Εγκαταλείψτε τα όπλα σας! | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Εγκαταλείψτε τα όπλα σας!

Πότε και γιατί λειτουργεί η πολιτική αντίσταση

Κατά τα τελευταία τρία χρόνια, ο κόσμος έχει δει μια αύξηση των μη βίαιων κινημάτων αντίστασης. Εικόνες από τεράστιες διαδηλώσεις στις πλατείες έχουν γίνει συνηθισμένες στα διεθνή δελτία ειδήσεων, και το Time χαρακτήρισε «τον διαδηλωτή» ως Πρόσωπο της Χρονιάς για το 2011. Αυτές τις μέρες, φαίνεται ότι σε κάθε στιγμή, χιλιάδες άνθρωποι κινητοποιούνται υπέρ τής αλλαγής κάπου στον κόσμο.

Αλλά, τα κινήματα αυτά έχουν μεταβληθεί σημαντικά όσον αφορά την διάρκειά τους, την επιτυχία τους, την ικανότητά τους να παραμείνουν μη βίαια, και το κόστος τους σε όρους ανθρώπινων ζωών. Οικοδομώντας σε χρόνια επανειλημμένων διαδηλώσεων και απεργιών, οι Τυνήσιοι ανέτρεψαν τον Ζινέ ελ-Αμπιντίν Μπεν Αλί, τον δικτάτορα που είχε κυβερνήσει την χώρα τους για 23 χρόνια, μετά από μια παρατεταμένη περίοδο διαδηλώσεων 28 ημερών, που άρχισαν τον Δεκέμβριο του 2010. Περί τους 300 με 320 Τυνήσιους πολίτες έχασαν την ζωή τους κατά την αναταραχή∙ Όλοι τους σκοτώθηκαν από την αστυνομία ή τις δυνάμεις ασφαλείας. Εβδομάδες αργότερα, οι Αιγύπτιοι τερμάτισαν τρεις δεκαετίες βασιλείας τού Χόσνι Μουμπάρακ μετά από μια δεκαετία ήπιας αντιπολίτευσης και η αντίστασης κορυφώθηκε σε 18 ημέρες μη βίαιων διαδηλώσεων - αλλά οι δυνάμεις ασφαλείας τού Μουμπάρακ σκότωσαν περίπου 900 ανθρώπους στην διαδικασία. Στην Λιβύη, διάσπαρτες διαδηλώσεις κατά του Μουαμάρ αλ-Καντάφι, που ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 2011 μετατράπηκαν γρήγορα σε ένοπλη εξέγερση. Το ΝΑΤΟ σύντομα παρενέβη στρατιωτικά, και μέσα σε εννέα μήνες ο Καντάφι ήταν νεκρός και το καθεστώς του κατεδαφίστηκε, αλλά μεταξύ 10.000 και 30.000 Λίβυοι, σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις, έχασαν την ζωή τους. Στην Συρία, ο Μπασάρ αλ-Άσαντ κατέστειλε βάναυσα τις ως επί το πλείστον μη-βίαιες διαδηλώσεις κατά της διακυβέρνησής του μεταξύ Μαρτίου και Αυγούστου 2011, σκοτώνοντας χιλιάδες και θέτοντας σε κίνηση έναν εμφύλιο πόλεμο που έκτοτε είχε ως αποτέλεσμα πάνω από 150.000 θανάτους και τον εκτοπισμό περίπου εννέα εκατομμυρίων ανθρώπων. Πιο πρόσφατα, τον Φεβρουάριο, οι Ουκρανοί ανέτρεψαν τον πρόεδρο Βίκτορ Γιανουκόβιτς μετά από τρεις μήνες μαζικής πολιτικής αντίστασης και ενίοτε βίαιων διαδηλώσεων. Περίπου 100 Ουκρανοί διαδηλωτές έχασαν την ζωή τους κατά την διάρκεια των συγκρούσεων μεταξύ διαδηλωτών και ΜΑΤ - λιγότεροι από ό, τι στις περισσότερες από τις αντιπαραθέσεις τής Αραβικής Άνοιξης το 2011. Όμως, η αντίδραση της Ρωσίας στην ανατροπή τού Γιανουκόβιτς - κατοχή τού ουκρανικού εδάφους τής Κριμαίας και προσπάθεια αποσταθεροποίησης του ανατολικού τμήματος της Ουκρανίας - δημιούργησε την πιο επικίνδυνη και απρόβλεπτη κατάσταση ασφάλειας στην Ευρώπη εδώ και δεκαετίες.

Η βασική τροχιά αυτών των πρόσφατων κινημάτων – διαδοχικά το κάθε ένα φαινομενικά πιο βίαιο και πιο βεβαρυμμένο γεωπολιτικά από το προηγούμενο - ενθάρρυνε τον σκεπτικισμό σχετικά με τις προοπτικές τής πολιτικής αντίστασης στον 21ο αιώνα. Αυτές οι αμφιβολίες είναι κατανοητές, αλλά άστοχες. Απαιτείται μια πιο αποστασιοποιημένη ματιά για να φανούν οι πραγματικές δυνατότητες της μη βίαιης αντίστασης, οι οποίες είναι εμφανείς σε ένα ιστορικό σύνολο δεδομένων που συγκεντρώσαμε από 323 εκστρατείες που πραγματοποιήθηκαν στον 20ο αιώνα - από το ινδικό κίνημα ανεξαρτησίας τού Μαχάτμα Γκάντι κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας, το οποίο ξεκίνησε να σοβαρεύει το 1919, μέχρι τις διαμαρτυρίες που ανέτρεψαν τον πρωθυπουργό τής Ταϊλάνδης, Τακσίν Σιναουάτρα, από την εξουσία το 2006. Αυτό το παγκόσμιο σύνολο δεδομένων καλύπτει όλες τις γνωστές μη βίαιες και βίαιες εκστρατείες (με την καθεμία να έχει τουλάχιστον 1.000 πραγματικούς συμμετέχοντες) για την αυτοδιάθεση, την απομάκρυνση ενός κατεστημένου ηγέτη ή την έξωση μιας ξένης στρατιωτικής κατοχής από το 1900 ως το 2006. Το σύνολο των δεδομένων συγκεντρώθηκε χρησιμοποιώντας χιλιάδες αρχικές πηγές για διαμαρτυρίες και ανυπακοή πολιτών, εκθέσεις εμπειρογνωμόνων και έρευνες, και υπάρχοντα αρχεία για βίαιες εξεγέρσεις.

