Το μεγάλο παιχνίδι των αξιολογητικών οίκων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το μεγάλο παιχνίδι των αξιολογητικών οίκων

Πώς οι χώρες γίνονται φερέγγυες

Όσο περίεργο κι αν φαίνεται, οι οργανισμοί αξιολόγησης πάντα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό στις πληροφορίες που είναι δημόσιες και σε όσες είναι πρόθυμες να μοιραστούν οι κυβερνήσεις. Πάρτε το Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα. Το 1976, η βρετανική κυβέρνηση είχε τόσα οικονομικά προβλήματα που ζήτησε οικονομική βοήθεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, και το 1978, αποφάσισε να εκδώσει ομόλογα στην Νέα Υόρκη. Πριν από την έκδοση, όπως δείχνουν τα αρχεία, το Λονδίνο αποφάσισε να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους οίκους αξιολόγησης, οι οποίοι δεν είχαν αξιολογήσει την πιστοληπτική ικανότητα του Λονδίνου επί δεκαετίες. Παρά το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν χρειάζεται βαθμολογία για την πρόσβασή του στην αγορά των ΗΠΑ, οι Βρετανοί αξιωματούχοι πίστευαν ότι μια ισχυρή υποστήριξη από τους οργανισμούς θα οικοδομούσε την εμπιστοσύνη των επενδυτών και θα μπορούσε να μειώσει σημαντικά το κόστος τού δανεισμού.

Από την αρχή, το Λονδίνο ήταν αποφασισμένο να ελέγχει αυστηρά την ροή των πληροφοριών προς τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Για τον σκοπό αυτό, η Τράπεζα της Αγγλίας και το βρετανικό Υπουργείο Οικονομικών, σε συνεργασία με την αμερικανική επενδυτική τράπεζα Morgan Stanley, παρήγαγαν ένα έγγραφο που θεωρητικά παρείχε στους οργανισμούς μια ολοκληρωμένη και ευρεία επισκόπηση της βρετανικής εθνικής οικονομίας. Παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιούσαν ακριβή στοιχεία, οι αξιωματούχοι τόνισαν τα ισχυρά σημεία τού Ηνωμένου Βασιλείου, υπογραμμίζοντας την δέσμευσή του στην αύξηση των εσόδων, την μείωση του πληθωρισμού, και τα κέρδη από τα προσφάτως ανακαλυφθέντα αποθέματα πετρελαίου στην Βόρεια Θάλασσα. Και υποβάθμισαν τις αμφιβολίες σχετικά με την οικονομία. Οι εντάσεις με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις -οι οποίες τελικά κορυφώθηκαν στον λεγόμενο «χειμώνα τής δυσαρέσκειας»- εμφανίστηκαν μόνο εν συντομία, όπως έγινε και για κάποιες υποχρεώσεις, όπως οι λεπτομέρειες γύρω από την μη πληρωμή από την κυβέρνηση χρεών που δημιουργήθηκαν κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και οφείλονται στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Μέχρι το τέλος τής διαδικασίας, οι Βρετανοί αξιωματούχοι πίστευαν ότι είχαν παράσχει τις περισσότερες από τις πληροφορίες που χρησιμοποιούν οι οργανισμοί. Όπως δείχνουν πρόσφατα δημοσιοποιηθέντα έγγραφα της βρετανικής κυβέρνησης, οι αξιωματούχοι έκαναν μια συντονισμένη προσπάθεια για να πουν την ιστορία όσο καλύτερα μπορούσαν –για να περιορίσουν αναφορές στο χρέος χωρίς να διακινδυνεύσουν νομική δράση σχετικά με την «παρεμπόδιση ουσιωδών πληροφοριών».

