Η παρανόηση περί «ανάπτυξης» και «λιτότητας» | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η παρανόηση περί «ανάπτυξης» και «λιτότητας»

Ο πολιτικός λαϊκισμός και ο ρόλος του στην καταστροφή τής οικονομίας

Το 2013, το ΑΕΠ της Ελλάδας, μετρούμενο σε σταθερές τιμές τού 2005, ήταν περίπου 160 δισεκατομμύρια ευρώ. Δηλαδή κατά τι λιγότερο από το ΑΕΠ τού 2001 το οποίο, πάλι σε σταθερές τιμές τού 2005, έχει μετρηθεί στα 165 δισεκατομμύρια ευρώ [1]. Με άλλα λόγια, σήμερα η Ελλάδα είναι, σε πραγματικούς όρους, φτωχότερη, σε σχέση με 12 έτη νωρίτερα, παρά το γεγονός ότι τα 8 τουλάχιστον από αυτά έχουν καταγραφεί ως έτη «ανάπτυξης» και μάλιστα υψηλής! [2] Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχει και κάτι άλλο που διαφοροποιεί δραματικά τις δύο χρονικές στιγμές μεταξύ τους: Το ποσοστό ανεργίας. Ενώ, λοιπόν, το 2001 το ποσοστό ανεργίας βρίσκονταν στο 10,5%, το 2013 είχε αναρριχηθεί στο 27%. Εδώ, όμως, υπάρχει, ένα προφανές παράδοξο το οποίο οδηγεί, αναπότρεπτα, στο ερώτημα πώς είναι δυνατόν με το ίδιο επίπεδο πραγματικού εισοδήματος να παρατηρείται τόσο μεγάλη διαφορά στην απασχόληση. Διαφορά που αντιστοιχεί σε περίπου ένα εκατομμύριο ανθρώπων οι οποίοι θέλουν να εργασθούν αλλά δεν μπορούν.

Η απάντηση που έχει επικρατήσει, όχι μόνο στην κοινή γνώμη αλλά και στον διάλογο μεταξύ οικονομολόγων, τόσο σε ελληνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι λίγο ή πολύ γνωστή. Βεβαίως είναι μια απάντηση της οποίας δεν έχουμε δει ποτέ την «επιστημονική» οικονομολογική θεμελίωση με την μορφή ενός «υποδείγματος» των εξαρτημένων και ανεξαρτήτων μεταβλητών τής οικονομίας, το οποίο να συνοδεύεται από την εμπειρική θεμελίωσή του. Αντιθέτως είναι μια απάντηση που στηρίζεται κυρίως σε διάφορους «κοινούς τόπους» και σε «παραδεδεγμένες αλήθειες», κυριότερη των οποίων είναι η αξιωματική πεποίθηση, οικονομολόγων και μη, ότι, τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και –κυρίως- στην Ελλάδα, η κρίση είναι αποτέλεσμα κάποιας συγκεκριμένης πολιτικής επιλογής να εφαρμοσθούν οικονομικές πολιτικές «λιτότητας» οι οποίες καταλήγουν σε οικονομική στασιμότητα και καχεξία [3]. Συνεπώς, κυρίαρχη ερμηνεία τόσο για την τρέχουσα κρίση τής ευρωπαϊκής οικονομίας, όσο και για το φαινόμενο της οικονομικής κάμψης ή στασιμότητας γενικότερα, είναι εκείνη που στηρίζεται στο νοηματικό δίπολο «ανάπτυξη-λιτότητα», οι δύο πλευρές τού οποίου νοούνται ως αλληλοαποκλειόμενες και αντίδρομες.

Ο λόγος για τον οποίον, σύμφωνα με την συγκεκριμένη θεωρία, μια οικονομία περιπίπτει σε συνθήκες στασιμότητας του ΑΕΠ της, η «έρπει» μεγεθυνόμενη με ρυθμούς που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της, δηλαδή να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας για όλους όσους θα ήθελαν να εργασθούν, είναι ένας και μοναδικός: η ασθενής «ενεργός ζήτηση» (aggregate demand) η οποία, με δεδομένο το σύνολο των τιμών (και των αμοιβών) στην οικονομία, δεν είναι σε θέση να ενεργοποιήσει όλους τους υφιστάμενους παραγωγικούς συντελεστές. Εκείνο, συνεπώς, που απαιτείται είναι η τόνωση της ζήτησης μέσα από τις υπάρχουσες δυνατότητες της οικονομικής (δημοσιονομικής και/ή νομισματικής) πολιτικής. Δηλαδή ό,τι ακριβώς, υποτίθεται πως αρνούνται πεισματικά να πράξουν οι κυβερνήσεις των χωρών τής ευρωζώνης, είτε διότι δεν έχουν εντρυφήσει σωστά στην κεϋνσιανή θεωρία (είναι «ανόητες» κατά τον Paul Krugman), είτε διότι επιδιώκουν την πλήρη καθυπόταξη των λαών τής Ευρώπης και την περαιτέρω απομύζησή τους από το κεφάλαιο, (χτίζουν την «γερμανική Ευρώπη» σύμφωνα με μια διάχυτη άποψη). Στο ιδεολογικά κυρίαρχο αυτό σχήμα ερμηνείας, η «ενεργός ζήτηση», εάν αρθεί στο βέλτιστο επίπεδο, μπορεί να θεωρείται ως ισοδύναμη έννοια με την «ανάπτυξη», εφ’ όσον, προφανώς η δεύτερη προκύπτει αυτομάτως και αβίαστα από την πρώτη.

Αντίθετα, η «λιτότητα», δηλαδή η σκοπίμως διατηρούμενη σε χαμηλά επίπεδα «ενεργός ζήτηση», εφ’ όσον έχει ως αποτέλεσμα την οικονομική στασιμότητα μπορεί, επίσης, να θεωρηθεί ως ισοδύναμη με αυτήν. Είναι, δηλαδή, η λιτότητα μια «μετωνυμία» τής οικονομικής στασιμότητας. Και επειδή, για να παραφράσουμε τον Αριστοτέλη, «τα προς αλλήλους ίσα και προς τρίτους ίσα και αντίθετα», η επικρατούσα οικονομική αλλά και κοινωνική θεωρία έχει καταλήξει να θεωρεί την «λιτότητα» ως το αντίθετο της «ανάπτυξης».

Επιβεβαιώνεται, όμως, η άποψη αυτή από τα πραγματικά δεδομένα; Είναι τόσο εύκολος και απλός ο κόσμος όσο θέλουν να τον παρουσιάζουν κάποιες οικονομικές και πολιτικές θεωρίες (καθώς και οι δημηγορίες όσων βρίσκονται στην αντιπολίτευση, ή όσων συμπεριφέρονται σαν να ασκούν αντιπολίτευση ακόμη και όταν βρίσκονται στην κυβέρνηση μιας χώρας); Είναι τόσο κακοί ή και ανόητοι όσοι εκ των Ευρωπαίων ηγετών αρνούνται πεισματικά να επιχειρήσουν να «τονώσουν την ζήτηση»; Είναι τόσο ανίκανοι οι άλλοι εκ των Ευρωπαίων ηγετών που, ενώ έχουν ενστερνιστεί και οι ίδιοι την απλουστευτική θεωρία τού υποτιθέμενου δίπολου «ανάπτυξη-λιτότητα», κάθε φορά που προσπαθούν να εφαρμόσουν τα κελεύσματά της, συναντούν στην προσπάθειά τους εμπόδια που τους φαίνονται ανυπέρβλητα και αναγκάζονται, τελικά, να οπισθοχωρήσουν; Μήπως το πρόβλημα δεν είναι των πολιτικών ηγεσιών και των οικονομικών επιτελείων αλλά είναι πρόβλημα της κυρίαρχης θεωρίας που απλοποιεί υπερβολικά διάφορα σύνθετα οικονομικά προβλήματα, και με κυριολεκτικά προκρούστεια λογική θεωρεί –για παράδειγμα- ότι μια «μικρή ανοικτή οικονομία» σαν την Ελλάδα η οποία τελεί υπό χρεοκοπία, δεν διαθέτει δικό της εθνικό νόμισμα και νομισματική πολιτική και έχει εντελώς ιδιόμορφα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, θα έπρεπε να ακολουθεί την ίδια οικονομική πολιτική με την οικονομία των ΗΠΑ που, από όποια άποψη και αν την εξετάσει κανείς, βρίσκεται ακριβώς στους αντίποδες της ελληνικής;

Η σύγκριση της Ελλάδας τού 2001 με την Ελλάδα του 2013, πάντως, και η προσπάθεια να ερμηνευθεί το παράδοξο πώς και γιατί -αφού η χώρα και στις δύο χρονικές στιγμές είχε περίπου το ίδιο πραγματικό ΑΕΠ- η ανεργία διέφερε τόσο δραματικά, δεν επιβεβαιώνουν την ισχύ τού ερμηνευτικού σχήματος του δίπολου «ανάπτυξη-λιτότητα» και της σημασίας την οποία υποτίθεται ότι έχει ή «ενεργός ζήτηση». Το 2001, με ΑΕΠ 165 δισεκατομμυρίων ευρώ (πάντοτε σε σταθερές τιμές τού 2005), η συνολική εσωτερική «ενεργός ζήτηση», δηλαδή η τελική κατανάλωση του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα μαζί, έφθανε στα 146 δισεκατομμύρια ευρώ, αντιστοιχούσε δηλαδή στο 88% του ΑΕΠ. Το 2013, με ΑΕΠ 160 δισεκατομμυρίων ευρώ (σε σταθερές τιμές τού 2005), η συνολική εσωτερική «ενεργός ζήτηση» έφθανε τα 140 δισεκατομμύρια, δηλαδή και πάλι στο 88% του ΑΕΠ [4]. Το ίδιο ουσιαστικά επίπεδο «ενεργού ζητήσεως» σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές έχει δύο εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα όσον αφορά την χρησιμοποίηση των παραγωγικών συντελεστών τής οικονομίας.