Μεταξύ 1900 και 2006, οι εκστρατείες μη βίαιης αντίστασης ενάντια σε αυταρχικά καθεστώτα είχαν διπλάσιες πιθανότητες να πετύχουν σε σύγκριση με τα βίαια κινήματα. Η μη-βίαιη αντίσταση αύξησε επίσης τις πιθανότητες ότι η ανατροπή μιας δικτατορίας θα οδηγήσει στην ειρήνη και σε δημοκρατικό καθεστώς. Αυτό ίσχυε ακόμα και σε εξαιρετικά αυταρχικές και καταπιεστικές χώρες, όπου θα περίμενε κανείς ότι η ειρηνική αντίσταση θα αποτύχει. Σε αντίθεση με την συμβατική αντίληψη, δεν υπάρχουν κοινωνικές, οικονομικές ή πολιτικές δομές που να έχουν συστηματικά προλάβει μη βίαιες εκστρατείες από το να αναδυθούν ή να επιτύχουν. Από απεργίες και διαδηλώσεις μέχρι καταλήψεις και μποϊκοτάζ, η πολιτική αντίσταση παραμένει η καλύτερη στρατηγική για την κοινωνική και πολιτική αλλαγή απέναντι στην καταπίεση. Κινήματα που επιλέγουν την βία συχνά εξαπολύουν τρομερή καταστροφή και αιματοχυσία, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, συνήθως χωρίς να υλοποιήσουν αυτά που έθεσαν ως στόχο τους να επιτύχουν. Ακόμα κι αν ο σάλος και ο φόβος υφίστανται και σήμερα από το Κάιρο μέχρι το Κίεβο, εξακολουθούν να υπάρχουν πολλοί λόγοι για να είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι για την υπόσχεση της πολιτικής αντίστασης στα χρόνια που έρχονται.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, οι πολιτικοί συχνά φαίνονται σαν χαμένοι όταν έρχονται αντιμέτωποι με ερωτήσεις για το αν θα υποστηρίξουν τους πολίτες που αντιστέκονται με ειρηνικά μέσα διαμαρτυρίας σε αυταρχικά καθεστώτα και, αν ναι, ποια μορφή θα πρέπει να λάβει αυτή η στήριξη. Οι φιλελεύθεροι παρεμβατιστές ανέφεραν μια «ευθύνη για προστασία» των αμάχων για να δικαιολογήσουν την επέμβαση του ΝΑΤΟ στην Λιβύη και έχουν επίσης επικαλεστεί το επιχείρημα αυτό υποστηρίζοντας την ανάγκη για παρόμοια δράση στην Συρία. Όμως, η υπόσχεση της πολιτικής αντίστασης προτείνει μια εναλλακτική λύση: Μια «ευθύνη για βοήθεια» μη βίαιων ακτιβιστών και ομάδων πολιτών, πολύ πριν οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των πολιτών και των αυταρχικών καθεστώτων μετατραπούν σε βίαιες συγκρούσεις.

ΙΣΧΥΣ ΣΤΟΝ ΛΑΟ

Η πολιτική αντίσταση δεν πετυχαίνει επειδή λιώνει τις καρδιές των δικτατόρων και της μυστικής αστυνομίας. Πετυχαίνει γιατί είναι πιο πιθανό να προσελκύσει μια μεγαλύτερη και πιο διαφοροποιημένη βάση συμμετεχόντων και να επιβάλλει πιο δυσβάσταχτο κόστος στο καθεστώς από όσο ο ένοπλος αγώνας. Καμία εκστρατεία πολιτικής αντίστασης δεν είναι ίδια με κάποια άλλη, αλλά αυτές που λειτούργησαν έχουν όλες τρία πράγματα κοινά: Απόλαυσαν μαζική συμμετοχή, παρήγαγαν αποστασίες από το καθεστώς, και χρησιμοποίησαν ευέλικτες τακτικές. Ιστορικά, όσο μεγαλύτερη και πιο ποικιλόμορφη είναι μια εκστρατεία, τόσο πιο πιθανό ήταν να πετύχει. Οι μεγάλες εκστρατείες έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να διαταράξουν σοβαρά το status quo, αυξάνοντας το κόστος τής κυβερνητικής καταστολής, και προκαλώντας αποστασίες μεταξύ των πυλώνων στήριξης ενός καθεστώτος. Όταν μεγάλος αριθμός ανθρώπων εμπλέκεται σε πράξεις πολιτικής ανυπακοής και στην αναταραχή, μετατοπιζόμενος από συγκεντρωτικές μεθόδους όπως οι διαδηλώσεις σε αποκεντρωτικές μεθόδους όπως το μποϊκοτάζ στην κατανάλωση προϊόντων και οι απεργίες, ακόμη και ο πιο βάναυσος αντίπαλος έχει δυσκολία στην πάταξη και την διατήρηση της καταστολής επ’ αόριστον. Ο Mohammad Reza Pahlavi, ο τελευταίος σάχης τού Ιράν, αντιμετώπισε μικρή δυσκολία στην εξουδετέρωση των ισλαμιστικών και μαρξιστικών ανταρτικών ομάδων που αμφισβήτησαν την κυριαρχία του στην δεκαετία τού 1960 και στις αρχές τής δεκαετίας τού 1970. Αλλά όταν μεγάλος αριθμός εργαζομένων στον τομέα τού πετρελαίου, εμπόρων στις αγορές και σπουδαστών ενεπλάκησαν σε πράξεις συλλογικής μη-βίαιης αντίστασης, συμπεριλαμβανομένων στάσεων εργασίας, μποϋκοτάζ και διαδηλώσεων, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί τού καθεστώτος υπερφορτώθηκαν και η οικονομία σταμάτησε. Από εκείνο το σημείο, δεν απαιτήθηκε μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρις ότου ο σάχης εγκατέλειψε την χώρα.

Η ευρεία υποστήριξη για ένα κίνημα αντίστασης μπορεί να αποδυναμώσει την νομιμοφροσύνη των οικονομικών ελίτ, των θρησκευτικών Αρχών, και των μελών των κρατικών μέσων μαζικής ενημέρωσης που υποστηρίζουν το καθεστώς. Όταν αυτά τα στοιχεία αποστατήσουν προς την αντιπολίτευση, μπορούν μερικές φορές να αναγκάσουν το καθεστώς να παραδοθεί στις απαιτήσεις τής αντιπολίτευσης, όπως συνέβη με το κίνημα Λαϊκή Εξουσία των Φιλιππίνων την περίοδο 1983-1986. Ευρέα κινήματα μπορούν επίσης να απολαύσουν ένα τακτικό πλεονέκτημα: Διαφοροποιημένες, μη βίαιες εκστρατείες που περιλαμβάνουν γυναίκες, επαγγελματίες, θρησκευτικές προσωπικότητες και δημόσιους υπαλλήλους - σε αντίθεση με τα βίαια που ως επί το πλείστον αποτελούνται από νέους, αρτιμελείς άνδρες, εκπαιδευμένους για να γίνουν μαχητές – μειώνουν τον κίνδυνο για βίαιη καταστολή, δεδομένου ότι οι δυνάμεις ασφαλείας συχνά διστάζουν να χρησιμοποιούν βία κατά του πλήθους που μπορεί να περιλαμβάνει τους γείτονες ή τους συγγενείς τους. Και ακόμα και όταν οι κυβερνήσεις έχουν επιλέξει να καταστείλουν βίαια τα κινήματα αντίστασης, σε όλες τις υπό εξέταση περιπτώσεις οι μη βίαιες εκστρατείες εξακολουθούν να καταφέρνουν να επιτυγχάνουν τους στόχους τους σχεδόν στο ήμισυ του χρόνου, ενώ μόνο το 20% των βίαιων κινημάτων πέτυχαν τους στόχους τους, επειδή η συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων αυτών δεν ήταν σε θέση να παράξει την μαζική υποστήριξη ή την αποστασία που ήταν αναγκαία για να κερδίσει την μάχη. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι δυνάμεις ασφαλείας παραμένουν πιστές στο καθεστώς, οι αποστασίες μεταξύ των οικονομικών ελίτ μπορεί να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο. Στη Νότια Αφρική, το μποϋκοτάζ κατά των «λευκών» επιχειρήσεων και η διεθνής αποεπένδυση από τις επιχειρήσεις τής Νότιας Αφρικής ήταν καθοριστικά στοιχεία για τον τερματισμό τού καθεστώτος τού απαρτχάιντ.

