Η παρανόηση περί «ανάπτυξης» και «λιτότητας» | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η παρανόηση περί «ανάπτυξης» και «λιτότητας»

Ο πολιτικός λαϊκισμός και ο ρόλος του στην καταστροφή τής οικονομίας
Περίληψη: 

Η κυρίαρχη ερμηνεία τόσο για την τρέχουσα κρίση τής ευρωπαϊκής οικονομίας, όσο και για το φαινόμενο της οικονομικής κάμψης ή στασιμότητας γενικότερα, είναι εκείνη που στηρίζεται στο νοηματικό δίπολο «ανάπτυξη/λιτότητα», οι δύο πλευρές τού οποίου νοούνται ως αλληλοαποκλειόμενες και αντίδρομες. Ιδού γιατί αυτό είναι λάθος.

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ Α. ΙΩΑΝΝΟΥ είναι οικονομολόγος
Ο ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΙΩΑΝΝΟΥ είναι οικονομολόγος (Ph. D) και Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη

Το 2013, το ΑΕΠ της Ελλάδας, μετρούμενο σε σταθερές τιμές τού 2005, ήταν περίπου 160 δισεκατομμύρια ευρώ. Δηλαδή κατά τι λιγότερο από το ΑΕΠ τού 2001 το οποίο, πάλι σε σταθερές τιμές τού 2005, έχει μετρηθεί στα 165 δισεκατομμύρια ευρώ [1]. Με άλλα λόγια, σήμερα η Ελλάδα είναι, σε πραγματικούς όρους, φτωχότερη, σε σχέση με 12 έτη νωρίτερα, παρά το γεγονός ότι τα 8 τουλάχιστον από αυτά έχουν καταγραφεί ως έτη «ανάπτυξης» και μάλιστα υψηλής! [2] Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχει και κάτι άλλο που διαφοροποιεί δραματικά τις δύο χρονικές στιγμές μεταξύ τους: Το ποσοστό ανεργίας. Ενώ, λοιπόν, το 2001 το ποσοστό ανεργίας βρίσκονταν στο 10,5%, το 2013 είχε αναρριχηθεί στο 27%. Εδώ, όμως, υπάρχει, ένα προφανές παράδοξο το οποίο οδηγεί, αναπότρεπτα, στο ερώτημα πώς είναι δυνατόν με το ίδιο επίπεδο πραγματικού εισοδήματος να παρατηρείται τόσο μεγάλη διαφορά στην απασχόληση. Διαφορά που αντιστοιχεί σε περίπου ένα εκατομμύριο ανθρώπων οι οποίοι θέλουν να εργασθούν αλλά δεν μπορούν.

Η απάντηση που έχει επικρατήσει, όχι μόνο στην κοινή γνώμη αλλά και στον διάλογο μεταξύ οικονομολόγων, τόσο σε ελληνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι λίγο ή πολύ γνωστή. Βεβαίως είναι μια απάντηση της οποίας δεν έχουμε δει ποτέ την «επιστημονική» οικονομολογική θεμελίωση με την μορφή ενός «υποδείγματος» των εξαρτημένων και ανεξαρτήτων μεταβλητών τής οικονομίας, το οποίο να συνοδεύεται από την εμπειρική θεμελίωσή του. Αντιθέτως είναι μια απάντηση που στηρίζεται κυρίως σε διάφορους «κοινούς τόπους» και σε «παραδεδεγμένες αλήθειες», κυριότερη των οποίων είναι η αξιωματική πεποίθηση, οικονομολόγων και μη, ότι, τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και –κυρίως- στην Ελλάδα, η κρίση είναι αποτέλεσμα κάποιας συγκεκριμένης πολιτικής επιλογής να εφαρμοσθούν οικονομικές πολιτικές «λιτότητας» οι οποίες καταλήγουν σε οικονομική στασιμότητα και καχεξία [3]. Συνεπώς, κυρίαρχη ερμηνεία τόσο για την τρέχουσα κρίση τής ευρωπαϊκής οικονομίας, όσο και για το φαινόμενο της οικονομικής κάμψης ή στασιμότητας γενικότερα, είναι εκείνη που στηρίζεται στο νοηματικό δίπολο «ανάπτυξη-λιτότητα», οι δύο πλευρές τού οποίου νοούνται ως αλληλοαποκλειόμενες και αντίδρομες.

Ο λόγος για τον οποίον, σύμφωνα με την συγκεκριμένη θεωρία, μια οικονομία περιπίπτει σε συνθήκες στασιμότητας του ΑΕΠ της, η «έρπει» μεγεθυνόμενη με ρυθμούς που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της, δηλαδή να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας για όλους όσους θα ήθελαν να εργασθούν, είναι ένας και μοναδικός: η ασθενής «ενεργός ζήτηση» (aggregate demand) η οποία, με δεδομένο το σύνολο των τιμών (και των αμοιβών) στην οικονομία, δεν είναι σε θέση να ενεργοποιήσει όλους τους υφιστάμενους παραγωγικούς συντελεστές. Εκείνο, συνεπώς, που απαιτείται είναι η τόνωση της ζήτησης μέσα από τις υπάρχουσες δυνατότητες της οικονομικής (δημοσιονομικής και/ή νομισματικής) πολιτικής. Δηλαδή ό,τι ακριβώς, υποτίθεται πως αρνούνται πεισματικά να πράξουν οι κυβερνήσεις των χωρών τής ευρωζώνης, είτε διότι δεν έχουν εντρυφήσει σωστά στην κεϋνσιανή θεωρία (είναι «ανόητες» κατά τον Paul Krugman), είτε διότι επιδιώκουν την πλήρη καθυπόταξη των λαών τής Ευρώπης και την περαιτέρω απομύζησή τους από το κεφάλαιο, (χτίζουν την «γερμανική Ευρώπη» σύμφωνα με μια διάχυτη άποψη). Στο ιδεολογικά κυρίαρχο αυτό σχήμα ερμηνείας, η «ενεργός ζήτηση», εάν αρθεί στο βέλτιστο επίπεδο, μπορεί να θεωρείται ως ισοδύναμη έννοια με την «ανάπτυξη», εφ’ όσον, προφανώς η δεύτερη προκύπτει αυτομάτως και αβίαστα από την πρώτη.

Αντίθετα, η «λιτότητα», δηλαδή η σκοπίμως διατηρούμενη σε χαμηλά επίπεδα «ενεργός ζήτηση», εφ’ όσον έχει ως αποτέλεσμα την οικονομική στασιμότητα μπορεί, επίσης, να θεωρηθεί ως ισοδύναμη με αυτήν. Είναι, δηλαδή, η λιτότητα μια «μετωνυμία» τής οικονομικής στασιμότητας. Και επειδή, για να παραφράσουμε τον Αριστοτέλη, «τα προς αλλήλους ίσα και προς τρίτους ίσα και αντίθετα», η επικρατούσα οικονομική αλλά και κοινωνική θεωρία έχει καταλήξει να θεωρεί την «λιτότητα» ως το αντίθετο της «ανάπτυξης».

Επιβεβαιώνεται, όμως, η άποψη αυτή από τα πραγματικά δεδομένα; Είναι τόσο εύκολος και απλός ο κόσμος όσο θέλουν να τον παρουσιάζουν κάποιες οικονομικές και πολιτικές θεωρίες (καθώς και οι δημηγορίες όσων βρίσκονται στην αντιπολίτευση, ή όσων συμπεριφέρονται σαν να ασκούν αντιπολίτευση ακόμη και όταν βρίσκονται στην κυβέρνηση μιας χώρας); Είναι τόσο κακοί ή και ανόητοι όσοι εκ των Ευρωπαίων ηγετών αρνούνται πεισματικά να επιχειρήσουν να «τονώσουν την ζήτηση»; Είναι τόσο ανίκανοι οι άλλοι εκ των Ευρωπαίων ηγετών που, ενώ έχουν ενστερνιστεί και οι ίδιοι την απλουστευτική θεωρία τού υποτιθέμενου δίπολου «ανάπτυξη-λιτότητα», κάθε φορά που προσπαθούν να εφαρμόσουν τα κελεύσματά της, συναντούν στην προσπάθειά τους εμπόδια που τους φαίνονται ανυπέρβλητα και αναγκάζονται, τελικά, να οπισθοχωρήσουν; Μήπως το πρόβλημα δεν είναι των πολιτικών ηγεσιών και των οικονομικών επιτελείων αλλά είναι πρόβλημα της κυρίαρχης θεωρίας που απλοποιεί υπερβολικά διάφορα σύνθετα οικονομικά προβλήματα, και με κυριολεκτικά προκρούστεια λογική θεωρεί –για παράδειγμα- ότι μια «μικρή ανοικτή οικονομία» σαν την Ελλάδα η οποία τελεί υπό χρεοκοπία, δεν διαθέτει δικό της εθνικό νόμισμα και νομισματική πολιτική και έχει εντελώς ιδιόμορφα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, θα έπρεπε να ακολουθεί την ίδια οικονομική πολιτική με την οικονομία των ΗΠΑ που, από όποια άποψη και αν την εξετάσει κανείς, βρίσκεται ακριβώς στους αντίποδες της ελληνικής;