Πώς άραγε θα μπορούσε να εξηγηθεί το νέο αυτό παράδοξο; Υπάρχουν, μήπως, κάποιες διευκρινίσεις ή επιπρόσθετες ερμηνευτικές παράμετροι οι οποίες θα ήταν σε θέση να «διασώσουν» το θεωρητικό δίπολο «ανάπτυξη-λιτότητα» και την κεντρική σημασία τής «ενεργού ζητήσεως» ως ερμηνευτικού κλειδιού για τα φαινόμενα της οικονομικής κάμψης ή στασιμότητας; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, δυστυχώς, είναι αρνητική. Δεν υπάρχουν παρόμοιοι «πλωτήρες σωτηρίας», με την έννοια ότι η οποιαδήποτε τροποποίηση του θεωρητικού υποδείγματος του «δίπολου» θα το αλλοιώσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να απολέσει την δημεγερτική πολιτική του δυναμική, η οποία στηρίζεται στην απλουστευτική διάκριση μεταξύ εκείνων που υποτίθεται ότι επιθυμούν και δύνανται να κάνουν τον λαό ευτυχισμένο, αλλά βρίσκονται μακριά από την εξουσία, και σε εκείνους που δεν το επιθυμούν αλλά εργάζονται για να εξυπηρετήσουν κάποια άδηλα σκοτεινά συμφέροντα εις βάρος των πολιτών τής χώρας τους. Η «εξάτμιση» αυτή της ισχύος τού πολιτικού εγχειρήματος οφείλεται σε κάτι που η κυρίαρχη ιδεολογία αποφεύγει να διευκρινίσει (εάν βεβαίως κάποιοι από τους φορείς της το αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι): Ότι, όσο σημαντική και να είναι η «ενεργός ζήτηση» για την οικονομική συγκυρία και για το επίπεδο της απασχόλησης, στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων (μια των οποίων είναι και η σημερινή κατάσταση της Ελλάδας) η δημοσιονομική (αλλά και η νομισματική επίσης) πολιτική, που υποτίθεται ότι μπορεί να την προσδιορίσει ολοκληρωτικά, δεν είναι μια «εξωγενής» μεταβλητή τής οικονομίας η οποία, επιπλέον μάλιστα, διαθέτει και απεριόριστους «βαθμούς ελευθερίας». Με άλλα λόγια δεν είναι μια μεταβλητή η οποία, σε όλες τις περιπτώσεις και πάντοτε είναι δυνατόν να καθορίζεται αποκλειστικά από πολιτικές αποφάσεις, Αλλά ακόμη και όταν συμβαίνει αυτό, δεν διαθέτει απεριόριστους «βαθμούς ελευθερίας», δηλαδή ο «χειριστής» της δεν είναι πάντα σε θέση να επηρεάσει την οικονομική συγκυρία κατά το δοκούν.

Όσον αφορά τους «βαθμούς ελευθερίας» τής δημοσιονομικής πολιτικής, κατ’ αρχήν: Αυτοί είναι απεριόριστοι μόνο σε εξαιρετικά σπάνιες συνθήκες (που δεν συναντώνται σχεδόν ποτέ), στις οποίες μια οικονομία «διψάει» για τόνωση της «ενεργού ζητήσεως» προκειμένου να προσεγγίσει το επίπεδο πλήρους απασχολήσεως των παραγωγικών συντελεστών. Κάτι που προϋποθέτει πως δεν θα υπάρχουν προβλήματα επιπέδου τιμών, πληθωρισμού, ανταγωνιστικότητας, εξωτερικού ισοζυγίου. Στην πραγματικότητα, όμως, μια τέτοια περίπτωση δεν συναντάται σχεδόν ποτέ. Στην πρόσφατη ελληνική εμπειρία, για παράδειγμα, δεν υπάρχει ούτε ένα έτος στο οποίο η δημοσιονομική επέκταση να μην ωθούσε παράλληλα σε αύξηση του εξωτερικού ελλείμματος, μείωση της ανταγωνιστικότητας, αύξηση του επιπέδου των τιμών κλπ. Αλλά αυτά είναι προβλήματα που περιορίζουν τους «βαθμούς ελευθερίας» τής δημοσιονομικής πολιτικής, κατά το ότι ο στόχος τής τόνωσης της «ενεργού ζητήσεως» θα πρέπει να τύχει συγκερασμού (trade off) με άλλους παράπλευρους στόχους, που διορθώνουν τις ανεπιθύμητες παρενέργειες της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, όπως η αύξηση του επιπέδου των τιμών, η ανατίμηση της εξωτερικής ισοτιμίας τού νομίσματος, η διεύρυνση του εξωτερικού ελλείμματος, η (πιθανή) διόγκωση του εξωτερικού χρέους η οποία σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή απαιτεί την καταβολή αυξημένων τοκοχρεολυσίων η εξεύρεση των οποίων (ξανα)μειώνει την «ενεργό ζήτηση», κλπ.

Στην πραγματικότητα, η δημοσιονομική επέκταση δεν έρχεται ποτέ μόνη, αλλά πάντοτε ως μέρος μιας ευρείας δέσμης μέτρων τα υπόλοιπα των οποίων δεν είναι παρά η προσπάθεια να μειωθούν οι ανεπιθύμητες παρενέργειές της, οι οποίες πολλές φορές υπερακοντίζουν και αυτές τούτες τις θετικές επιπτώσεις της. Εάν, μάλιστα, τα σύνδρομα αυτά μέτρα δεν ληφθούν ταυτόχρονα, τότε οι αρνητικές εξελίξεις οδηγούν στην κατεσπευσμένη υιοθέτησή τους σε μεταγενέστερο χρονικό στάδιο. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, πολύ χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της προσπάθειας να τονωθεί η «ενεργός ζήτηση» με τα μέτρα οικονομικής πολιτικής τής νέας –τότε- κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, το 1982, που λόγω των δυσμενών επιπτώσεων που είχαν στην πραγματική οικονομία οδήγησαν στα μέτρα «λιτότητας» και στην υποτίμηση του 1983. Γενικότερα μάλιστα, για την Ελλάδα, που έχει τα χαρακτηριστικά της «μικρής ανοιχτής οικονομίας», υπάρχει μόνο μια θεωρητική περίπτωση στην οποία η δημοσιονομική πολιτική θα διέθετε απεριόριστους «βαθμούς ελευθερίας» και στην οποία θα ήταν απαραίτητο να τονωθεί η «ενεργός ζήτηση» χωρίς να υφίστανται κίνδυνοι για σημαντικές παρενέργειες και ανάγκη συγκερασμών με παράλληλα μέτρα. Η υποθετική περίπτωση αυτή θα ήταν η εξής: Να έπασχε η ελληνική οικονομία από υποχρησιμοποίηση των παραγωγικών της πόρων (ανεργία) αλλά την ίδια στιγμή να διέθετε και μεγάλο πλεόνασμα στο εξωτερικό εμπορικό ισοζύγιο! (Δηλαδή μια περίπτωση που δεν έχει παρουσιασθεί ποτέ, μέχρι σήμερα, στην ιστορία του νέου ελληνικού κράτους).

Εκτός, όμως, από την περίπτωση να είναι η δημοσιονομική πολιτική μια «εξωγενής μεταβλητή» του οικονομικού συστήματος, έστω και με περιορισμένους «βαθμούς ελευθερίας», υπάρχει και ένα άλλο ενδεχόμενο: Εκείνο των μηδενικών «βαθμών ελευθερίας». Τότε, όμως, πλέον, η δημοσιονομική πολιτική δεν είναι καν «εξωγενής». Είναι, αντίθετα, μια «ενδογενής» μεταβλητή τού οικονομικού συστήματος που υπερκαθορίζεται από τις υπόλοιπες μεταβλητές. Στην συγκεκριμένη περίπτωση της Ελλάδας σήμερα, αίφνης, όσοι αναφέρονται στην ασθενή «ενεργό ζήτηση» ως αιτία τής βαθιάς δομικής της κρίσης, μάλλον αγνοούν αυτό που γνωρίζει πολύ καλά η λοιπή ανθρωπότητα, δηλαδή τον ακριβή λόγο για τον οποίον αναγκαστικά η «ενεργός ζήτηση» από το 2009 και εντεύθεν, είναι, ή φαίνεται να είναι, ασθενής! Σε γενικές γραμμές κάτι παρόμοιο είναι δυνατόν να συμβαίνει είτε διότι μια χώρα είναι χρεοκοπημένη και συνεπώς δεν είναι σε θέση να ακολουθήσει δημοσιονομική πολιτική κατά βούλησιν, είτε διότι, λόγω ίσως της εξαιρετικά έντονης προσπάθειας να τονωθεί η «ενεργός ζήτηση» στο πρόσφατο παρελθόν, χωρίς να ληφθούν τα κατάλληλα σύνδρομα μέτρα «συγκερασμού», μεγάλο μέρος τής παραγωγής της έχει καταστεί μη ανταγωνιστικό και ως εκ τούτου ο χειρισμός τής ζήτησης έχει ως στόχο να την καταστήσει εκ νέου ανταγωνιστική, πράγμα που δυστυχώς δεν συμβαδίζει με την δημοσιονομική επέκταση και την, μέσω αυτής, «τόνωση της ζήτησης».

Στην σημερινή χρεοκοπημένη Ελλάδα, συνεπώς, η δημοσιονομική πολιτική είναι εξ ανάγκης και αναπόφευκτα μια «ενδογενής», εξαρτημένη, μεταβλητή τής οικονομίας, γιατί η κεντρική προσπάθεια της οικονομικής πολιτικής αποβλέπει στην έξοδο τόσο από την «παγίδα χρέους», όσο και από την «παγίδα ανταγωνιστικότητας». Στις συγκεκριμένες συνθήκες η δημοσιονομική πολιτική δεν είναι σε θέση να λειτουργήσει αυτόνομα εφ’ όσον κάτι τέτοιο δεν της το επιτρέπουν ούτε η χρεοκοπία, ούτε η έλλειψη ανταγωνιστικότητας.