Αλλά η πολιτική αντίσταση απαιτεί κάτι περισσότερο από μαζική συμμετοχή και αποσκιρτήσεις˙ Απαιτεί επίσης προγραμματισμό και συντονισμένη τακτική. ΟΙ επιτυχείς μη βίαιες εκστρατείες είναι σπάνια αυθόρμητες και η φαινομενικά γρήγορη κατάρρευση των καθεστώτων Μπεν Αλί και Μουμπάρακ δεν θα πρέπει να ξεγελάσει τους παρατηρητές: Και οι δύο επαναστάσεις είχαν τις ρίζες τους στο εργατικό κίνημα και το κίνημα της αντιπολίτευσης, που ξεκίνησαν σχεδόν μια δεκαετία νωρίτερα. Πράγματι, μεταξύ 1900 και 2006, η μέση μη βίαιη εκστρατεία διαρκούσε περίπου τρία χρόνια. Όπως είπε σε ακτιβιστές κατά την διάρκεια των εργαστηρίων του ο Robert Helvey, ένας συνταξιούχος συνταγματάρχης τού αμερικανικού στρατού ο οποίος οργάνωσε εργαστήρια πολιτικής αντίστασης στη Μιανμάρ (ονομάζεται επίσης Μπούρμα), στα παλαιστινιακά εδάφη, και στην Σερβία στην δεκαετία τού 1990 και τα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα, «αν ήθελαν η εκστρατεία τους να επιτύχει σε ένα χρόνο, θα πρέπει να προγραμματίσουν σαν ο αγώνας να διαρκέσει δύο χρόνια».

Κατά την διάρκεια της δεκαετίας τού 1980 στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Helvey συνεργάστηκε στενά με τον μελετητή Gene Sharp, ο οποίος εντόπισε 198 διαφορετικές τακτικές που χρησιμοποιούν τα μη βίαια κινήματα αντίστασης. Αυτές περιλαμβάνουν διάφορες μεθόδους διαμαρτυρίας, την πειθώ, την μη συνεργασία και αυτό που ο Sharp αποκαλεί «μη βίαιη παρέμβαση» - όλες εκ των οποίων έχουν λειτουργήσει σε διάφορα πλαίσια. Μελετητές που είναι γνώστες τής τεχνολογίας, όπως οι Patrick Meier και Mary Joyce, έχουν ενημερώσει τον κατάλογο του Sharp ώστε να περιλαμβάνει τακτικές που συνδέονται με τις νέες τεχνολογίες, όπως είναι η χρήση των κοινωνικών μέσων μαζικής δικτύωσης για να αναφέρονται κατασταλτικές ενέργειες σε πραγματικό χρόνο και η χρήση ακόμη και μικρών μη επανδρωμένων αεροσκαφών για την παρακολούθηση των κινήσεων της αστυνομίας.
Ακόμη και οι εκστρατείες που έχουν την «αγία τριάδα» των χαρακτηριστικών - μαζική συμμετοχή, αποστασίες από το καθεστώς και ευέλικτη τακτική - δεν πετυχαίνουν πάντα. Πολλά εξαρτώνται από το αν οι κρατικές Αρχές μπορούν να διαχειριστούν τους διαδηλωτές και να σπείρουν την διχόνοια στις τάξεις τους, ίσως ακόμη και προκαλώντας τούς μη βίαιους αντιστασιακούς να σταματήσουν τις διαδηλώσεις και τις απεργίες τους, να χάσουν την πειθαρχία τους και την ενότητά τους, και να πάρουν τα όπλα ως απάντηση στην καταστολή. Αλλά ακόμα και όταν οι μη βίαιες εκστρατείες αποτυγχάνουν, δεν έχουν χαθεί τα πάντα: από το 1900 ως το 2006, οι χώρες που γνώρισαν αποτυχημένα μη βίαια κινήματα ήταν ακόμα κι έτσι περίπου τέσσερις φορές πιο πιθανό να μεταβούν τελικά στην δημοκρατία σε σύγκριση με τις χώρες όπου τα κινήματα αντίστασης κατέφυγαν από την αρχή στην βία. Η μη βίαιη αστική κινητοποίηση στηρίζεται στην ευελιξία και την οικοδόμηση συμμαχιών - τα ίδια πράγματα που απαιτούνται για τον εκδημοκρατισμό.

Φυσικά, οι μη βίαιοι επαναστάτες δεν είναι απαραίτητα ικανοί να κυβερνήσουν κατά την διάρκεια μιας πολιτικής μετάβασης. Στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, οι νεαροί κοσμικοί ακτιβιστές, οι οποίοι γέμισαν την πλατεία Ταχρίρ τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2011, απέτυχαν να οργανώσουν αποτελεσματικά πολιτικά κόμματα ή ομάδες συμφερόντων. Οι μη βίαιες μαζικές εξεγέρσεις δεν μπορούν πάντα να επιλύσουν προβλήματα συστημικής διακυβέρνησης, όπως οι εκλεγμένοι θεσμοί, η εγγενής διαφθορά και η έλλειψη διαμοιρασμού τής εξουσίας μεταξύ των στρατιωτικών ή των δυνάμεων ασφαλείας ενός καθεστώτος και της πολιτικής γραφειοκρατίας.

