Πώς θα νικηθεί ο Γολιάθ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς θα νικηθεί ο Γολιάθ

Μια Ενεργειακή Ένωση της ΕΕ απέναντι στο ρωσικό μονοπώλιο φυσικού αερίου

Λαμβάνοντας υπόψη την εξάρτησή της από τον άνθρακα, η Πολωνία αντιστέκεται ενεργά σε προσπάθειες της ΕΕ για περαιτέρω μείωση των εκπομπών διοξειδίου τού άνθρακα. Σε αντίθεση με άλλες χώρες τής ΕΕ, κυρίως την Γερμανία, όπου η βιωσιμότητα και η διαφοροποίηση των πηγών κυριαρχούν στις συζητήσεις για την ενεργειακή πολιτική, η Πολωνία επικεντρώνεται στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού. Η χώρα στηρίζεται σε ξεπερασμένες ενεργειακές υποδομές, ιδιαίτερα στους τομείς τής παραγωγής, μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας. Οι πολωνικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής δεν είναι μόνο αναποτελεσματικές, στερούνται επίσης τις ικανότητες που απαιτούνται για την κάλυψη των ευρωπαϊκών αυστηρών κανόνων εκπομπών. Μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, η Πολωνία θα πρέπει να κλείσει τις πιο αναποτελεσματικές ενεργειακές της μονάδες, εγκαταλείποντας παραγωγή 6.000 μεγαβάτ ή σχεδόν το 20% της εγκατεστημένης ισχύος τής χώρας.

Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, ότι καθώς η ΕΕ κάνει την μετάβαση σε πιο βιώσιμες πηγές καυσίμων, οι εκπρόσωποι της Πολωνίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχουν επανειλημμένα καταψηφίσει τα ενεργειακά σχέδια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Έχουν συχνά μείνει μόνοι στην αντίθεσή τους. Τώρα, καθώς η μετάβαση σε ένα ενεργειακό περιβάλλον με χαμηλές εκπομπές άνθρακα γίνεται αναπόφευκτη στην Ευρώπη και σε όλο τον βιομηχανοποιημένο κόσμο, η Πολωνία αντιμετωπίζει μια παρατεταμένη και εξαιρετικά δαπανηρή πρόκληση να απογαλακτιστεί από την εξάρτησή της από τον άνθρακα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Τουσκ υποστηρίζει ότι η Ευρώπη πρέπει να επωφεληθεί πλήρως από τα διαθέσιμα ορυκτά καύσιμα, όπως ο άνθρακας. Το δικαιολογεί έτσι: «Πρέπει να αγωνιστούμε για έναν καθαρότερο πλανήτη, αλλά πρέπει να έχουμε ασφαλή πρόσβαση σε ενεργειακούς πόρους και θέσεις εργασίας για τον χρηματοδοτήσουμε».

Ακόμη και αν η πρόταση Τουσκ προάγει τα ενεργειακά συμφέροντα της χώρας του, έχει δίκιο ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να επιδιώκει βιωσιμότητα χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές επιπτώσεις της. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι προηγούμενες προσπάθειες της Γερμανίας για την μείωση των εκπομπών διοξειδίου τού άνθρακα έχουν αναιρεθεί κατά τα τελευταία πέντε χρόνια. Περαιτέρω, η Γερμανία κάλυψε το 45,5% των ενεργειακών αναγκών της πέρυσι από τον άνθρακα, το υψηλότερο επίπεδο από το 2007. Επίσης έχασε πυρηνικές πηγές ενέργειας, όταν, σε αντίδραση προς την πυρηνική καταστροφή τής Fukushima στην Ιαπωνία τον Μάρτιο του 2011, η γερμανική κυβέρνηση έκλεισε οκτώ πυρηνικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας. Σχεδιάζει να κλείσει τους υπόλοιπους 17 μέχρι το 2022. Κατά συνέπεια, η ηλεκτρική ενέργεια από τα γερμανικά πυρηνικά εργοστάσια έχει μειωθεί στο 15,4% της συνολικής κατανάλωσης από 22,5% το 2010.

Ακόμα κι αν η Γερμανία έχει αυξήσει την χρήση των ανανεώσιμων πηγών για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, η αιολική και η ηλιακή ενέργεια είναι ασταθείς πηγές που αυξάνουν τον κίνδυνο μπλακ-άουτ. Η μεταβλητότητα στην παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μπορεί να αντισταθμιστεί με τον άνθρακα και το φυσικό αέριο, αλλά το αέριο έχει γίνει πάρα πολύ ακριβό σε σχέση με την τιμή τής ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται. Αν και το αέριο παράγει περίπου το ήμισυ των εκπομπών σε σύγκριση με τον άνθρακα, οι παραγωγοί δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά να βασίζονται σε αυτό, χωρίς σημαντικές επιδοτήσεις. Χρησιμοποιώντας άνθρακα, οι εταιρείες ενέργειας στην Γερμανία κερδίζουν περίπου 5 ευρώ (6,3 δολάρια) ανά μεγαβατώρα και χάνουν 17 ευρώ (21 δολάρια) ανά μεγαβατώρα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο. Ενώ το μερίδιο της γερμανικής ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές πλησιάζει το 25%, το υπόλοιπο 75% είναι επαχθές για το περιβάλλον, και η αβεβαιότητα της προμήθειας [καυσίμων] σε συνδυασμό με την πρόθεση να κλείσουν οι πηγές πυρηνικής ενέργειας θα αυξήσουν περαιτέρω την εξάρτηση της Γερμανίας από τον άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

ΑΝΤΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

Εκτός από το να αντιμετωπίζει την ενεργειακή ασφάλεια και την οικονομική σταθερότητα σε ολόκληρη την Ευρώπη, η πρόταση Τουσκ αποτελεί επίσης μια ελάχιστα συγκαλυμμένη αντεπίθεση στους τρέχοντες ενεργειακούς και περιβαλλοντικούς στόχους τής Ευρώπης για φέτος και το 2030.

Όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, η ενεργειακή πολιτική τής ΕΕ βασίζεται σε μια Πράσινη Βίβλο του 2006 [6], η οποία καθορίζει μια στρατηγική για την δημιουργία βιώσιμης, ανταγωνιστικής και ασφαλούς ενέργειας με την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, την δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς ενέργειας, και την προώθηση της ενεργειακής αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών. Το 2007, η ΕΕ ψήφισε νομοθεσία που ενσωμάτωσε πολλά στοιχεία τής Πράσινης Βίβλου.

Ενώ η ΕΕ αναγνωρίζει ότι η υπέρμετρη εξάρτηση από την Ρωσία ως προμηθευτή φυσικού αερίου είναι ένα από τα μεγαλύτερα ενεργειακά προβλήματα, οι πολιτικές της για την μείωση αυτής της ευπάθειας συνέβαλαν στην υστέρηση της Ευρώπης στην βιομηχανική ανταγωνιστικότητα και απέτυχαν να μειώσουν τις υψηλές τιμές τής ενέργειας.