Αυτήν την αλήθεια φαίνεται ότι δεν την αντιλαμβάνονται πολλοί, και σπουδαίοι ορισμένες φορές, οπαδοί τού θεωρητικού δίπολου «ανάπτυξη-λιτότητα». Αποτέλεσμα είναι να έχουν εκπονηθεί χιλιάδες αναλύσεις που στηρίζονται σε κάποιες στατιστικές παλινδρομήσεις μεταξύ του ποσοστού ανεργίας και του δημοσιονομικού ελλείμματος, από τις οποίες οι αναλυτές συνάγουν, πανηγυρικά, ότι είναι ήλιου φαεινότερον πως η «λιτότητα» προκαλεί και την ανεργία. Μόνο που αυτές οι «αναλύσεις» θα είχαν κάποιο νόημα εάν προηγουμένως είχαν καταφέρει να τεκμηριώσουν ότι η μεταβαπτισμένη σε «λιτότητα» δημοσιονομική αυστηρότητα δεν είναι αναγκαίο και αναπόφευκτο αποτέλεσμα προηγουμένων «αναπτυξιακών» πολιτικών και της καταστροφής που επέφεραν, αλλά είναι προϊόν μιας ηθελημένης πολιτικής επιλογής κάποιων κυβερνώντων οι οποίοι, ενώ διαθέτουν το εργαλείο τής «τόνωσης της ζήτησης» (δηλαδή γι’ αυτούς η δημοσιονομική πολιτική παραμένει μια ανεξάρτητη μεταβλητή με απεριόριστους βαθμούς ελευθερίας) αποφεύγουν, παρ’ όλ’ αυτά, να το χρησιμοποιήσουν διότι πραγματικός τους στόχος είναι να υπηρετήσουν το μεγάλο κεφάλαιο (το οποίο, όπως φαίνεται, για κάποιους εντελώς ακατανόητους λόγους, δεν επιθυμεί την ανάπτυξη, δηλαδή την μεγέθυνση της κερδοφορίας του!).

Προφανώς, όμως, αντί όλου αυτού του παραλογισμού, υπάρχουν πιο μετριοπαθείς εξηγήσεις για τον λόγο για τον οποίο οι κυβερνήσεις οδηγούνται αναγκαστικά στην δημοσιονομική αυστηρότητα: «…η σχέση μεταξύ λιτότητας και ανάπτυξης είναι πιο περίπλοκη όσο πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν. Κατά την εξέταση των αναπτυξιακών επιδόσεων κατά την διάρκεια της κρίσης, οι μακρο-οικονομολόγοι έχουν την τάση να εξετάζουν τις συγκεκριμένες πολιτικές οι οποίες έχουν εφαρμοστεί, χωρίς να αναρωτιούνται γιατί ακολουθήθηκαν αυτές οι πολιτικές. Η υπόθεση ότι οι πολιτικοί είχαν κακές συμβουλές ή ήταν παράλογοι μπορεί να φαίνεται ελκυστική για τους ακαδημαϊκούς, οι οποίοι έχουν την τάση να περιφρονούν τους πολιτικούς. Ωστόσο, μπορεί να υπάρχουν εναλλακτικές υποθέσεις: ... Δεν είναι η λιτότητα που προκάλεσε την χαμηλή ανάπτυξη, αλλά η χαμηλή ανάπτυξη η οποία προκάλεσε τελικά την λιτότητα. Με άλλα λόγια, οι χώρες που παρουσίασαν χαμηλή δυνητική ανάπτυξη, λόγω θεμελιωδών διαρθρωτικών προβλημάτων, όπως η παιδεία ή η χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας, η συσσωρευμένη περίσσεια δημόσιου και ιδιωτικού χρέους πριν από την κρίση προκειμένου να προσπαθήσουν να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο και τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας, τα οποία αποδείχθηκε ότι δεν είναι βιώσιμα και απαιτούσαν μια απότομη προσαρμογή, όταν ξέσπασε η κρίση» [5].

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

Απομακρυνόμενος κανείς από την κυριαρχούσα πολιτευτική και οικονομολογική δημηγορία είναι σε θέση να καταλήξει στα εξής κεφαλαιώδες συμπεράσματα, όσον αφορά την «λιτότητα» και την «ανάπτυξη»: η επιλογή οικονομικής πολιτικής, στις πλείστες των περιπτώσεων, δεν είναι ελεύθερη από περιορισμούς. Η οικονομική πολιτική που εφαρμόσθηκε στο παρελθόν, επιτυχώς ή ανεπιτυχώς, είναι σε μεγάλο βαθμό «υπεύθυνη» και για την οικονομική πολιτική που πρέπει να εφαρμοσθεί σήμερα, καθώς και για τα όρια εντός των οποίων είναι δυνατόν αυτή να κινηθεί. Απόλυτα προσδιοριστικοί παράγοντες προς τούτο είναι η παρούσα κλαδική διάρθρωση της οικονομίας, αλλά και το άνυσμα που αφ’ ενός μεν ορίζεται από τις σχετικές τιμές της, αφ’ ετέρου δε προσδιορίζει την δυνητική περαιτέρω κατεύθυνση και αναπτυξιακή πορεία της -παράγοντες που και οι δύο είναι καθ’ ολοκληρίαν προϊόντα των πολιτικών των προηγουμένων ιστορικών περιόδων. Όμως, με δεδομένους τους δύο αυτούς παράγοντες, υπάρχει μόνο μια «άριστη ατραπός» προς την ανάπτυξη, την οποία η οικονομία θα πρέπει να ακολουθήσει. Η Ελλάδα, σήμερα, αποτελεί το πλέον γλαφυρό παράδειγμα. Η παρούσα κατάστασή της είναι σαφέστατα προϊόν εξαιρετικά επιπόλαιων και ανεύθυνων οικονομικών πολιτικών, (που είχαν ως πυρήνα τους την αφελή πεποίθηση ότι η «λιτότητα» είναι το αντίθετο της «ανάπτυξης» και συνεπώς επεδίωξαν την δεύτερη παραμερίζοντας την πρώτη). Η αναζήτηση, συνεπώς, των όρων τής αναπτυξιακής της ισορροπίας (δηλαδή, της «άριστης ατραπού προς την ανάπτυξη»), δεν μπορεί να παραγνωρίζει τα σφάλματα του παρελθόντος.

Το ακαθάριστο εξωτερικό χρέος τής Ελλάδας σήμερα -του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα μαζί- ξεπερνάει τα 400 δισεκατομμύρια ευρώ [6]. Το ποσό αυτό αποτελεί μια μερική απεικόνιση της διαφοράς όσων προϊόντων παρήγαγε η Ελλάδα με όσα προϊόντα κατανάλωσε σε όλη την μεταπολεμική περίοδο. Εάν δεν υπήρχε η αναγκαστική γενναιοδωρία των εταίρων μας, που μας παρέχουν προνομιακό επιτόκιο για το μεγαλύτερο μέρος τού δημοσίου χρέους μας που διακρατούν, (και το οποίο δημόσιο χρέος είναι το πιο σημαντικό τμήμα τού εξωτερικού μας χρέους), η εξυπηρέτησή του και μόνο -όχι η αποπληρωμή του- με ένα «ευνοϊκό» επιτόκιο του ύψους τού 4,5% θα απαιτούσε ετήσιες δόσεις 18 δισεκατομμυρίων, δηλαδή του 10% του ελληνικού ΑΕΠ. 18 δισεκατομμυρίων που, πρέπει να γίνει κατανοητό, δεν θα επέστρεφαν για να ανακυκλώνονται στην ελληνική οικονομία αλλά θα εξέρχονταν από αυτήν και θα χάνονταν για πάντα. Πρόκειται για μια τεράστια επιβάρυνση, την οποία στην πραγματικότητα καμία οικονομία δεν θα άντεχε να υποστεί. Είναι μια επιβάρυνση, όμως, την οποία η παρούσα γενεά αλλά και οι προηγούμενες όχι απλά μερίμνησαν αλλά αγωνίστηκαν στους δρόμους για να δημιουργήσουν και να μεταβιβάσουν, ως εθνική παρακαταθήκη, στις επερχόμενες γενεές. Χωρίς καν να τις υποχρεώσει, να τις παρασύρει ή να τις εξαπατήσει προς τούτο κάποιος επίβουλος ξένος.

Για να εξυπηρετεί το χρέος η Ελλάδα δεν μπορεί να χρησιμοποιεί ευρώ τα οποία κυκλοφορούν και ανακυκλώνονται στην ελληνική αγορά διότι, αν συνέβαινε κάτι παρόμοιο, σε λίγα χρόνια η ελληνική οικονομία θα είχε αποστραγγισθεί πλήρως από νομισματική κυκλοφορία. Πρέπει, αντιθέτως, να χρησιμοποιήσει ευρώ που εισάγονται από το εξωτερικό στο πλαίσιο των εμπορικών συναλλαγών της με ξένες χώρες. (Εάν εθνικό νόμισμα ήταν η δραχμή θα λέγαμε ότι η χώρα, προκειμένου να εξυπηρετεί το εξωτερικό χρέος της, χρειάζεται συνάλλαγμα που μόνο μέσω του εξωτερικού εμπορίου μπορεί να εξασφαλίσει). Τα απαιτούμενα ευρώ για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους, όμως, δεν μπορούν να προέλθουν από κάθε κλάδο και τομέα τής ελληνικής οικονομίας, διότι οι περισσότεροι εξ αυτών δεν συναλλάσσονται με το εξωτερικό. Μπορούν να προέλθουν μόνο από τον ευρύτερο τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» αγαθών και υπηρεσιών, δηλαδή από εκείνον τον τομέα που κατευθύνει το προϊόν που παράγει είτε στις εξωτερικές αγορές, είτε σε εκείνες τις εσωτερικές αγορές όπου για να βρει αγοραστές πρέπει να ανταγωνιστεί, αποτελεσματικά, και να εκτοπίσει ομοειδή προϊόντα που εισάγονται ή είναι δυνατόν να εισαχθούν, από το εξωτερικό. Τα εισοδήματα του τομέως των «διεθνώς εμπορευσίμων» της ελληνικής οικονομίας, σήμερα, δεν ξεπερνούν τα 40 δισεκατομμύρια ευρώ [7]. Δηλαδή είναι το 10% του εξωτερικού χρέους τής χώρας.