Αλλά οι επαναστατικές εκστρατείες μπορούν ακόμα να μεγιστοποιήσουν τις πιθανότητές τους για την επίτευξη πιο αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης - να φέρουν τις επιτυχίες τους στους δρόμους μέσα στα διαμερίσματα της εξουσίας - εάν αναπτύξουν τους λεγόμενους παράλληλους θεσμούς κατά την διάρκεια των αγώνων τους. Η Πολωνία προσφέρει ένα από τα καλύτερα παραδείγματα. Το 1980, αφότου περίπου 16.000 εργάτες ξεκίνησαν απεργία στα ναυπηγεία τού Γκντανσκ, ομάδες εργασίας Πολωνών, οι οποίες είχαν ήδη υποθάλψει για μια δεκαετία την αντίσταση στο υποστηριζόμενο από τους Σοβιετικούς κομμουνιστικό καθεστώς στην Πολωνία, σχημάτισαν την Αλληλεγγύη, μια εμπορική ένωση που μεταμορφώθηκε σε μια κίνηση πολιτικής αντίστασης και σταδιακά διάβρωσε την λαβή τής κομμουνιστικής εξουσίας στην χώρα. Η Αλληλεγγύη δημοσίευε κρυφές αντιφρονούσες εφημερίδες, οργάνωνε διαδηλώσεις και ριζοσπαστικές θεατρικές παραστάσεις σε εκκλησίες, και αντιστάθηκε σε χρόνια καταστολής, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής τού στρατιωτικού νόμου το 1981. Τελικά, δέκα εκατομμύρια Πολωνοί εντάχθηκαν στην οργάνωση, η οποία λειτουργούσε ως ένα είδος σκιώδους κυβέρνησης, διευκολύνοντας την ικανότητά της να προχωρήσει σε έναν ηγετικό ρόλο καθώς κατέρρευσε ο κομμουνισμός. Το 1988, η Αλληλεγγύη διοργάνωσε μια σειρά από απεργίες που οδήγησαν σε άμεσες διαπραγματεύσεις με το καθεστώς, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τις ημι-ελεύθερες εκλογές το 1989. Όταν η Πολωνία αναδύθηκε από την κομμουνιστική εξουσία έναν χρόνο αργότερα, το έκανε με ένα νέο σύνολο εκλογικών κανόνων και πρακτικών, πολλοί εκ των οποίων ποδηγετήθηκαν από την Αλληλεγγύη μέσα από μια σειρά διαπραγματεύσεων, κάτι που επέτρεψε μια πολύ πιο ανθεκτική και γεμάτη αυτοπεποίθηση στροφή προς την δημοκρατία. Αν και προβλήματα παραμένουν, η πολωνική κοινωνία των πολιτών είναι απολύτως ικανή να θέτει υπό λογοδοσία τούς νέους ηγέτες της - συμπεριλαμβανομένης της Αλληλεγγύης τού Λεχ Βαλέσα, ο οποίος εξελέγη πρόεδρος το 1990.

ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΪΡΟ ΣΤΟ ΚΙΕΒΟ

Με μια πρώτη ματιά, τα πρόσφατα γεγονότα, όπως ο αγώνας για την εδραίωση των δημοκρατικών κεκτημένων στην Τυνησία, η αντεπανάσταση στην Αίγυπτο, η χαοτική κατάσταση στην μετα-Καντάφι Λιβύη, ο φαινομενικά δυσεπίλυτος εμφύλιος πόλεμος στην Συρία, και η αστάθεια της Ουκρανίας στον απόηχο της επανάστασης στο Κίεβο, φαίνεται να παρέχουν επαρκή στοιχεία για την υπόσχεση της μη βίαιης αντίστασης. Όμως, μια πιο προσεκτική ματιά σε αυτές τις πέντε περιπτώσεις, στην πραγματικότητα ενισχύει το γιατί η δύναμη του λαού εξακολουθεί να είναι η πιο αποτελεσματική μέθοδος για την πολιτική αλλαγή, ακόμα και σε εξαιρετικά καταπιεστικές χώρες.

Παρά τις οπισθοδρομήσεις πέρσι, συμπεριλαμβανομένων των δολοφονιών δύο εξεχόντων φιλελεύθερων πολιτικών από ισλαμιστές μαχητές, η Τυνησία εξακολουθεί να μοιάζει με το πιο φωτεινό σημείο μεταξύ όλων των χωρών που συγκλονίστηκαν από την Αραβική Άνοιξη. Πράγματι, η επανάσταση της Τυνησίας μοιάζει πιο πολύ με προηγούμενα παραδείγματα όπου πέτυχε η πολιτική αντίσταση, όπως οι Φιλιππίνες και η Πολωνία. Η χώρα έχει μια καλή ευκαιρία να ολοκληρώσει μια πλήρη μετάβαση προς την δημοκρατία μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Η θετική αυτή πορεία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο πώς οι Τυνήσιοι οργανώθηκαν κατά του Μπεν Αλί. Μαζικός αριθμός Τυνήσιων συμμετείχε σε μια παρατεταμένη σειρά από δημόσιες διαμαρτυρίες, και οι διαδηλώσεις περιλάμβαναν διαφορετικά σύνολα πολιτών: γυναίκες βοήθησαν στην καθοδήγηση, και μέλη εργατικών συνδικάτων διαδήλωσαν μαζί με δικηγόρους, καθηγητές και φοιτητές. Όταν χρειαζόταν τακτική, οι διαδηλωτές σχεδόν αυτοσχεδίαζαν, αλλά στηρίχθηκαν επίσης σε ένα ευρύ φάσμα τεχνικών, εναλλάσσοντας διαδηλώσεις και καθηλωτικές εθνικές απεργίες που οργανώθηκαν από τα εργατικά συνδικάτα. Τα καταπιεστικά αντίμετρα του καθεστώτος, όπως τα θανατηφόρα μέτρα καταστολής από την ασφάλεια, απέτυχαν, προσελκύοντας περισσότερους ανθρώπους στους δρόμους και ενθαρρύνοντας αποστασίες από τον στρατό και από τους νομιμόφρονες στο καθεστώς. Αφότου το ισλαμιστικό κόμμα Ennahda σάρωσε στις πρώτες εκλογές μετά τον Μπεν Αλί, το 2011, οι διαμάχες για την εξουσία μεταξύ των ισλαμιστών και των κοσμικών τους αντιπάλων, εν μέσω έξαρσης των διαδηλώσεων και της πολιτικής βίας, τελικά έφεραν τον συμβιβασμό και μια συμφωνία καταμερισμού τής εξουσίας στα τέλη τού περασμένου έτους. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τής χώρας, ιδίως, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην προώθηση της εν λόγω συμφωνίας.

