Συμμαχία, πότε ναι - πότε όχι | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Συμμαχία, πότε ναι - πότε όχι

Η ιστορία των Κούρδων και της Ουάσινγκτον
Περίληψη: 

Η γεωγραφία και η realpolitik ήταν σκληρή για τους Κούρδους. Χωρισμένοι σε τέσσερις χώρες, έχουν γίνει εύκολη λεία για οποιονδήποτε είναι διατεθειμένος να εμπλακεί σε αναστάτωση και μηχανορραφίες στην περιοχή - και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εμπλακεί.

Ο HENRI J. BARKEY είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Lehigh.

Εγκαταλελειμμένος και σχεδόν ξεχασμένος, ο Μολά Μουσταφά Μπαρζανί, ο θρυλικός Κούρδος εθνικιστής ηγέτης και πατέρας τού Μασούντ Μπαρζανί, του σημερινού προέδρου τής Περιφερειακής Κυβέρνησης του Κουρδιστάν (KRG) στο Ιράκ, πέθανε το 1979 στην Ουάσιγκτον, όπου είχε ταξιδέψει για θεραπεία κατά του καρκίνου. Για τους Κούρδους, το θλιβερό τέλος τού Μπαρζανί ήταν εμβληματικό. Έχοντας εμπιστευθεί την μοίρα τους στους Αμερικανούς και τους Ιρανούς κατά την διάρκεια του πικρού αγώνα τους κατά του Ιράκ τού Σαντάμ Χουσεΐν το 1970, βρήκαν τους εαυτούς τους μόνους και προδομένους από τους προστάτες τους το 1975.

Πολλά άλλαξαν τα τελευταία 40 χρόνια. Ο Σαντάμ έχει φύγει, έχοντας ανατραπεί από την υπό αμερικανική ηγεσία εισβολή, και οι Κούρδοι τού Ιράκ απολαμβάνουν πρωτοφανή ελευθερία στην ομοσπονδιακή περιοχή τους. Για την υπεράσπιση των συνόρων και του πληθυσμού τής περιοχής αυτής, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν πρόσφατα ακόμη και αεροπορικές επιδρομές εναντίον τής σουνιτικής μαχητικής οργάνωσης «Ισλαμικό Κράτος τού Ιράκ και της Συρίας» (ISIS), που ονομάζεται επίσης και «Ισλαμικό Κράτος» (IS).

Η ιστορία τής αμερικανο-κουρδικής σχέσης είναι κάτι περισσότερο από απλώς από μια υπερδύναμη και μια πολιορκημένη μειονότητα στο Ιράκ. Κατ’ αρχήν, Κούρδοι ζουν επίσης στην Τουρκία, το Ιράν και την Συρία, και έχουν επαναστατήσει εναντίον των κυβερνήσεων όλων αυτών των χωρών. Μερικές φορές συνεργάζονται μεταξύ τους, αλλά πιο συχνά συνεργάζονται με τις ίδιες τις κρατικές Αρχές που κακομεταχειρίζονται και καταστέλλουν τους αδελφούς τους πέρα από τα σύνορα. Ωστόσο οι Κούρδοι τού Ιράκ, όπως φαίνεται, είναι οι μόνοι που εξασφάλισαν ποτέ αμερικανική στρατιωτική βοήθεια. Στα χρόνια μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και σε όλη την δημοκρατική ιστορία της, η Τουρκία κατέστειλε βίαια και προσπάθησε να αφομοιώσει καταναγκαστικά τον κουρδικό πληθυσμό της. Σπάνια ακούστηκαν επικρίσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο Ιράκ και την Συρία, εν τω μεταξύ, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία προσπάθησαν να δημιουργήσουν και πάλι τις δικές τους αποικιακές χώρες, χωρίς να δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις διαφορετικές εθνικές ευαισθησίες.

Η γεωγραφία και η realpolitik ήταν σκληρή για τους Κούρδους. Χωρισμένοι σε τέσσερις χώρες, έχουν γίνει εύκολη λεία για οποιονδήποτε είναι διατεθειμένος να εμπλακεί σε αναστάτωση και μηχανορραφίες - και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εμπλακεί.

ΨΥΧΡΟΠΟΛΕΜΙΚΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ

Οπότε,τι ήταν αυτό που προσέλκυσε την προσοχή τής Ουάσιγκτον στους Κούρδους τού Ιράκ; Πρώτα απ’ όλα ήταν η τοποθέτηση τού Ιράκ στην σκακιέρα τού Ψυχρού Πολέμου. Μετά το πραξικόπημα από το Μπάαθ το 1968, το Ιράκ ταλαντεύθηκε προς την σοβιετική πλευρά. Κάπως παραδόξως, οι Σοβιετικοί ήταν αρκετά υποστηρικτικοί προς τον Μπαρζανί τού Κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος (KDP) και ενθάρρυναν τους ηγέτες τού Μπάαθ [1], τον πρόεδρο Ahmed Hassan al- Bakr και τον ισχυρό του άνδρα, τον Σαντάμ, να διαπραγματευτούν ένα ουσιαστικό τέλος τού κουρδικού προβλήματος. Το 1970, οι δύο πλευρές πέτυχαν μια συμφωνία δίνοντας αυτονομία στους Κούρδους, μετά την οποία το κουρδικό κίνημα προσχώρησε στην κυβέρνηση του Ιράκ σε μια συμμαχία ενάντια στην ιμπεριαλιστική Δύση.

Η κατάσταση αυτή δεν κράτησε πολύ, όμως, γιατί ο Σαντάμ δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για μια πραγματική συμφωνία και οι Κούρδοι επέμειναν να αποκλειστεί η πλούσια σε πετρέλαιο επαρχία τού Κιρκούκ από την κουρδική αυτόνομη περιοχή (το καθεστώς της περιοχής παραμένει αμφιλεγόμενο ως σήμερα). Μέχρι το 1972, ο Μπαρζανί ικέτευε για την δυτική βοήθεια, ειδικά των Ηνωμένων Πολιτειών, στην καταπολέμηση της Βαγδάτης. Όταν οι μάχες μεταξύ Βαγδάτης και Κούρδων άρχισαν εκ νέου το 1974, οι Σοβιετικοί στάθηκαν πίσω από τους φίλους τους, τους μπααθιστές. Και το Ιράν, ένας από τους δύο πυλώνες των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή, έδωσε όπλα και πολιτική στήριξη στους Κούρδους. Σε μια προσπάθεια να αποδυναμώσουν το ριζοσπαστικό ιρακινό καθεστώς Μπάαθ, οι Ηνωμένες Πολιτείες βοήθησαν επίσης στο να πάει στρατιωτική βοήθεια προς τους Κούρδους.

Σύμφωνα με τα λόγια τού ιστορικού David McDowall, ο Μπαρζανί ήταν «ένας αθώος ξένος [2]» σχετικά με τις αμερικανικές και ιρανικές προθέσεις˙ Δεν κατάλαβε ότι οι νέοι προστάτες του δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για την κουρδική αυτονομία. Το Ιράν, από την πλευρά του, ήθελε να αποσπάσει παραχωρήσεις από το Ιράκ, δηλαδή τον έλεγχο του ποταμού Σατ αλ-Αράμπ, τον οποίο πήρε το Ιράκ με την Συμφωνία τού Αλγερίου το 1975. Μόλις ο Σαντάμ και ο Σάχης υπέγραψαν την συμφωνία, η ιρανική υποστήριξη στους Κούρδους εξανεμίστηκε - και το ίδιο έκανε και η εξέγερση των Κούρδων. Ο Μπαρζανί και πολλοί υποστηρικτές εγκατέλειψαν το Ιράκ, εξορισμένοι στο Ιράν. Ο Μπαρζανί έκρινε λαθεμένα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα στηρίξουν τον αγώνα των Κούρδων για κάποιο ψήγμα ελευθερίας από τις αρπάγες τής Βαγδάτης. Ο υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ δεν έκανε ούτε δεύτερη σκέψη για αυτήν την προδοσία˙ Όπως υπενθύμισε χρόνια αργότερα ο βοηθός του, Brent Scowcroft, «ήταν ψιλοπράγματα [3]».

Η εξορία τού Μπαρζανί και η σκληρή καταστολή από τους μπααθιστές λύγισαν μόνο προσωρινά την κουρδική εξέγερση. Ο Σαντάμ, ως ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης τού Ιράκ μετά το 1979, έσφαλε όταν εισέβαλε στο Ιράν για να επωφεληθεί από την αναταραχή μετά από την επανάσταση του Αγιατολάχ Χομεϊνί και να αντιστρέψει τις παραχωρήσεις που είχε κάνει το Ιράκ προς το Ιράν το 1975. Καθώς το Ιράν αντιστάθηκε, ο πόλεμος έφθασε στους Κούρδους. Οι Κούρδοι «πεσμεργκά», όπως είναι γνωστοί οι μαχητές τής ομάδας, πολέμησαν μαζί με το Ιράν κατά του Σαντάμ. Καθώς η παλίρροια του πολέμου στράφηκε εναντίον του, ο ισχυρός άνδρας τούυ Ιράκ κατέφυγε στην χρήση χημικών όπλων εναντίον των Ιρανών στρατιωτών και των Κούρδων αμάχων, τους οποίους δεν εμπιστευόταν.