Εάν η Ελλάδα επιθυμούσε (ή εξαναγκαζόταν) να αποπληρώσει το εξωτερικό της χρέος στον συντομότερο δυνατό χρόνο, και ως διευκόλυνση της παρεχόταν (ή εξασφάλιζε) μηδενικό επιτόκιο, τότε θα έπρεπε επί μια δεκαετία να διαθέτει για την αποπληρωμή όλο το εισόδημα του τομέως των «διεθνώς εμπορευσίμων». Αυτό βεβαίως θα σήμαινε ότι για την ίδια περίοδο η ελληνική οικονομία δεν θα εισήγαγε απολύτως τίποτε. Επίσης ότι δεν θα επένδυε απολύτως τίποτε. Ότι -στην καλύτερη περίπτωση, που μάλλον όμως θα ήταν ανέφικτο να επιτευχθεί- θα κατανάλωνε ό,τι καταναλώνει σήμερα, μειωμένο κατά τα 40 δισεκατομμύρια ευρώ. Καθώς και ότι, για όση περίοδο διαρκούσε η αποπληρωμή τού εξωτερικού χρέους, δεν θα υπήρχε η παραμικρή αύξηση στις αποδοχές οιουδήποτε εργαζομένου είτε στον ίδιο τον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» είτε στον συμπληρωματικό τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» αγαθών και υπηρεσιών.

Μπορούν να συμβούν όλα τα παραπάνω στην πραγματική ζωή; Φυσικά και δεν μπορούν, όχι μόνο διότι οι δευτερογενείς επιπτώσεις θα ήταν πολύ μεγάλες αλλά και τα πρακτικά προβλήματα τόσο πολλά ώστε κάθε οικονομική λειτουργία στην χώρα θα απονεκρωνόταν. Ας παραμείνουμε, όμως, στην καθαρά θεωρητική υπόθεση ότι ο ελληνικός λαός δεν θα εξοντωνόταν από την πείνα αλλά, απλά, η οικονομία θα περιερχόταν σε πλήρη στασιμότητα έως ότου να αποπληρωθεί το εξωτερικό χρέος. Για ποιο λόγο θα συνέβαινε κάτι τέτοιο; Η απάντηση είναι πως θα συνέβαινε διότι ο τομέας των «διεθνώς εμπορευσίμων», εκτός του ότι μας παρέχει τρόφιμα, φάρμακα και καύσιμα, επιτελεί και τις εξής νευραλγικότατες λειτουργίες:

- Επιτρέπει στην κοινωνία να γίνεται πλουσιότερη και να προάγει την ευημερία της αυξάνοντας το κατά κεφαλήν εισόδημά της. Αυτό συμβαίνει για τον απλό λόγο ότι στην οικονομία, τομέας «εντάσεως κεφαλαίου» είναι ο τομέας των «διεθνώς εμπορευσίμων» αγαθών και υπηρεσιών. (Αντίστροφα, τομέας «εντάσεως εργασίας» είναι αυτός των «διεθνώς μη εμπορευσίμων»). Με ελαχιστότατες εξαιρέσεις όλες οι τεχνολογικές καινοτομίες που αυξάνουν την παραγωγικότητα ενσωματώνονται σε κεφαλαιουχικά αγαθά που προορίζονται για την παραγωγή «διεθνώς εμπορευσίμων».
-παρέχει στην οικονομία το πλεόνασμα που χρειάζεται να επενδυθεί για να υπάρχει ανάπτυξη. Στον τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» δεν υπάρχει πλεονασματικό προϊόν διότι οι «εκροές» του είτε καταναλώνονται την στιγμή που παράγονται (υπηρεσίες «παλαιού τύπου») χωρίς να είναι δυνατόν να αποθεματοποιηθούν, είτε χαρακτηρίζονται από το στοιχείο τού πεπερασμένου, όπως συμβαίνει με την γη. Αντίθετα, το προϊόν τού τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων»: α) αποθεματοποιείται και β) προϊόντος τού χρόνου και προϊούσης τής τεχνολογικής προόδου, παράγεται με την χρήση όλο και λιγότερο εισροών. Και για τους δύο λόγους, η κατά κεφαλήν παραγωγή του τομέως, μετρούμενη ως φυσικό προϊόν, είναι αυξητική, σε αντίθεση με την κατά κεφαλήν παραγωγή τού τομέως των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» η οποία είναι (σχεδόν) στάσιμη.

-Επιτρέπει στην εθνική οικονομία να εξασφαλίσει, μέσω του εξωτερικού εμπορίου, προϊόντα απαραίτητα για την ευημερία των κατοίκων τής χώρας, τα οποία, όμως, για διάφορους λόγους δεν είναι δυνατόν να παραχθούν εντός των συνόρων της. Προφανές; Όχι πάντα, διότι υπάρχει η εξής δοξασία: Η επίτευξη των απαραιτήτων από το εξωτερικό μπορεί να προέλθει και με την βοήθεια εξωτερικού δανεισμού! Άποψη που λησμονεί, φυσικά, ότι και τα δανεικά πρέπει να αποπληρωθούν και αυτό πάλι απαιτεί την βοήθεια των παραγομένων από την χώρα «διεθνώς εμπορευσίμων». Όμως, η δοξασία έχει και άλλον αναβαθμό, που είναι η παραβολή τής «παλίρροιας που σηκώνει εξ ίσου όλες τις βάρκες»: Το χρέος μπορεί να ανακυκλώνεται εσαεί, και παράλληλα να μειώνεται η σχετική σημασία του λόγω της ανάπτυξης της οικονομίας. Ήταν ακριβώς η γενικότερη φιλοσοφία που βρισκόταν πίσω από την πολιτική δανεισμού των ελληνικών κυβερνήσεων που οδήγησε τελικά στην χρεοκοπία.

-Διαχέει τα ευεργετήματα της αυξανόμενης -στην πορεία τού χρόνου- παραγωγικότητάς του σε όλη την κοινωνία, δηλαδή σε εκείνους που εργάζονται στους κλάδους τού τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων», όπου η μέση παραγωγικότητα παραμένει (σχεδόν) στάσιμη στην πορεία τού χρόνου. Αυτό συμβαίνει διότι ο τομέας των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» προσφέρει αγαθά που η ζήτησή τους χαρακτηρίζεται από υψηλή εισοδηματική ελαστικότητα. Καθώς η αυξημένη παραγωγικότητα ικανοποιεί όλο και περισσότερο τις ανάγκες για «διεθνώς εμπορεύσιμα», η ζήτηση για «διεθνώς μη εμπορεύσιμα» παραμένει σταθερή ή αυξάνεται. Δεδομένης της χαμηλής παραγωγικότητας στον κλάδο των τελευταίων, εξ αιτίας τής «εντάσεως εργασίας» στην διαδικασία παραγωγής τους και δεδομένης της λειτουργίας τού νόμου τής «εξίσωσης των αμοιβών των συντελεστών τής παραγωγής» σε όλους τους κλάδους, η σχετική τιμή τους προς τα «διεθνώς εμπορεύσιμα» όλο και αυξάνεται. Συνέπεια αυτού είναι ότι όσο η παραγωγικότητα στον κλάδο των «διεθνώς εμπορευσίμων» αυξάνεται, τόσο το ποσοστό τους στο ΑΕΠ μειώνεται.

Ένα υποθετικό παράδειγμα μπορεί να το δείξει αυτό πολύ γλαφυρά. Σε μια φανταστική εξαιρετικά προηγμένη μικρή χώρα, στα μέσα τού 21ου αιώνα, η τεχνολογία και η επιστήμη έχουν δημιουργήσει ένα παραγωγικό αντίστοιχο του «κέρατος τής Αμάλθειας». Με έναν μόνο χειριστή το σχετικό μηχάνημα είναι σε θέση να δημιουργήσει όλα τα «διεθνώς εμπορεύσιμα» προϊόντα που η κοινωνία επιθυμεί να καταναλώσει. Συνεπώς, το υπόλοιπο εργατικό δυναμικό της, δηλαδή όλοι οι άλλοι πλην ενός, θα ασχοληθούν στον τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» προσφέροντας εκείνα τα προϊόντα και υπηρεσίες που το «κέρας της Αμάλθειας» δεν μπορεί να δημιουργήσει όπως κατοικίες με θέα στην θάλασσα, διδασκαλία μαθητών, εκπαίδευση σκύλων, διακόσμηση οικιών, οργάνωση δημοσίων σχέσεων, καθαρισμό κοινόχρηστων οδών, αθλητικές και παραθλητικές δραστηριότητες, ιατρικές φροντίδες, παραγωγή και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας και οτιδήποτε άλλο μπορεί να φαντασθεί κανείς. Στην οικονομία αυτή τα ποσοστά στο ΑΕΠ, αλλά και οι σχετικές τιμές των «διεθνώς εμπορευσίμων» και των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» θα είναι 0,000…..1% προς 99,999…….9%. Το ποσοστό των «διεθνώς εμπορευσίμων» θα τείνει στο μηδέν για τον απλό λόγο ότι η ύπαρξη του «κέρατος της Αμάλθειας» θα επιτρέπει να ασχοληθεί με την παραγωγή τους μόνο ένας εργαζόμενος. Δοθέντος δε ότι η δημιουργία τού τεχνολογικού αυτού επιτεύγματος θα οφείλεται συνολικά στο υψηλό επίπεδο επιστημονικών γνώσεων της κοινωνίας, ο ένας αυτός χειριστής θα μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, και δεν θα μπορεί να διεκδικήσει υψηλότερη αμοιβή από τους υπόλοιπους εργαζόμενους, ακόμη και όσους πιθανόν εργάζονται στην συλλογή απορριμμάτων, μια σαφώς «διεθνώς μη εμπορεύσιμη» δραστηριότητα, διότι σε αυτήν την περίπτωση πολύ εύκολα θα μπορούσε να αντικατασταθεί με κάποιον άλλον. Συνεπώς, όσο υψηλότερη είναι η μέση παραγωγικότητα σε μια οικονομία, τόσο μικρότερο ποσοστό τού ΑΕΠ της καλύπτεται από τα «διεθνώς εμπορεύσιμα».