Η ιδιαιτέρως προβεβλημένη από την τηλεόραση εξέγερση της Αιγύπτου, όπως και της Τυνησίας, κατέδειξε τις δυνατότητες της μη βίαιης αντίστασης. Οι διαδηλωτές χρησιμοποίησαν ένα ευρύ φάσμα τακτικών, από την κατάληψη μεγάλων πλατειών μέχρι την διοργάνωση μεγάλων απεργιών. Οι ακτιβιστές βρήκαν συμμάχους στον αιγυπτιακό στρατό, ο οποίος αρνήθηκε να ανοίξει πυρ κατά του πλήθους και εγκατέλειψε τον Μουμπάρακ, οδηγώντας την πολιτική αντίσταση σε νίκη το 2011. Όμως σύντομα έγινε σαφές ότι το λαϊκό σύνθημα «Ο στρατός και ο λαός είναι ένα χέρι» ήταν ένα κούφιο σύνθημα: Ο αιγυπτιακός στρατός (σε αντίθεση με τον τυνησιακό) εννοούσε να παραμείνει στην εξουσία με κάθε κόστος. Πέρυσι, όταν ο στρατός ανέτρεψε τον δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο Mohamed Morsi, η υποστηριζόμενη από τον στρατό κυβέρνηση στράφηκε κατά των ακτιβιστών που είχαν οργανώσει τις πρώτες διαδηλώσεις εναντίον τού Μουμπάρακ στην πλατεία Ταχρίρ, ρίχνοντας πολλούς από αυτούς στην φυλακή. Με την δύναμη του στρατού σταθερά ανέπαφη - και τον πρώην αρχηγό του, τον Στρατάρχη Abdel Fattah el- Sisi, να έχει κερδίσει τις προεδρικές εκλογές στα τέλη Μαΐου – η Αίγυπτος παρέχει επαρκείς αποδείξεις ότι μια επιτυχημένη μη βίαιη εκστρατεία που καταφέρνει να εκδιώξει έναν αυταρχικό κυβερνήτη, δεν εγγυάται απαραίτητα μεγαλύτερη ελευθερία και σταθερότητα κατά την περίοδο που θα ακολουθήσει.

Παρ’ όλα αυτά, αν οι διαμαρτυρίες στην πλατεία Ταχρίρ είχαν γίνει βίαιες, η κατάσταση στην Αίγυπτο θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν πολύ χειρότερη από ό, τι είναι σήμερα. Οι ένοπλες εξεγέρσεις τείνουν να ενισχύσουν την δύναμη του στρατού ακόμη πιο γρήγορα, αποθαρρύνοντας τις αποστασίες από αυτόν. Επιπλέον, έχουν την τάση να ξεκινούν μαζικές θηριωδίες εναντίον αμάχων σε μια κλίμακα πολύ μεγαλύτερη από ό, τι κάνει η μη βίαιη δράση. Οι ένοπλες εξεγέρσεις σπάνια επιτυγχάνουν, και όταν το κάνουν, σχεδόν ποτέ δεν επιφέρουν μεγαλύτερη σταθερότητα.

Όταν χιλιάδες Ουκρανοί κινητοποιήθηκαν στα τέλη τού 2013, ζητώντας την παραίτηση του Γιανουκόβιτς, φάνηκε να είναι μια δικαίωση για την υπόσχεση της λαϊκής μη βίαιης αντίστασης. Παρά το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης επικεντρώθηκαν στο Κίεβο ως το κέντρο των διαδηλώσεων, οι άνθρωποι στην πραγματικότητα ξεσηκώθηκαν σε πολλές πόλεις και κωμοπόλεις σε όλη την χώρα. Όπως και στην Τυνησία και την Αίγυπτο, η αντίσταση έκανε χρήση διάφορων τακτικών. Οι άνθρωποι μποϊκοτάρισαν καταναλωτικά αγαθά από επιχειρήσεις που συνδέονταν με τον Γιανουκόβιτς˙ Στο Κίεβο, μια μαζική κινητοποίηση αυτοκινήτων διασφάλισε ότι οι διαδηλωτές θα μπορούσαν να κινηθούν μέσα και έξω από την κεντρική πλατεία τής πόλης. Οι διαδηλωτές παρουσίασαν επίσης ένα υψηλό βαθμό δέσμευσης στον σκοπό τους: Σε μια περίπτωση, οι πολίτες ξάπλωσαν στις σιδηροδρομικές γραμμές έξω από την πόλη Dnipropetrovsk για εμποδίσουν ένα τρένο που μετέφερε 500 επίλεκτα μέλη των ΜΑΤ από το να εισέλθει στο Κίεβο. Το κίνημα ήταν διαφοροποιημένο, συμπεριλαμβάνοντας άνδρες και γυναίκες από διαφορετικές πολιτικές ομάδες, τάξεις και ηλικίες. Η συμμετοχικότητά του ενθάρρυνε αξιωματούχους τού καθεστώτος και των δυνάμεων ασφαλείας να αλλάξουν πλευρά σε πόλεις και σε όλη την ύπαιθρο.

Φυσικά, σύντομα αφότου ο Γιανουκόβιτς εγκατέλειψε την Ουκρανία, στα τέλη Φεβρουαρίου, η νίκη τής πολιτικής αντίστασης υπονομεύθηκε από την γεωπολιτική, καθώς η Ρωσία αντέδρασε στην φιλοευρωπαϊκή ορμή τού Κιέβου με την κατάληψη της Κριμαίας και την υπόθαλψη της αστάθειας στην ανατολική Ουκρανία. Αλλά τίποτα από αυτά δεν αλλάζει το γεγονός ότι ήταν ως επί το πλείστον οι μη βίαιες λαϊκές διαμαρτυρίες, και όχι η ένοπλη επανάσταση, που ανέτρεψε τον Γιανουκόβιτς.