Η βρετανική κυβέρνηση, επίσης, εργάστηκε για να διαχειριστεί τις εντυπώσεις μέσα από μια σειρά επισκέψεων από τους οίκους αξιολόγησης, κατά τις οποίες κυβερνητικοί αξιωματούχοι έκαναν παρουσιάσεις και πραγματοποίησαν κατά μόνας συναντήσεις. Όπως το έθεσε ένα εσωτερικό έγγραφο, «Η εντύπωση της εμπιστοσύνης, ο επαγγελματισμός και η προσωπική δέσμευση. . . δεν μπορούν να βοηθήσουν, αλλά έχουν σημαντικές επιπτώσεις. . . σκοπός [τού οργανισμού αξιολόγησης] σε αυτές τις συναντήσεις είναι να καθορίσει τι να πιστέψει». Οι Βρετανοί αξιωματούχοι πιστεύουν ότι τέτοιες προσπάθειες είναι ζωτικής σημασίας˙ Η γραπτή έκθεση που παρήχθη από τους αναλυτές κάθε οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που επισκέπτοντο την χώρα, χρησίμευσε ως βάση για τις συζητήσεις κατά τις συνεδριάσεις τής επιτροπής αξιολόγησης στην Νέα Υόρκη.

Η Moody’s απάντησε γρήγορα με μια αξιολόγηση ΑΑΑ, αλλά υπήρξε κάποια καθυστέρηση στην εξασφάλιση μιας τελικής απόφασης από την Standard & Poor 's, η οποία εξέδωσε την ίδια απόφαση, αλλά σημείωνε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν ήταν μια «ανοικτή και ξεκάθαρη περίπτωση» για μια κορυφαία βαθμολογία. Εάν το Ηνωμένο Βασίλειο δεν ήταν «ανοικτή και ξεκάθαρη» υπόθεση, τότε οι βρετανικές προσπάθειες να ενημερώσουν και να επηρεάσουν τους αναλυτές αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας κατά την διάρκεια της διαδικασίας επανεξέτασης ίσως κάλλιστα να έκανε την διαφορά.

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Παρά τις σχεδόν τέσσερις δεκαετίες που έχουν περάσει από την πρώτη σύγχρονη πιστοληπτική αξιολόγηση του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οργανισμοί λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο σήμερα. Σίγουρα, η βιομηχανία έχει γίνει πιο επαγγελματική και καθοδηγούμενη από τα δεδομένα, και οι ανταλλαγές μεταξύ των κυβερνήσεων και των αναλυτών αξιολόγησης συμβαίνουν σε πιο συχνή βάση. Ωστόσο, οι οργανισμοί πρέπει ακόμα να κάνουν υποκειμενικές κρίσεις. Αναφορές το 2004 ότι η Ελλάδα είχε συγκαλύψει τα επίπεδα του ελλείμματός της για να εξασφαλίσει την είσοδό της στην ευρωζώνη ήρθαν ως έκπληξη για όλους τούς μεγάλους οίκους αξιολόγησης. Αλλά οι αντιδράσεις τους τελικά ποίκιλαν. Η Standard & Poor’s υποβάθμισε την αξιολόγηση της Ελλάδας, αλλά η Moody’s διατήρησε ανέπαφη την βαθμολογία τής πιστοληπτικής της ικανότητας.

Για να γίνουν τα πράγματα πιο περίπλοκα, ορισμένα κράτη έχουν δημιουργήσει, ή βρίσκονται στην διαδικασία της δημιουργίας, των δικών τους διεθνών οίκων αξιολόγησης, καθένας από τους οποίους θα χρησιμοποιεί πιθανώς διαφορετικές ποιοτικές παραδοχές σχετικά με το τι συνιστά την πιστοληπτική ικανότητα. Για παράδειγμα, η Ρωσία και η Κίνα λειτουργούν ήδη τους δικούς τους οργανισμούς αξιολόγησης, αλλά τώρα σχεδιάζουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους. Η προτεινόμενη οργάνωση θα αξιολογήσει αρχικά τα ρωσο-κινεζικά επενδυτικά σχέδια, αλλά ο Ρώσος υπουργός Οικονομικών Anton Siluanov εξέφρασε την ελπίδα ότι ο οργανισμός θα «ανέβει σε ένα επίπεδο όπου οι απόψεις του θα προσελκύσουν άλλες χώρες». Η ομάδα των χωρών BRICS -Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική- έχει επίσης μελετήσει την δημιουργία δικού της οργανισμού αξιολόγησης. Και ορισμένοι παρατηρητές πιστεύουν ότι ο σχεδιαζόμενος ρωσο-κινεζικός οργανισμός αξιολόγησης θα μπορούσε να διευρυνθεί ως ένα μεγαλύτερο σχέδιο των BRICS.