-Ο λόγος που καθορίζεται από τις σχετικές τιμές «διεθνώς εμπορευσίμων» και «διεθνώς μη εμπορευσίμων» είναι η πραγματική εξωτερική συναλλαγματική ισοτιμία τής εθνικής οικονομίας και η αύξησή (μείωσή) του, επιφέρει την υποτίμηση (ανατίμηση) της νομισματικής ισοτιμίας και επιδρά βελτιωτικά (επιδεινωτικά) στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Αυτό, ισχύει κυρίως για «μικρές ανοικτές οικονομίες» όπως η Ελλάδα που είναι «λήπτρια τιμών» όσον αφορά τα «διεθνώς εμπορεύσιμα» διότι η συνεισφορά της στις μεταβολές τής συνολικής διεθνούς ζήτησης για τα τελευταία, από την οποία ζήτηση καθορίζεται και η ενιαία διεθνής τιμή τους, είναι ανεπαίσθητη. Ερμηνεύεται δε ως εξής: εάν, για παράδειγμα, η εξωτερική συναλλαγματική ισοτιμία μιας «μικρής ανοιχτής οικονομίας», η οποία λειτουργεί με συνθήκες κυμαινόμενης συναλλαγματικής ισοτιμίας, υποτιμηθεί για έναν λόγο που δεν έχει σχέση με τους όρους παραγωγής, όπως, φερ’ ειπείν, μια υποθετική φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό, το αποτέλεσμα θα είναι ότι θα απαιτούνται πλέον περισσότερες μονάδες «διεθνώς μη εμπορευσίμων» για να αγοράσουν τις ίδιες μονάδες «διεθνώς εμπορευσίμων» που αγόραζαν και πριν. Η σημασία αυτής της αλλαγής είναι πολυσήμαντη διότι, εκτός από τις επιπτώσεις που θα έχει στο εμπορικό ισοζύγιο, αλλά και στην δομή τής ζήτησης, η οποία όπως είναι φυσικό θα προσπαθήσει να υποκαταστήσει τα πιο ακριβά προϊόντα με πιο φθηνά, εάν και όπου, αυτό είναι δυνατόν, θα υπάρξουν και σημαντικές επιπτώσεις στην δομή τής παραγωγής διότι οι εγχώριοι παραγωγοί «διεθνώς εμπορευσίμων» θα δουν το περιθώριο κέρδους τους να αυξάνεται και αυτό θα τους παρωθήσει στην αύξηση της προσφοράς τους, ενώ οι παραγωγοί «διεθνώς μη εμπορευσίμων», αντιθέτως, θα δουν το περιθώριο κέρδους τους να μειώνεται και αν η «υποκατάσταση της ζήτησης» δεν είναι τόσο μεγάλη και η ζήτηση για τα προϊόντα τους δεν αυξηθεί σημαντικά, τότε θα έχουν και αυτοί ισχυρά κίνητρα να μεταφέρουν μέρος των πόρων που απασχολούν στην παραγωγή «διεθνώς εμπορευσίμων». Είναι γνωστό, άλλωστε, στην σύγχρονη οικονομική θεωρία ότι μεγάλα αναπτυξιακά «θαύματα», ειδικά χωρών που βρίσκονταν χαμηλά στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και ήθελαν να «ανεβούν κατηγορία» όπως, για παράδειγμα, η Κίνα, στηρίχθηκαν αρχικά σε ένα τεχνηέντως υποτιμημένο νόμισμα, γεγονός που αποτέλεσε ίσως τον πιο σημαντικό παράγοντα που διευκόλυνε την επιτυχία τους.

Με διαφορετικό τρόπο, φυσικά, λειτουργεί μια «υπερτίμηση» του εθνικού νομίσματος. (Μια σταδιακή και ομαλή, ανατίμηση του νομίσματος είναι διαφορετικό πράγμα: Οφείλεται στην άνοδο της παραγωγικότητας στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» και στην λειτουργία του μηχανισμού τής αγοράς που διαχέει τα ωφελήματα εξ αυτού σε όλη την κοινωνία. Αντίθετα, «υπερτίμηση» θεωρούμε την άνοδο της πραγματικής συναλλαγματικής οικονομίας όταν αυτό δεν είναι αποτέλεσμα της αύξησης της παραγωγικότητας αλλά άλλων, εξωγενών προς την παραγωγή, παραγόντων όπως η είσοδος κερδοσκοπικών κεφαλαίων, ή «έγχυση» στην οικονομία κεφαλαίων που προήλθαν από υπερβολικό εξωτερικό δανεισμό με σκοπό την «τόνωση της ενεργού ζήτησης» κλπ). Στην περίπτωση της «υπερτίμησης» τα «διεθνώς εμπορεύσιμα» γίνονται πιο φθηνά, και τα «διεθνώς μη εμπορεύσιμα» πιο ακριβά. Η εγχώρια παραγωγή των πρώτων καθίσταται εν μέρει ασύμφορη διότι το περιθώριο κέρδους μειώνεται με δεδομένη την ενιαία διεθνή τιμή τους, ενώ των δευτέρων πιο αποδοτική. Η συμπεριφορά τής ζήτησης, όμως στην περίπτωση αυτή δεν είναι «συμμετρική»: Στρέφεται προς τα πιο φθηνά «διεθνώς εμπορεύσιμα» που, όμως, είναι όλο και πιο πολύ εισαγόμενα από το εξωτερικό, διότι η εγχώρια παραγωγή τους, εφ’ όσον έχει καταστεί λιγότερο αποδοτική έχει μειωθεί. Παράλληλα, το εισόδημα που «περισσεύει» από την μικρότερη δαπάνη για «διεθνώς εμπορεύσιμα» στρέφεται προς τα «διεθνώς μη εμπορεύσιμα», είτε για λόγους «συμπληρωματικότητας» (γιατί δηλαδή, για παράδειγμα, μαζί με τα εισαγόμενα ανθεί και το εισαγωγικό εμπόριο) είτε για λόγους «υποκατάστασης», αυξάνοντας, επί παραδείγματι, την ζήτηση για κατοικίες. (Θα πρέπει εδώ να τονιστεί ότι η αναφορά σε καθεστώς κυμαινόμενης συναλλαγματικής ισοτιμίας γίνεται μόνο για λόγους ευκολίας. Υποτίμηση ή «υπερτίμηση» είναι, κάλλιστα, δυνατή και σε καθεστώς σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας και αφορά την «πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία» η οποία συναρτάται κυρίως με το «κόστος παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος» που προσδιορίζει τις σχετικές τιμές τόσο με το εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό).

Η ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Είναι αναγκαίο εδώ να επαναλάβουμε ότι, παρά τα όσα έχουν γραφεί και ειπωθεί για την ελληνική κρίση και χρεοκοπία, παρά τις κατάρες και τους ολοφυρμούς, παρά τις καταγγελίες για συνωμοσίες και προδοσίες, παρά τις αναφορές στην διαφθορά και στον κρατισμό, κανείς δεν έχει παρουσιάσει ένα λειτουργικό υπόδειγμα, δηλαδή ένα «σύστημα ανεξάρτητων και εξαρτημένων μεταβλητών» που να εξηγεί πώς και γιατί η ελληνική οικονομία, σε μια ορισμένη στιγμή, οδηγήθηκε στην χρεοκοπία και στην κατάρρευση. Στην καλύτερη περίπτωση, οι πιο φιλόδοξες προτάσεις ερμηνείας δεν είναι παρά ποσοτικές περιγραφές των εξελίξεων, σε συνδυασμό με προσπάθειες πολιτικής χειραγώγησης των ακροατών ή αναγνωστών τους. (Στις χειρότερες περιπτώσεις, δε, είναι είτε συνομωσιολογικά παραληρήματα είτε ψευδο-ηθικολογικοί δικανικοί ανθρώπων που προφανώς αγνοούν ότι η ελληνική κοινωνία ήταν διεφθαρμένη και κρατικιστική επίσης και το 1960 και το 1980 και το 2000 -αλλά δεν χρεοκόπησε τότε. Χρεοκόπησε το 2010, και αυτό είναι που απαιτεί μια αντικειμενική ερμηνεία, η οποία θα λαμβάνει υπ’ όψιν της τα πραγματικά γεγονότα αντί απλά να εξωτερικεύει τα προσωπικά ή πολιτικά απωθημένα του καθενός). Η προηγηθείσα περιγραφή των ιδιοτήτων των «διεθνώς εμπορευσίμων» και των «διεθνώς μη εμπορευσίμων», εν τούτοις, και του πώς οι μεταξύ τους σχέσεις επιδρούν στην ανάπτυξη μιας «μικρής ανοιχτής οικονομίας», επιτρέπουν την καταγραφή των όρων και των προϋποθέσεων μιας ισόρροπης αναπτυξιακής διαδικασίας. Συγκρίνοντάς τους με τις εξελίξεις τής ελληνικής περιπτώσεως, και εντοπίζοντας τα σημεία στα οποία αυτή απέκλινε από την «ατραπό της ευσταθούς αναπτυξιακής ισορροπίας», οδηγείται κανείς με ακρίβεια στην κατανόηση του πού βρίσκονται οι αιτίες τής εθνικής μας αποτυχίας αλλά και στο ποιές οικονομικές πολιτικές είναι ευνοϊκές για την ανάπτυξη και ποιές είναι ακατάλληλες και πρακτικά ανεφάρμοστες.