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΟΠΛΑ

Η Λιβύη δεν ταιριάζει απόλυτα σε αυτή την ομάδα χωρών στις οποίες η ειρηνική αντίσταση οδήγησε σε πολιτική αλλαγή˙ Στο κάτω-κάτω, ο Καντάφι ανατράπηκε από ένα ένοπλο κίνημα με την υποστήριξη του ΝΑΤΟ. Αλλά η Λιβύη είναι αποκαλυπτική γιατί δείχνει τις παγίδες τού να αγνοεί κανείς τις στρατηγικές δυνατότητες της πολιτικής αντίστασης. Η Λιβύη δεν είδε ποτέ μια συντονισμένη εκστρατεία πολιτικής αντίστασης˙ Αντίθετα, οι επαναστάτες και οι αποστάτες από το καθεστώς μετατράπηκαν από αποδιοργανωμένες μαζικές διαδηλώσεις, όπως αυτή που συγκλόνισε την Βεγγάζη τον Φεβρουάριο του 2011, σε βίαιες από τις πρώτες ημέρες τής εξέγερσης, σκοτώνοντας μέλη των δυνάμεων ασφαλείας, πυρπολώντας αστυνομικά τμήματα και τα γραφεία τής ασφάλειας σε ολόκληρη την χώρα, και κινητοποιώντας μια ένοπλη εξέγερση. Εξάλλου, παρά τις αρχικές τακτικές νίκες τους, οι δυνάμεις των ανταρτών ήταν πολύ λιγότερες από εκείνες των νομιμοφρόνων στον Καντάφι και ενδέχεται να είχαν υποστεί μια καταστροφική απώλεια χωρίς την βοήθεια του ΝΑΤΟ, κάτι που τους καθιστά εντελώς εξαρτημένους από την διεθνή κοινότητα για τη νίκη τους. Ο αριθμός των νεκρών από τον εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης, εξάλλου, ήταν πολύ υψηλότερος από εκείνον στην Τυνησία, την Αίγυπτο και άλλες περιπτώσεις στις οποίες οι ακτιβιστές επικαλούνται μη-βίαια μέσα και μόνο. Στο κάτω-κάτω, ήταν η ένοπλη εξέγερση που προκάλεσε την περίφημη ομιλία τού Καντάφι στα τέλη Φεβρουαρίου τού 2011, στην οποία υποσχέθηκε να πάει «από πόρτα σε πόρτα» και να «συλλάβει τα ποντίκια» που τον είχαν προδώσει. Και η Λιβύη σήμερα μοιάζει δυσοίωνα με προηγούμενες περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ένοπλες ομάδες ανταρτών ανέτρεψαν αυταρχικά καθεστώτα: Δεκάδες πολιτοφυλακές περιφέρονται ελεύθερα, και η αδύναμη κεντρική κυβέρνηση ταλαντεύεται στο χείλος τής κατάρρευσης. Οι σχετικά ελεύθερες εκλογές το 2011 δεν οδήγησαν σε αποτελεσματικούς κυβερνητικούς θεσμούς. Στο τέλος, η βίαιη αντίσταση πέτυχε εναντίον τού Καντάφι - αλλά με μεγάλο κόστος. Αν και είναι αδύνατο να γνωρίζουμε αν η μη βίαιη δράση θα μπορούσε να τα είχε καταφέρει καλύτερα, οι αυθόρμητες διαδηλώσεις τού Φεβρουαρίου τού 2011, οι οποίες προκάλεσαν μαζικές αποστασίες από τις δυνάμεις ασφαλείας τού Καντάφι μετά από μόλις δύο ημέρες, δείχνουν ότι μπορεί να μην ήταν άχρηστη μια δοκιμή τής μη βίαιης τακτικής.

Αν και πιο οργανωμένη από ό, τι εκείνη τής Λιβύης, η αρχικά μη βίαιη αντίσταση της Συρίας ταλαιπωρήθηκε λόγω έλλειψης επαρκούς συμμετοχής και ενός συνεκτικού σχεδίου. Οι ακτιβιστές απέτυχαν να συντονίσουν τις διαδηλώσεις σε ολόκληρη την χώρα με έναν τρόπο που θα μπορούσε να μετριάσει την κυβερνητική καταστολή και να εμπνεύσει περισσότερες αποστασίες τόσο μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας όσο και των οικονομικών ελίτ. Οι περισσότερες από τις αρχικές τακτικές τής αντιπολίτευσης κατά του καθεστώτος Άσαντ ήταν απομονωμένες και αυτοσχέδιες: Σποραδικές διαδηλώσεις μετά τις προσευχές τής Παρασκευής σε κάποιο τζαμί ή αστραπιαίες διαδηλώσεις σε δημοφιλείς αγορές. Οι δεκαετίες τής ζωής κάτω από ένα βάναυσο αστυνομικό κράτος, όπου οι γείτονες κατασκοπεύουν τους γείτονες κατ’ εντολή ενός από τους πολλούς κλάδους τής ασφάλειας, αποθάρρυναν την εμπιστοσύνη μεταξύ των διαδηλωτών και υπονόμευσαν τις συλλογικές δράσεις. Ωστόσο, κατά την διάρκεια της μη βίαιης φάσης τής εξέγερσης, ορισμένα μέλη των δυνάμεων ασφαλείας τής Συρίας όντως αυτομόλησαν στην αντιπολίτευση, και το κίνημα χαρακτηρίστηκε από μέτρια επίπεδα εγχώριας στήριξης.

Όμως, παίρνοντας τα όπλα εναντίον τής αναπόφευκτης βαρβαρότητας του καθεστώτος Άσαντ, καταστράφηκε κάθε πιθανότητα διατήρησης της ανοικτής υποστήριξης στην συριακή αντιπολίτευση από την πλευρά σημαντικών αριθμών Αλεβιτών, Χριστιανών και Δρούζων - μειονότητες οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο μη βίαιο κίνημα και ήταν ζωτικής σημασίας για οποιαδήποτε συμμετοχική, επιτυχή πολιτική αντίσταση. Ο μετέπειτα εμφύλιος πόλεμος έχει αποξενώσει πολλούς πρώην συμμετέχοντες και υποστηρικτές τής επανάστασης, και με πολλούς τρόπους έχει πλέον ενισχύσει το καθεστώς. Και το κόστος ήταν τεράστιο. Από τον Μάρτιο έως τον Σεπτέμβριο του 2011, όταν η εξέγερση ήταν ως επί το πλείστον μη βίαιη, το καθεστώς Άσαντ σκότωνε περίπου 1.000 άτομα το μήνα και -σύμφωνα με πληροφορίες- συλλάμβανε χιλιάδες περισσότερα. Αλλά ο εμφύλιος πόλεμος έχει στοιχίσει την ζωή σε περίπου 5.000 άτομα το μήνα, και το ένα τρίτο τού πληθυσμού τής Συρίας είναι τώρα πρόσφυγες.

Εάν η συριακή υπόθεση ακολουθεί το ιστορικό προηγούμενο, τότε το μέλλον των ανταρτών μοιάζει ζοφερό. Ακόμη και με την υποστήριξη από ξένα κράτη, οι βίαιες εκστρατείες από το 1900 ως το 2006 είχαν λιγότερο από 30% πιθανότητες επιτυχίας. Οι επιτυχίες περιλαμβάνουν αμφίβολες περιπτώσεις, όπως των Ερυθρών Χμερ στην Καμπότζη το 1975 και των μουτζαχεντίν τού Αφγανιστάν στην δεκαετία τού 1980. Οι αποτυχίες περιλαμβάνουν την σιιτική εξέγερση κατά του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ στις αρχές τού 1990, μετά τον πόλεμο του Κόλπου. Και παρότι είναι τόσο κακή η κατάσταση στην Συρία, θα μπορούσε να γίνει χειρότερη. Από το 1900, ο μέσος όρος των εμφύλιων πολέμων διήρκεσε πάνω από εννέα χρόνια. Ακόμη και αν οι αντάρτες κερδίσουν στο τέλος, η νίκη τους είναι πιθανό να μην ικανοποιεί την αρχική ελπίδα τής αντιπολίτευσης για περισσότερη ελευθερία. Λιγότερο από 4% των νικών των ανταρτών σε αγώνες ένοπλης αντίστασης από το 1900 ως το 2006 οδήγησαν στην δημοκρατία μέσα σε πέντε χρόνια˙ Σχεδόν το ήμισυ από αυτούς υποτροπίασαν σε εμφύλιο πόλεμο μέσα σε δέκα χρόνια.

