηρήσει τις λεπτές ισορροπίες και με το Ισραήλ. Από την άλλη πλευρά, οι Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν καμία μεταβολή τού Κυπριακού Συντάγματος, πρόβαλλαν αντιρρήσεις και έντονες επιφυλάξεις σε κάθε φιλοαραβική κίνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, και μεταξύ άλλων, ήταν υπέρμαχοι της δημιουργίας στενών σχέσεων με το Ισραήλ. Άλλωστε, η σύσφιγξη των σχέσεων Κύπρου-Ισραήλ ήταν σύμφωνη και με την τότε τουρκική περιφερειακή πολιτική, την οποία οι Τουρκοκύπριοι ούτως ή άλλως εφάρμοζαν.