Ο θεμελιώδης όρος αναπτυξιακής ισορροπίας σχετίζεται με το επίπεδο της συναλλαγματικής ισοτιμίας, δηλαδή την σχετική τιμή των «διεθνώς εμπορευσίμων» με τα «διεθνώς μη εμπορεύσιμα». Μια, σε μεσο-μακροπρόθεσμη βάση, υπερτιμημένη ισοτιμία είναι ο πλέον ισχυρός ανασχετικός παράγοντας για την ανάπτυξη. Η πιο σημαντική ένδειξη της «υπερτίμησης» είναι ένα μακροχρόνια ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και ένα σταθερά αυξανόμενο εξωτερικό χρέος. (Αλλά, επίσης, και μια «χαμηλή» θέση στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας). Βεβαίως, μια «αναπτυσσόμενη» οικονομία, στην πρώτη φάση τής αναπτυξιακής της πορείας, είναι λογικό να δημιουργεί εξωτερικό χρέος και έλλειμμα, διότι χρειάζεται να δανεισθεί για να επενδύσει σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και να εισαγάγει τεχνολογία και τεχνολογική γνώση. Αυτά, όμως, δεν μπορεί παρά να είναι παροδικά. Εάν η επένδυση στην πρώτη φάση τής ανάπτυξης είναι αποδοτική, τότε το εξωτερικό δάνειο θα αποπληρωθεί, ενώ η παραγωγή θα υποκαταστήσει τις εισαγωγές ή θα δημιουργήσει ισάξιες εξαγωγές καταργώντας το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου. Αντίθετα, εάν το έλλειμμα παραμένει επί μακρόν και το χρέος αυξάνεται, δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: είτε η επένδυση δεν είναι αποδοτική είτε τα δάνεια δεν χρησιμοποιούνται για παραγωγική επένδυση αλλά για κατανάλωση. Το δεύτερο αυτό, φυσικά, ισοδυναμεί με αυτοχειριασμό που πραγματοποιείται σε δόσεις, προκειμένου να υπάρξει ένα πιο εγγυημένο αποτέλεσμα. Πολύ συχνά, όμως, ο εν λόγω αυτοχειριασμός λαμβάνει χώρα ενδεδυμένος με τον μανδύα τής «αναπτυξιακής πολιτικής». Αίφνης, στην Ελλάδα όπου, κατά παγκόσμια αποκλειστικότητα και πρωτοτυπία, ο κεϋνσιανισμός αντιμετωπίζεται ως μια θεωρητική πρόταση «αναπτυξιακής πολιτικής» (και όχι μια μέθοδος αντικυκλικής πολιτικής), η προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό για ενίσχυση της κατανάλωσης –«τόνωση της ενεργού ζήτησης»- έχει επανειλημμένα παρουσιασθεί ως «αναπτυξιακό εργαλείο» (και μάλιστα, όχι μόνο μια φορά: Ενώ τα αποτελέσματα είναι πάντα με εκτυφλωτικό τρόπο «αντιαναπτυξιακά», το επιχείρημα πάντα επανέρχεται, διότι ικανοποιεί τους βραχυπρόθεσμους ψηφοθηρικούς σχεδιασμούς των παροδικών πολιτικών ηγεσιών αλλά και τον σε μικρή απόσταση ευρισκόμενο ορίζοντα των ψηφοφόρων τους, καθώς και την βραχεία ιστορική- συλλογική τους μνήμη).

Η μακροοικονομική πολιτική προκειμένου να υποστηρίζει την ευσταθή αναπτυξιακή πορεία, πρέπει να συμβάλει, κυρίως στο να παραμένει μεσο-μακροχρόνια, το εξωτερικό ισοζύγιο ισοσκελισμένο (ή ελαφρά πλεονασματικό) ή πάλι, πράγμα που είναι το ίδιο, να διατηρείται η σχέση «διεθνώς εμπορευσίμων» προς «διεθνώς μη εμπορεύσιμα» σε εκείνο το επίπεδο που οι συντελεστές τής παραγωγής θα παρωθούνται σταθερά να απασχολούνται στον κλάδο των πρώτων, στον βαθμό τουλάχιστον που κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο για να υπάρξει ανάπτυξη. Η «έκχυση» αυξημένης ζήτησης μέσω αύξησης της δημόσιας δαπάνης σε μια «μικρή ανοιχτή οικονομία», δεν μπορεί να αυξήσει, σε πρώτη φάση, τις ονομαστικές τιμές, άρα και το περιθώριο κέρδους των «διεθνώς εμπορευσίμων» γιατί αυτό καθορίζεται σε διεθνές επίπεδο. Με δεδομένο, όμως, ότι τα «διεθνώς μη εμπορεύσιμα», με την σειρά τους, δεν μπορούν να αυξήσουν την προσφορά τους βραχυχρόνια, οι παραγωγοί τους βλέπουν -με χαρά- τις τιμές τους, άρα και το περιθώριο κέρδος τους, να αυξάνεται. Το αποτέλεσμα είναι, μεσοχρόνια, (που κάτι τέτοιο καθίσταται δυνατόν), να μετακινούνται πόροι από τον διεθνώς ανταγωνιστικό τομέα στον μη ανταγωνιστικό εγχώριο για να επωφεληθούν από τις υψηλότερες αποδόσεις που εμφανίζονται εκεί.

Συνεπώς, το αποτέλεσμα της αναπτυξιακής -υποτίθεται- επεκτατικής πολιτικής με αύξηση της δημόσιας δαπάνης είναι, αύξηση του ελλείμματος στο εξωτερικό εμπόριο, διόγκωση του δημόσιου χρέους (και ενδεχομένως και του εξωτερικού χρέους, εάν η «επέκταση» επιχειρήθηκε με εξωτερικό δανεισμό), και το κυριότερο, μεταφορά πόρων από τα «διεθνώς εμπορεύσιμα» στα «διεθνώς μη εμπορεύσιμα», κάτι που από αναπτυξιακή άποψη είναι μια πλήρης καταστροφή εάν αιτία του δεν είναι η αύξηση του επιπέδου παραγωγικότητας αλλά η τεχνητή αλλαγή στην ζήτηση και στους «όρους εμπορίου» μεταξύ των δύο τομέων. Πρόκειται για μια τραγική ιστορία που επαναλήφθηκε πολλές φορές στην –διατελούσα υπό την υπνωτική σχεδόν επήρεια του διαζευκτικού ιδεολογήματος «ανάπτυξη-λιτότητα»- μεταπολιτευτική Ελλάδα, χωρίς η προηγούμενη –κακή- εμπειρία να αποτελεί και μάθημα για την επόμενη. Άλλωστε, προτείνεται και σήμερα, ως η ανυπέρβλητη συνταγή για την υπέρβαση της κρίσης. Όποιος, βεβαίως, τηρεί αποστάσεις από την κραυγαλέα αυτή πλάνη πρέπει να κρατήσει ως συμπέρασμα ότι, για μια «μικρή ανοικτή οικονομία», η ουδέτερη δημοσιονομική πολιτική αποτελεί τον θεμελιώδη όρο της αναπτυξιακής ισορροπίας της, πράγμα που συνεπάγεται ως επί το πλείστον ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς (και πλεονασματικούς σε περιπτώσεις που η οικονομία βρίσκεται σε κατάσταση «υπερθέρμανσης» ωθούμενη σε αυτό από εξωγενείς παράγοντες). Ούτε η «ύφεση», ούτε η αναπτυξιακή στασιμότητα οικονομιών σαν την Ελλάδα θεραπεύονται με ελλειμματικούς προϋπολογισμούς. Πολλώ δε μάλλον που μια μικρή ανοικτή οικονομία, όπως η Ελλάδα, στην πραγματικότητα δεν πάσχει ποτέ από έλλειψη «ενεργού ζητήσεως», γιατί υπάρχει πάντοτε γι’ αυτήν η ζήτηση των διεθνών αγορών.

Υπό το φως των ανωτέρω, μπορεί κανείς εύκολα να εκτιμήσει ποια ήταν τα αίτια της καταστροφής το 2010. Η τραγική αποτυχία τής ελληνικής οικονομίας, βεβαίως, είχε τις ρίζες της στην ακολουθούμενη, ήδη από το 1949 οικονομική πολιτική. Δεν θα έφθανε, όμως, ποτέ στην χρεοκοπία εάν, μέσα στις συνθήκες τής πρώτης περιόδου τής ΟΝΕ, δεν παραβιάζονταν, με τόσο ανόητο τρόπο, όλοι οι όροι ευστάθειας της αναπτυξιακής ισορροπίας. Βέβαια, προς την ίδια κατεύθυνση συνέβαλε και ο γενικός παραλογισμός που παρατηρήθηκε διεθνώς -δηλαδή η ευήθεια των δανειστών που δάνειζαν την Ελλάδα με επιτόκια Γερμανίας- και προξένησε την κρίση σε όλη την Νότια Ευρώπη και σε όλη την ευρωζώνη. Παρ’ ότι, λοιπόν, η κρίση στην Ελλάδα είναι διαφορετική από της Πορτογαλίας ή της Ιρλανδίας διότι –στην χώρα μας- πρόκειται για μια εκτεταμένη διαρθρωτική κατάρρευση η οποία δεν επιδέχεται επιδιορθώσεις αλλά απαιτεί συνολική ανοικοδόμηση της οικονομίας, ο μηχανισμός με τον οποίον εκδηλώθηκε σε όλες τις χώρες τού Νότου δεν διαφέρει και πολύ. Όταν ο υπερδανεισμός δεν μπορούσε πλέον να συνεχισθεί, η ψευδώνυμη «ανάπτυξη» που είχε δημιουργήσει κατέρρευσε μαζί του: «Η συσσώρευση υπερβολικού χρέους συνεπάγεται συνήθως την μετακίνηση κάποιου μέρους τής εγχώριας συνολικής ζήτησης χρονικά προς τα εμπρός, έτσι ώστε η έξοδος από το χρέος να περιλαμβάνει τις περισσότερες από τις αποταμιεύσεις και μειωμένη ζήτηση. Το αρνητικό σοκ δημιουργεί δυσμενείς επιπτώσεις στο τομέα των μη εμπορευσίμων, ο οποίος είναι μεγάλος (περίπου τα δύο τρίτα μιας προηγμένης οικονομίας) και εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την εγχώρια ζήτηση. Ως αποτέλεσμα, οι δείκτες της ανάπτυξης και της απασχόλησης πέφτουν κατά την περίοδο της απομόχλευσης» [8].