Οι πιθανότητες ήταν μάλλον ενάντια σε κάθε εκστρατεία τής αντιπολίτευσης στην Συρία, είτε μη βίαιη είτε βίαιη, με δεδομένη την βαρβαρότητα τού καθεστώτος. Αλλά, όσο αντιφατικό και αν φαίνεται, η πολιτική αντίσταση λειτουργούσε στην Συρία και θα είχε μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας από όσο ο ένοπλος αγώνα. Πράγματι, αντί να προβάλλει τα όρια της μη βίαιης αντίστασης, η πορεία τής Συρίας δείχνει το πόσο καταστροφική μπορεί να είναι η επιλογή τής βίας. Λειτούργησε για τις δυνάμεις τού Ασάντ, ενώ έκανε την αντιπολίτευση εξ ολοκλήρου εξαρτημένη από την εξωτερική ένοπλη επέμβαση. Αν και απόλυτα κατανοητή, δεδομένης τής κλίμακας της καταστολής, η εμπλοκή τού Άσαντ με τους δικούς του βίαιους όρους είχε τραγικές - αλλά προβλέψιμες - συνέπειες.

ΛΕΣ ΟΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ…

Η σύγκριση αυτών των περιπτώσεων αναδεικνύει μερικά βασικά σημεία. Πρώτον, οι μη βίαιες εκστρατείες προσελκύουν πολύ μεγαλύτερη ποικιλομορφία συμμετεχόντων από ό, τι οι ένοπλες, κάτι που αυξάνει τις πιθανότητες αποστασίας μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και των άλλων ελίτ τού καθεστώτος. Υπάρχει, όντως, ασφάλεια στους αριθμούς, ειδικά όταν οι διαδηλωτές αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα τής κοινωνίας. Δεύτερον, οι μη βίαιες εκστρατείες που πέτυχαν χρησιμοποίησαν μια ποικιλία από τακτικές. Στην Συρία, από την άλλη πλευρά, οι μη βίαιοι ακτιβιστές είχαν την τάση να στηρίζονται αποκλειστικά στις διαδηλώσεις και τις καταλήψεις, οι οποίες είναι από τις πιο επικίνδυνες μεθόδους πολιτικής αντίστασης. Οι απόπειρες για απεργίες, μποϊκοτάζ, και άλλες μορφές μαζικής μη-συνεργασίας ήταν αδύναμες, εντοπισμένες και δεν είχαν υποστήριξη.

Τρίτον, αν και οι διαδηλώσεις τής Αραβικής Άνοιξης ενέπνευσαν η μια την άλλη και ενώθηκαν με ένα παρόμοιο, εικονικό σύνθημα που διατυπώθηκε για πρώτη φορά στην Τυνησία – «Ο λαός θέλει την πτώση τού καθεστώτος» - δύσκολα ήταν όλες το ίδιο. Στην πραγματικότητα, τα διαφορετικά αποτελέσματα σε κάθε χώρα υπογραμμίζουν το γιατί οι μη βίαιες ομάδες πρέπει να αντισταθούν στον πειρασμό να αναπαράγουν μια μαζική διαδήλωση σε άλλη χώρα χωρίς μια ευρύτερη δική τους στρατηγική, ιδίως όταν η μαζική διαδήλωση αντιπροσωπεύει το φινάλε μιας πολύ πιο μακρόχρονης μη βίαιης εκστρατείας. Τέταρτον, πέραν του ότι σκοτώνει περισσότερους άοπλους πολίτες και υπονομεύει την συμμετοχικότητα, η ένοπλη αντίσταση καθιστά τις ομάδες ανταρτών επικίνδυνα εξαρτημένες από εξωτερική υποστήριξη. Τόσο στην Λιβύη όσο και στην Συρία, αυτή η ολοκληρωτική εξάρτηση έκανε τους αντάρτες πιο ευάλωτους σε κατηγορίες ότι ήταν πράκτορες ξένων εχθρών. Επιπλέον, η διεθνής υποστήριξη προς τις ένοπλες ομάδες είναι συνήθως υπό όρους και άστατη, υποβάλλοντας τις ομάδες των ανταρτών στις ιδιοτροπίες των χορηγών τους (όπως δείχνει η απροθυμία τής Ουάσιγκτον να τηρήσει τις υποσχέσεις της για σημαντική βοήθεια προς τους αντάρτες τής Συρίας).

Κατά την περσινή συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα μίλησε σε συζήτηση στρογγυλής τραπέζης για τον ουσιαστικό ρόλο που έχει παίξει η κοινωνία των πολιτών σχεδόν σε κάθε σημαντικό κοινωνικό και πολιτικό μετασχηματισμό τού τελευταίου μισού αιώνα, από το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι τον αγώνα κατά του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη και μέχρι τον αγώνα κατά του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική. Το δικαίωμα του ειρηνικώς συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, είπε ο Ομπάμα, «δεν είναι μια δυτική αξία˙ Είναι ένα καθολικό δικαίωμα». Αλλά το περιθώριο για το δικαίωμα αυτό συρρικνώνεται σε πολλά μέρη τού κόσμου. Οι χώρες ψηφίζουν νόμους για να καταπνίξουν την κοινωνία των πολιτών, να περιορίσουν την πρόσβαση των μη κυβερνητικών οργανώσεων στην ξένη χρηματοδότηση, να πατάξουν την τεχνολογία των επικοινωνιών, και, σε πιο ακραίες περιπτώσεις, να συλλάβουν και να παρενοχλήσουν δημοσιογράφους και ακτιβιστές. Ο Ομπάμα κάλεσε τις κυβερνήσεις να αγκαλιάσουν τις ομάδες τής κοινωνίας των πολιτών ως εταίρους και, σε μια ελαφρώς πιο νευρική έκκληση, πίεσε κυβερνήσεις και μη κυβερνητικές οργανώσεις να καταλήξουν σε πιο καινοτόμους και αποτελεσματικούς τρόπους για να υποστηρίξουν ομάδες και ακτιβιστές που αγωνίζονται ενάντια στην αδικία και την καταπίεση.

Αλλά αυτό εγείρει το ερώτημα ποιες μορφές εξωτερικής βοήθειας σε μη βίαια κινήματα πολιτών λειτουργούν και ποιες όχι. Η ιδέα τού «μη βλάπτειν» παραμένει μια κομβική αρχή για το πώς οι εξωτερικές κυβερνήσεις και οι θεσμοί θα προωθήσουν την δημοκρατία και θα βοηθούν ομάδες τής κοινωνίας των πολιτών σε άλλες χώρες. Η διεθνής υποστήριξη σε τέτοιες κινήσεις μπορεί να λάβει πολλές μορφές, όπως η παρακολούθηση δικών πολιτικών κρατουμένων, η συμμετοχή σε κινήσεις αλληλεγγύης για την στήριξη του δικαιώματος του συνέρχεσθαι ειρηνικώς, η παροχή εναλλακτικών καναλιών ειδήσεων και πληροφοριών, οι στοχευμένες προειδοποιήσεις προς αξιωματούχους ασφαλείας που θα μπορούσαν να μπουν στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουν θανατηφόρα βία κατά των μη βίαιων διαδηλωτών, και η υποστήριξη της γενικής ικανότητας οικοδόμησης ομάδων πολιτών και ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης. Αλλά οι τοπικοί φορείς είναι σε καλύτερη θέση να καθορίσουν ποιό είδος υποστήριξης είναι το κατάλληλο και αν αξίζει τους σχετικούς κινδύνους.

Η ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών δεν είναι μόνο μια προϋπόθεση για την διαρκή ανάπτυξη της δημοκρατίας. Μπορεί επίσης να προστατεύσει τους αμάχους από τις χειρότερες υπερβολές τής βίαιης καταστολής. Παρά το γεγονός ότι τα καθεστώτα ίσως να μην απόσχουν από την χρήση βίας κατά των ειρηνικών διαδηλωτών, η ιστορία δείχνει ότι η βοήθεια προς τις ομάδες πολιτών ώστε να διατηρούν μια μη βίαιη πειθαρχία - μια πρακτική που συχνά απαιτεί συντονισμό, προετοιμασία και κατάρτιση - μπορεί να ελαχιστοποιήσει τους θανάτους αμάχων. Εκτός από το να εξορκίζει την ένοπλη εξέγερση, η προσκόλληση στην πολιτική αντίσταση μπορεί να προστατεύσει τους διαδηλωτές από τις πιο ακραίες μορφές τής κρατικής βίας με την αύξηση του κόστους τής καταστολής (αν και όπως απέδειξαν η Τυνησία και η Αίγυπτος, θα μπορούσε να εξακολουθούν να πληρώνουν με την ζωή τους εκατοντάδες διαδηλωτές). Τα μη βίαια κινήματα δεν είναι τόσο εξαρτημένα από την εξωτερική υποστήριξη όπως είναι τα αντίστοιχα ένοπλα, αλλά η διεθνής κοινότητα μπορεί να συμβάλει στην διασφάλιση ότι οι ομάδες τής κοινωνίας των πολιτών έχουν το περιθώριο που χρειάζονται για να ασκήσουν τό βασικό τους δικαίωμα, της ελευθερίας τού λόγου και του συνέρχεσθαι, αποφεύγοντας τον πειρασμό να στραφούν στα όπλα για να επιδιώξουν τους στόχους τους.

Οι πολιτικοί θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα σε μια «ευθύνη για βοήθεια» μη βίαιων ακτιβιστών και ομάδων πολιτών, αντί να επιδιώκουν απλώς να προστατεύσουν τους αμάχους με στρατιωτικά μέσα, όπως στην επέμβαση του ΝΑΤΟ στην Λιβύη. Φυσικά, οι εκστρατείες πολιτικής αντίστασης είναι και πρέπει να παραμείνουν εγχώρια κινήματα. Αλλά τα τελευταία χρόνια, η διεθνής κοινότητα έχει κάνει πολλά για να υπονομεύσει την πολιτική αντίσταση υποστηρίζοντας γρήγορα και με ενθουσιασμό ένοπλους δρώντες όταν φτάνουν στην σκηνή. Η τραγωδία στην Συρία είναι ακριβώς μια τέτοια περίπτωση. Παρά το γεγονός ότι η καθεστωτική καταστολή, που υποστηρίζεται από το Ιράν και την Ρωσία, αναμφίβολα βοήθησε να μετατραπεί μια κατά κύριο λόγο μη βίαιη εξέγερση σε έναν εμφύλιο πόλεμο, οι εξωτερικοί δρώντες θα μπορούσαν να έχουν κάνει περισσότερα για να βοηθήσουν την πολιτική αντίσταση και να παρατείνουν την αρχική μη βίαιη εξέγερση. Θα μπορούσαν να βοηθήσουν να ενθαρρυνθούν, να συντονιστούν και να αξιοποιηθούν οι αποστασίες από το καθεστώς για πολιτικό κέρδος (συμπεριλαμβανομένων αποστασιών από τις ελίτ-κλειδιά των Αλεβιτών)˙ Να απαιτήσουν από τον Άσαντ να επιτρέψει στους ξένους δημοσιογράφους να παραμείνουν στην χώρα˙ Να επιταχύνουν την άμεση χρηματοδοτική στήριξη των τοπικών μη βίαιων δικτύων και των τοπικών συμβουλίων˙ Και να παρέχουν περισσότερες πληροφορίες στους Σύριους ακτιβιστές για το τι χρειάζεται ώστε να παραμείνουν μη βίαιοι κάτω από άκρως καταπιεστικές συνθήκες. Αντ’ αυτού, η διεθνής κοινότητα έδωσε πολιτική αναγνώριση και καταφύγιο σε ένοπλους δρώντες, τους παρείχε τόσο μη θανατηφόρα όσο και θανατηφόρα βοήθεια, και βοήθησε στην στρατιωτικοποίηση της σύγκρουσης, υπονομεύοντας την δυναμική τού μη-βίαιου κινήματος. Δεν υπήρχε καμία μαγική συνταγή για την αποτελεσματική υποβοήθηση της μη βίαιης συριακής αντιπολίτευσης. Όμως, έλειπαν η ταχύτητα και ο συντονισμός από την πλευρά των εξωτερικών δρώντων, ιδιαίτερα στα πρώτα στάδια της επανάστασης.

Η Συρία αναδεικνύει την ηθική και στρατηγική επιταγή τής ανάπτυξης πιο ευέλικτων, ευκίνητων τρόπων για την υποστήριξη των μη βίαιων κινημάτων αντίστασης. Οι τοπικοί υπέρμαχοι της λαϊκής ισχύος θα συνεχίσουν να χαράζουν το δικό τους μέλλον. Αλλά οι εξωτερικοί παράγοντες έχουν σημαντικό ρόλο να διαδραματίσουν στην εξασφάλιση ότι η πολιτική αντίσταση έχει μια πιθανότητα να το παλέψει.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141540/erica-chenoweth-and-maria-...

Σύνδεσμοι:
[1] https://twitter.com/EricaChenoweth
[2] https://twitter.com/MariaJStephan
[3] http://www.amazon.com/Why-Civil-Resistance-Works-Nonviolent/dp/0231156839

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr