Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Ένωση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Ένωση

Ποιοι την προωθούν και ποιές παγίδες κρύβει

Παρά ταύτα, είναι γεγονός ότι, η πυρηνική ενέργεια δεν είναι δημοφιλής στην ΕΕ. Ιδιαίτερα, μετά το ατύχημα της Φουκοσίμα, τα ευρωπαϊκά κράτη άρχισαν να επανεξετάζουν την χρήση της πυρηνικής τεχνολογίας για την παραγωγή ενέργειας. Η Γερμανίδα καγκελάριος συμπεριέλαβε γενναίο πρόγραμμα αποπυρηνικοποίησης στις προεκλογικές της εξαγγελίες το 2013. Αυτό έχει ως συνέπεια να αναζητούνται άλλες, «καθαρές» ή ελάχιστα ρυπογόνες, πηγές παραγωγής ενέργειας. Το φυσικό αέριο και οι ΑΠΕ βρίσκονται στην κατηγορία αυτή. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι, όλοι οι παραπάνω παράγοντες συνηγορούν για την ανάγκη διασφάλισης μιας ομαλής διακίνησης φυσικού αερίου σ’ ολόκληρη την Ευρώπη σε βάθος χρόνου. Αν πρόκειται να αποκλειστεί η Ρωσία ως προμηθευτής, ή τουλάχιστον να μειωθεί η ανάγκη προμήθειας φυσικού αερίου απ’ αυτήν, είναι λογικό να διατίθεται το συνολικό μελλοντικώς διαθέσιμο φυσικό αέριο σε όλα τα κράτη-μέλη, ανεξαρτήτως προέλευσης και πηγής του. Αυτό, λοιπόν, μπορεί να επιτευχθεί, πρώτον με την κατασκευή περισσότερων ενδοενωσιακών αγωγών και δεύτερον με την ίδρυση μιας έκτακτης κοινής αγοράς. Ωσαύτως, κατά την πρόταση, τα κράτη-μέλη θα μπορεί να τύχουν επικουρίας με την ενέργεια που παράγεται εντός τής Ένωσης, από άλλες πηγές. Αυτή φαίνεται ότι είναι, σε γενικές γραμμές, η πρόταση Tusk.

ΤΑ ΠΙΘΑΝΑ ΟΦΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η όποια κριτική στην πρόταση είναι πρόωρη, αφού δεν έχουν ακόμα προσδιορισθεί τα επιμέρους στοιχεία μιας τέτοιας πρωτοβουλίας. Ωστόσο, η σοβαρότητα της προέλευσης, όπως προεκτέθηκε και η έναρξη των σχετικών συζητήσεων, απαιτεί να εξετάσουμε (σε γενικές γραμμές εδώ) το ζήτημα και με γνώμονα το συμφέρον τής δικής μας χώρας. Κατ’ αρχάς, δεν είναι όλα τα κράτη-μέλη που καταναλώνουν τέτοιες ποσότητες φυσικού αερίου, στον βαθμό που να αισθάνονται πρόβλημα αν η ροή του μειώνεται σε έκτακτες περιστάσεις. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι, εκτός από την Κύπρο και την Μάλτα, όλα τα υπόλοιπα κράτη-μέλη, λίγο ως πολύ, χρησιμοποιούν φυσικό αέριο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

Η ΕΕ στο σύνολό της καταναλώνει κάθε χρόνο μια ποσότητα περίπου 500 δισ. κ.μ. φυσικού αερίου. Το 2013, η ποσότητα αυτή μειώθηκε κατά 0,4% στην ΕΕ των 28 και 0,3% στην ΕΕ των 18. Η χώρες που παρουσίασαν την μεγαλύτερη μείωση συγκριτικά με το 2012 ήταν η Λιθουανία (-18,5%), το Λουξεμβούργο (-15%), η Ελλάδα (-11,8%), η Σλοβακία (-11%) και η Ουγγαρία (-10,7%). Αντιθέτως, η κατανάλωση του φυσικού αερίου παρουσίασε αύξηση στην Γερμανία (+ 8,3%), στην Σλοβενία (+6,9) και στην Γαλλία (3,1%) [10].

Στην χώρα μας, η συμβολαιοποιημένη ποσότητα φυσικού αερίου ανέρχεται σε 4,2 δισ. κ.μ. ετησίως, δηλαδή σ’ ένα ποσοστό μικρότερο από το 2% της συνολικής κατανάλωσης της ΕΕ. Από αυτά, το 70% προέρχεται από τις συμβάσεις με τη Gazprom [11]. Η κατανάλωση του φυσικού αερίου για το 2013 δύσκολα έφθασε τα 4 δισ. κ.μ. [12]. Ως αιτίες της μειωμένης ζήτησης μπορεί να θεωρηθούν η οικονομική κρίση που επέφερε μείωση της βιομηχανικής παραγωγής αλλά και της οικιακής κατανάλωσης, καθώς και η διείσδυση των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, όπου απορροφάται περίπου το 70% της συνολικής ποσότητας του φυσικού αερίου [13]. Ειδικότερα, σήμερα λειτουργούν στην χώρα μας δέκα σταθμοί που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια από φυσικό αέριο, με συνολική απορρόφηση το 2013 περίπου 2,2-2,8 δισ. κ.μ.. Το μερίδιο του φυσικού αερίου στο συνολικό μίγμα τής ηλεκτροπαραγωγής ανήλθε το 2013 σε 24% περίπου. Ο περιορισμός τής χρήσης τού λιγνίτη (σήμερα ανέρχεται στο 46% του συνολικού μίγματος) αναμένεται μελλοντικώς να επιφέρει αύξηση της χρήσης τού φυσικού αερίου, ώστε το τελευταίο να ανέλθει σε ποσοστό 30% επί του συνολικού μίγματος μέχρι το 2023. Αυτό θα είχε ως συνέπεια να απορροφώνται πάνω από 3 δισ. κ.μ. μόνο από την ηλεκτροπαραγωγή.

Απ’ την άλλη, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι, η σημερινή εγκατεστημένη ισχύς (των περίπου 5000 MW) των σταθμών φυσικού αερίου (ΔΕΗ και ανεξαρτήτων παραγωγών) είναι επαρκής και δεν αναμένεται η κατασκευή άλλων σταθμών, τουλάχιστον για την επόμενη δεκαετία, η ενδεχόμενη δε αύξηση της οικιακής ή βιομηχανικής χρήσης δεν φαίνεται ότι μπορεί να κάνει την διαφορά, με αποτέλεσμα η συνολική ετήσια κατανάλωση να μην υπερβεί, ούτως εχόντων των πραγμάτων, την παραπάνω συμβολαιοποιημένη ποσότητα ή, σε κάθε περίπτωση, αν χρειασθεί, να καλυφθεί από ποσότητες που θα διακινήσουν μέσω του εθνικού συστήματος φυσικού αερίου ανεξάρτητοι προμηθευτές. Νοείται ότι, τα παραπάνω μπορεί να διαφοροποιηθούν δραστικά, μόνο σε περίπτωση απότομης αύξησης της χρήσης, οικιακής ή βιομηχανικής, του φυσικού αερίου στα επόμενα δέκα χρόνια, πράγμα, όμως, που δεν φαίνεται πιθανό υπό τις παρούσες συνθήκες.

Επομένως, με δεδομένο ότι η επάρκεια της χώρας θα διασφαλισθεί περαιτέρω, τόσο από την τρίτη (υπό κατασκευή) δεξαμενή τής Ρεβυθούσας όσο και από δυο νέους σχεδιασθέντες σταθμούς υγροποιημένου φυσικού αερίου στην Βόρεια Ελλάδα (χωρίς να αποκλείεται και η χρήση των υπόγειων αποθηκών στον Πρίνο), η ασφάλεια εφοδιασμού θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Ωσαύτως, δεδομένη θα πρέπει να θεωρείται και η διαφοροποίηση των πηγών φυσικού αερίου, αφού είναι σχεδόν απίθανο να υπάρξει ταυτόχρονη διακοπή ή μείωση της ροής τού ρωσικού, αλγερινού και αζερικού αερίου επί μακρό χρονικό διάστημα. Επιπρόσθετα, ο ρωσικός παράγων δεν έχει μέχρι στιγμής απειλήσει την χώρα μας με περιορισμό τής ροής τού ρωσικού αερίου, τουλάχιστον σε μονομερές επίπεδο. Στην συνέχεια, η χώρα μας δεν συνδέεται με τις εντεύθεν της Αδριατικής χώρες τής ΕΕ με αγωγό, τουλάχιστον επί του παρόντος. Τα επόμενα πέντε έως επτά χρόνια θα επιβεβαιωθεί η δυνατότητα διέλευσης φυσικού αερίου μέσω του ΤΑΡ. Η αναμενόμενη λειτουργία τού αγωγού αυτού θα προσθέσει ένα ακόμα στοιχείο στην ασφάλεια εφοδιασμού τής χώρας.