Φυσικά, η Ελλάδα ζούσε παραβιάζοντας τους όρους αναπτυξιακής ισορροπίας τουλάχιστον από το 1960. Πλην όμως, πότε οι υπάρχουσες ασφαλιστικές δικλείδες τού εθνικού νομίσματος, πότε διάφορες θετικές εξωτερικές περιστάσεις, βοήθησαν να κρατηθεί, τουλάχιστον ως την είσοδο στην ευρωζώνη, μακριά από την καταστροφή. Στην περίοδο 2000-2009, όμως, η παραβίαση -ή μάλλον ο βιασμός- των όρων ισορροπίας ήταν τεραστίων διαστάσεων, και η δυσμενής κατάληξη αναπόφευκτη [9]. Ως συνέπεια των τελείως ακατάλληλων πολιτικών στο δημοσιονομικό και στο νομισματικό επίπεδο, και της «υπερτίμησης» της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας, η κρίσιμη σχέση «διεθνώς εμπορευσίμων»-«διεθνώς μη εμπορευσίμων» εκτροχιάσθηκε πλήρως. Η «υπερβάλλουσα ζήτηση» (δηλαδή η ανεξέλεγκτη «τόνωση της ενεργού ζητήσεως»), εκτόξευσε στα ύψη τις τιμές τής δεύτερης κατηγορίας, η οποία διογκώθηκε στην ελληνική οικονομία σε ακραίο βαθμό, ενώ αντίθετα τα «διεθνώς εμπορεύσιμα» συνέχισαν να συρρικνώνονται όσον αφορά την εγχώριο παραγωγή, και να πληθαίνουν όσον αφορά την εισαγωγή τους, εξακοντίζοντας το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, και μαζί του και το εξωτερικό χρέος, σε δυσθεώρητα ύψη [10]. Παρουσιάστηκε το μοναδικό, ίσως, παγκοσμίως, φαινόμενο να εξειδικευτεί μια εθνική οικονομία στην κατανάλωση εισαγομένων με χρηματοδότηση από δανεικά. Και με βάση αυτό να θεωρεί ότι «αναπτύσσεται» και ότι «συγκλίνει» με τα επίπεδα εισοδήματος της ευρωζώνης(!), πεποίθηση που δεν έχει ακόμη διαγραφεί από την σκέψη της μεγάλης πλειοψηφίας των κάθε είδους περί τα οικονομικά δημοσιολογούντων, δεδομένου πως είτε θεωρούν ότι η «ύφεση» που έφερε το Μνημόνιο θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί με μια πιο «ήπια πολιτική» είτε πως η περίοδος της πενίας τελειώνει πλέον και η χώρα θα γυρίσει σύντομα στο επίπεδο ΑΕΠ των 230 δισεκατομμυρίων ευρώ που είχε «πετύχει» το 2008. Μόνο που δεν έχουν αντιληφθεί ότι το ΑΕΠ αυτό δεν αντιστοιχούσε στην παραγωγική της δυνατότητα, δηλαδή στο δυναμικό του τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», αλλά στην τότε δανειοληπτική ικανότητά της, μέσα στον παραισθητικό παροξυσμό τής εποχής, που απλά διόγκωνε προσωρινά τα εισοδήματα και τις λογιστικές τιμές των «διεθνώς μη εμπορευσίμων». Αυτή, όμως, η κατηγορία εμπορευμάτων, στην πραγματικότητα, δεν αντλεί την πραγματική της αξία από τίποτε άλλο παρά μόνο από την παραγωγική ικανότητα της χώρας, στην οποία παραγωγική ικανότητα πολύ λίγο, και μόνο εμμέσως συμμετέχει. Το πραγματικό δυνητικό ΑΕΠ της Ελλάδας βρίσκεται πολύ πιο κοντά στα σημερινά 180 δισεκατομμύρια, παρά στα 230 του 2009. Η «ανάπτυξη» που παρατηρήθηκε στην περίοδο 2000-2009 στην Ελλάδα στηριγμένη στην «επεκτατική δημοσιονομική πολιτική» ήταν απλώς μια οφθαλμαπάτη, μια ψευδαίσθηση στην οποία, όμως, πολλοί συνεχίζουν να ζουν ακόμη και σήμερα. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο δεν υπήρξε ανάπτυξη αλλά εκείνο που υπήρξε ήταν καταστροφή κοινωνικού πλούτου και παραγωγικού δυναμικού.

ΟΙ ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η αιτία τής «αποτυχίας» τής Ελλάδας στην οικονομική της πορεία, συνεπώς, ιδιαίτερα από την είσοδο στην ευρωζώνη και στην συνέχεια, εντοπίζεται στο γεγονός ότι δεν ακολουθήθηκε το «μονοπάτι της αναπτυξιακής ευστάθειας», το οποίο χαρακτηρίζεται από το ότι πρώτα βελτιώνονται η παραγωγικότητα, και τα εισοδήματα στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» και μόνο στην συνέχεια, μέσω των λειτουργιών τής αγοράς, και ιδιαίτερα του μηχανισμού τής «εξίσωσης των αμοιβών των συντελεστών παραγωγής», ο πλούτος που αυτό έχει δημιουργήσει, μεταφέρεται, μέσω της αλλαγής των σχετικών τιμών που καθιστούν τα «διεθνώς μη εμπορεύσιμα» ακριβότερα, και στους υπόλοιπους κλάδους τής οικονομίας.

Αυτό, όμως, που συνέβη στην Ελλάδα ήταν διαφορετικό, εμβαλωματικό και ανώμαλο: Η παραγωγικότητα στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» δεν βελτιώθηκε, (παρά μόνο ελάχιστα, και σε κάθε περίπτωση λιγότερο από την αδικαιολόγητη αύξηση των αμοιβών, η οποία οδήγησε σε τραγική κάμψη τής διεθνούς ανταγωνιστικότητάς του). Εν τούτοις, οι σχετικές τιμές των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» αυξήθηκαν αυτοτελώς, λόγω της εισόδου στην οικονομία αυξημένων χρηματικών ροών και της υπερβάλλουσας ζήτησης που προκάλεσαν. Δημιουργήθηκε μια ανισόρροπη οικονομία όπου η παραγωγική βάση ήταν ισχνότατη και η παραγωγική υπερδομή υπερμεγέθης, και υπέρβαρη. Τελείως φυσιολογικά, μόλις ήρθε η αναπόφευκτη διακοπή τής εισροής των πόρων και τα δανεικά αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία, η παράταιρη αυτή οικονομία κατέρρευσε -όπως και ήταν φυσικό. Κυρίως δε κατέρρευσε η κακοήθης υπερπλασία των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» που δεν αντιστοιχούσε ουδόλως στην παραγωγική βάση τής οικονομίας, και έτσι εξηγείται το παράδοξο της συντριπτικής διαφοράς στην ανεργία μεταξύ 2001 και 2013 ενώ η «ενεργός ζήτηση» είναι ουσιαστικά η ίδια. Στο μεσολαβήσαν διάστημα, μεγάλο μέρος τού εργατικού δυναμικού είχε μεταφερθεί στον («εντάσεως εργασίας») τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» και ειδικά στο μέρος του εκείνο που δημιουργήθηκε και επιβίωνε μέσω της «μόχλευσης» των δανεικών.

Σχεδόν σε όλες τις ερμηνείες για την ελληνική οικονομική κρίση, ως αίτια της παρουσιάζονται αφ’ ενός μεν η κρίση χρέους, αφ’ ετέρου δε η κρίση τής ανταγωνιστικότητας, τα οποία, εν τούτοις, στις περισσότερες περιπτώσεις εκλαμβάνονται ως δύο διαφορετικά φαινόμενα, παράλληλα μεν αλλά λειτουργικά ασυσχέτιστα μεταξύ τους. Εάν τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, όμως, είναι σωστά, τότε στην πραγματικότητα, τα δύο αυτά φαινόμενα όχι μόνο δεν είναι ασυσχέτιστα αλλά συνδέονται με μια πολύ ισχυρή σχέση αιτίου-αποτελέσματος μεταξύ τους: Τα συνεχή δημοσιονομικά ελλείμματα, δημιουργώντας «υπερβάλλουσα ζήτηση», διόγκωσαν τον τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» και συνέθλιψαν, στην κυριολεξία, τον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», καταρρακώνοντας έτσι και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή την βασική προϋπόθεση της ανάπτυξής της. Συνεπώς, και δεδομένου ότι η αλήθεια βρίσκεται στους αντίποδες της διαδεδομένης και κυρίαρχης ιδεοληψίας τού δίπολου «ανάπτυξη-λιτότητα», αυτά που ισχύουν στην πραγματικότητα είναι τα εξής:

-Η δημοσιονομική πολιτική δεν είναι πάντοτε μια εξωγενής παράμετρος του οικονομικού συστήματος, διότι η πολιτική εξουσία δεν έχει πάντοτε την δυνατότητα να την χρησιμοποιήσει σαν εργαλείο επέμβασης στην οικονομική συγκυρία. Για να συμβαίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει η εθνική οικονομία να διαθέτει «δημοσιονομικό περιθώριο» (fiscal space), δηλαδή την δυνατότητα να δανείζεται ή να αυξομειώνει τους φόρους, κάτι που δεν είναι δυνατόν παρά μόνο εάν στις προηγηθείσες οικονομικές φάσεις η κυβέρνηση δεν έχει κάνει κατάχρηση του εργαλείου της δημοσιονομικής πολιτικής. Από την άποψη αυτή, μόνο μια κλασική κεϋνσιανή πολιτική σε μακροχρόνια βάση είναι ικανή να προσφέρει το απαιτούμενο «περιθώριο». Φυσικά, μιλάμε για την αυθεντική κεϋνσιανή πολιτική και όχι το ιδεολόγημα που φέρει το όνομά της και καταφέρεται, μονίμως, κατά της λιτότητας! Όπως είναι γνωστό η κεϋνσιανή πολιτική προτείνει, μεν, σε περιόδους κάμψεως την δημοσιονομική επέκταση ως εργαλείο πολιτικής, πλην όμως σε περιόδους επεκτάσεως και υπερθερμάνσεως της οικονομίας προτείνει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή την δημοσιονομική συστολή (άρα, μαζί με τον περιορισμό των ελλειμμάτων και τον περιορισμό τού χρέους). Από την άποψη αυτή, μια καλώς συγκερασμένη κεϋνσιανή πολιτική θα ήταν σε θέση να διατηρήσει ένα δημοσιονομικό «περιθώριο» ώστε να παραμένει η δημοσιονομική επέκταση ως δυνητικό εργαλείο παρέμβασης στην οικονομική συγκυρία. Δυστυχώς κάτι παρόμοιο δεν συνέβη στην Ελλάδα, όπου η χρεοκοπία προέκυψε λόγω του γεγονότος ότι ο κεϋνσιανισμός εξελήφθη ως «αναπτυξιακή θεωρία» και τα δημοσιονομικά ελλείμματα διαδέχονταν αδιάπτωτα το ένα το άλλο, ασχέτως του επιπέδου απασχόλησης των παραγωγικών συντελεστών της οικονομίας.

-Ακόμη και αν η δημοσιονομική πολιτική παραμένει εξωγενής παράμετρος, δηλαδή ακόμη και αν η κυβέρνηση διαθέτει την δυνατότητα δημοσιονομικής επέκτασης, αυτό δεν σημαίνει ότι η χρησιμότητά της ως εργαλείου παρέμβασης στην συγκυρία είναι απεριόριστη. Εάν η κάμψη τής οικονομικής δραστηριότητας προέρχεται από διαρθρωτικές αρρυθμίες, που έχουν σχέση είτε με αδιέξοδες επενδύσεις (malinvestments) είτε από εξελίξεις στο σύστημα των σχετικών τιμών οι οποίες έχουν απομειώσει την διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, τότε οι «βαθμοί ελευθερίας» μοιραία περιορίζονται από την ανάγκη συγκερασμών και παράπλευρων ρυθμίσεων, όπως η αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Ακόμη και τότε, όμως, δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι το επίπεδο πλήρους απασχόλησης θα αποκατασταθεί. Ενδεχομένως, δε, η αύξηση της απασχόλησης που θα επιτευχθεί να μην είναι αριστοποιητική από μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή άποψη εφ’ όσον θα επιτρέπει, με τεχνητό τρόπο, την προσωρινή διαιώνιση δραστηριοτήτων εκτός τού μακροχρόνιου σημείου ισορροπίας τής οικονομίας [11]. Αυτό, -σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι όταν δανείζεσαι για να χρηματοδοτήσεις δραστηριότητες που δεν είναι αναπτυξιακά βέλτιστες, η αποπληρωμή των δανεικών δεν είναι απολύτως εξασφαλισμένη-, σημαίνει ότι ωθείς την οικονομία να παραμείνει εκτός τής «άριστης ατραπού» τής μακροχρόνιας αναπτυξιακής σταθερότητας.

-Εάν η οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα, αυτά δεν είναι δυνατόν να θεραπευθούν από την δημοσιονομική (ή και την νομισματική) πολιτική, δηλαδή με απλή τόνωση της ζήτησης. Όταν, δηλαδή, η οικονομία λειτουργεί εκτός τού μεσομακροχρόνιου σημείου ισορροπίας της είτε διότι οι αμοιβές των παραγωγικών συντελεστών δεν αντιστοιχούν στις παραγωγική συμβολή τους είτε διότι οι σχέσεις των «διεθνώς εμπορευσίμων» με τα «διεθνώς μη εμπορεύσιμα» δεν είναι εκείνη που αντιστοιχεί στο επίπεδο της μέσης παραγωγικότητας, η δημοσιονομική πολιτική μόνο εμμέσως μπορεί να είναι χρήσιμη. Τα διαρθρωτικά προβλήματα απαιτούν διαρθρωτικές λύσεις, κάτι που ουσιαστικά σημαίνει κλαδικές ανακατατάξεις (στην οικονομία) και κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Αυτό επιτυγχάνεται, επιτρέποντας και την παράλληλη επίτευξη ενός ανώτερου επίπεδου κοινωνικής ευπραγίας, μόνο μέσω μιας πολυμέτωπης στρατηγικής, ο χρονικός ορίζοντας της οποίας ξεπερνάει την οικονομική συγκυρία. Ελλείψει, όμως, μιας παρόμοιας στρατηγικής, το πιο πιθανό που μπορεί να επιφέρει η κρίση με τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της, είναι μια υποβάθμιση της θέσης τής χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και μια σταδιακή κοινωνική παρακμή.

-Σε ακραίες περιπτώσεις χρεοκοπίας, όπως η παρούσα τής Ελλάδας, η δημοσιονομική πολιτική είναι μια καθαρά ενδογενής μεταβλητή τής οικονομίας, αφ’ ενός μεν διότι δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί αυτόνομα (η χώρα όχι μόνο δεν είναι σε θέση πλέον να δανεισθεί αλλά και πρέπει, πρωτίστως, να ικανοποιήσει τους πιστωτές της) αφ’ ετέρου δε διότι τα μεγέθη της -ελλείμματα ή πλεονάσματα- προκύπτουν εν πολλοίς από τις εξελίξεις στους υπόλοιπους τομείς τής οικονομίας και από τον βαθμό στον οποίον είναι δυνατόν να υπερβούν την κρίση τους ή όχι. Ως εκ τούτου, σε ακραίες περιπτώσεις όπως αυτή, δεν τίθεται καν θέμα επιλογής μεταξύ «λιτότητας», (δηλαδή δημοσιονομικής αυστηρότητας), και «ανάπτυξης» (!), (δηλαδή δημοσιονομικής επέκτασης). Η υιοθέτηση της πρώτης δεν είναι επιλογή, είναι αναπόφευκτη αναγκαιότητα [12].

Δεδομένων όλων των ανωτέρω, είναι σαφές ότι (ιδιαίτερα για μια μικρή ανοικτή οικονομία όπως η ελληνική), η λελογισμένη δημοσιονομική (αλλά και νομισματική) πολιτική, η οποία μεριμνά ώστε η ενεργός ζήτηση να μην διαστρέφει το άνυσμα των σχετικών τιμών, να μην δημιουργεί θνησιγενείς κλαδικές υπερπλασίες, να μην διαστρεβλώνει τις σχέσεις των «διεθνώς εμπορευσίμων» με τα «διεθνώς μη εμπορεύσιμα» αγαθά και υπηρεσίες, καταρρακώνοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα, και γενικά να μην διαταράσσει τους μακροχρόνιους όρους τής αναπτυξιακής ισορροπίας, είναι η επιβεβλημένη πολιτική που ουσιαστικά δημιουργεί τους όρους τής ανάπτυξης και ευνοεί την σταθερότητά της. Επειδή, όμως, αυτή η λελογισμένη δημοσιονομική (ή γενικότερα, οικονομική, εάν συνοδεύεται και από τις κατά περίπτωσιν επιβαλλόμενες διαρθρωτικές παρεμβάσεις) πολιτική, είναι η ίδια που από τον πολιτευτικό λόγο περιγράφεται ως «λιτότητα», είναι σαφές ότι στην πραγματικότητα, και εις πείσμα τής επικρατούσας πεποίθησης, η «λιτότητα» δεν είναι το αντίθετο της ανάπτυξης αλλά, στις πλείστες των περιπτώσεων, η βασική προϋπόθεσή της. Η Ελλάδα τού 2014 είναι πιο φτωχή, και απείρως πιο δυστυχισμένη, από την Ελλάδα του 2001 ακριβώς διότι αγνοούσε την βασική αυτή αλήθεια.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

[1] Βλ. ΕΛΣΤΑΤ, Η Ελληνική Οικονομία, http://www.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/BUCKET/General/greek_ec... καθώς και http://www.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/BUCKET/General/greek_ec....
[2] «2000-2007: Ταχεία ανάπτυξη, στηριγμένη στην εγχώρια ζήτηση» (!). Και η Τράπεζα της Ελλάδας, επίσης, μαζί με κάθε άλλον, θεωρεί ότι επρόκειτο για γνήσια και πραγματική ανάπτυξη. Βλ. «Το χρονικό της μεγάλης κρίσης-Η Τράπεζα της Ελλάδος 2008-2013», έκδοση Κέντρου Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδας, 2014, σ. 15.
[3] Ιδιαίτερα έντονα, αλλά και χαρακτηριστικά, εκφράσθηκε η άποψη αυτή αμέσως μετά από τις ευρωεκλογές τού 2014. Αρχηγοί κρατών, πολιτικοί αλλά και δημοσιογράφοι έσπευσαν να αποδώσουν την άνοδο των «ευρωσκεπτικιστικών» κομμάτων στην απογοήτευση που έχει προκληθεί στους λαούς τής Ευρώπης εξ αιτίας τής οικονομικής στασιμότητας, η οποία –υποτίθεται πως- δεν μπορεί παρά να είναι προϊόν τής «λιτότητας» και της δημοσιονομικής «αυστηρότητας» που εφαρμόζεται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο από την εκδήλωση της κρίσης χρέους, το 2010 δηλαδή, και στην συνέχεια.
[4] Βλ. ΕΛΣΤΑΤ, ο.π.
[5] Smaghi Lorenzo Bini, “Austerity and Stupidity”, http://www.voxeu.org/article/austerity-and-stupidity
[6] Βλ.Τράπεζα της Ελλάδας, http://www.bankofgreece.gr/Pages/el/Statistics/externalsector/debit.aspx
[7] Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, το 2011, τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν σχετικά στοιχεία τής ΕΛΣΤΑΤ, ήταν περίπου 42 δισ. ευρώ. (Κωδικοί NACE 1-33, 50, 55-56, 62,63,72 στον πίνακα «Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία κατά κλάδο (Α 64)», 2000-2011. Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ).
[8] Βλ. Spence Michael, “Learning about growth and austerity”, Project Syndicate, 18 May 2013.
[9] Βλ. ενδεικτικά, Νίτση Ι. Ελισάβετ, «Η εξέλιξη του δημόσιου χρέους στην Ελλάδα», Ελληνική Οικονομία νο 6, Ιούνιος 2014, ΚΕΠΕ.
[10] Βλ. και Gaulier Guillaume-Vincard Vincent, “The signatures of Euro area imbalances”, Banque de France, 2012
[11] Βλ. Beaudry Paul, Galizia Dana, Portier Franck, “Reconcilling Hayek’s and Keynes’views of recessions”, CEPR Discussion Paper 9966, NBER Working Paper 20101. Επίσης, Ιωάννου Δημήτρης, «Τζων Μέιναρντ Κέυνς, Η οικονομική θεωρία ως ηθικό πρόταγμα», The Athens Review of books, τ. 30, Ιούνιος 2012, διαθέσιμο και στο http://legacy.kritiki.gr/attachments/article/218/ATHENS%20REVIEW,%20%CE%...
[12] Και ως εκ τούτου, οι πιο πάνω διαπιστώσεις, σε κανέναν βαθμό δεν συνεπάγονται υιοθέτηση των απόψεων της σχολής τής «αναπτυξιακής δημοσιονομικής συστολής» η οποία δεν είναι παρά μόνο ο, εξ ίσου ανέρειστος, ιδεολογικός αντίπαλος της σχολής τού δίπολου «ανάπτυξη-λιτότητα».

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr