Η διαχείριση του νέου Ψυχρού Πολέμου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η διαχείριση του νέου Ψυχρού Πολέμου

Τι μπορούν να μάθουν η Ουάσιγκτον και η Μόσχα από τον προηγούμενο Ψυχρό Πόλεμο

Δεύτερον, όπως στα πρώτα στάδια του αρχικού Ψυχρού Πολέμου, η κάθε πλευρά βλέπει την σύγκρουση ως αποτέλεσμα αποκλειστικά και μόνο των ενεργειών - ή ακόμα και της φύσης – τού άλλου. Κανείς δεν δίνει προσοχή στις πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις που έφεραν τις σχέσεις στο σημερινό χαμηλό επίπεδό τους. Αυτή η φροντίδα να επιρρίπτεται το λάθος στην άλλη πλευρά θυμίζει συμπεριφορές από τα τέλη τής δεκαετίας τού 1950 και των αρχών τής δεκαετίας τού 1960, όταν η κάθε πλευρά έβλεπε την άλλη ως εγγενώς ξένη. Μόνο αφότου επέζησαν από τους κινδύνους τής κρίσης τού Βερολίνου την περίοδο 1958 - 1961 και την πυραυλική κρίση τής Κούβας το 1962 οι Αμερικανοί και οι Σοβιετικοί έκαναν ένα βήμα πίσω και εξέτασαν το πού συνέκλιναν τα συμφέροντά τους. Κατά την διάρκεια των επόμενων δέκα ετών, διαπραγματεύθηκαν τρεις μεγάλες συμφωνίες ελέγχου των εξοπλισμών: Την Συνθήκη τής Απαγόρευσης των Περιορισμένων Πυρηνικών Δοκιμών, την Συνθήκης Μη Διασποράς των Πυρηνικών, και τις πρώτες Συνομιλίες Περιορισμού των Στρατηγικών Όπλων (Strategic Arms Limitation Talks, SALT I).

Τρίτον, όπως κατά το μεγαλύτερο μέρος τού αρχικού Ψυχρού Πολέμου, καμία πλευρά δεν περιμένει πλέον πολλά από την μεταξύ τους σχέση. Μεμονωμένες στιγμές συνεργασίας μπορεί να προκύψουν όταν τα συμφέροντα των δύο πλευρών σχετικά με συγκεκριμένα θέματα θα τυχαίνει να συμπίπτουν. Αλλά καμιά τους δεν πιστεύει ότι είναι εφικτό να συνεχίσουν την συνεργασία σε ένα ευρύ μέτωπο με στόχο την αλλαγή τής φύσης τής σχέσης, συνολικά. Ούτε κανένα από τα δύο στρατόπεδα φαίνεται να είναι πρόθυμο να κάνει το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.

Τέταρτον, για να τιμωρήσει την Μόσχα και να σηματοδοτήσει το κόστος που θα πληρώσει σε περίπτωση περαιτέρω επιθετικότητας, η Ουάσιγκτον έχει καταφύγει σε μια σειρά αντιποίνων ψυχροπολεμικού στυλ. Αρχίζοντας τον Μάρτιο, έθεσε τις κοινές στρατιωτικές δραστηριότητες με την Ρωσία σε αναμονή και τερμάτισε τις διαπραγματεύσεις για την πυραυλική άμυνα. Η κυβέρνηση Ομπάμα έχει επίσης απαγορεύσει την εξαγωγή προς την Ρωσία πολιτικής τεχνολογίας με πιθανές στρατιωτικές εφαρμογές, ανέστειλε την συνεργασία με την Ρωσία για πολιτικά σχέδια πυρηνικής ενέργειας, διέκοψε τις επαφές τής NASA με τον ρωσικό ομόλογό της, και αρνήθηκε πρόσβαση Ρώσων ειδικών στα εργαστήρια του Υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ. Πολλά από τα μέτρα αυτά πιθανότατα θα παραμείνουν σε ισχύ μετά το τέλος τής ουκρανικής κρίσης. Και ακόμη και εκείνα που θα έχουν αρθεί θα αφήσουν ένα διαβρωτικό υπόβαθρο.

Πέμπτον, και πιο σοβαρό, όπως ακριβώς η αντιπαράθεση για την ασφάλεια στην καρδιά τής Ευρώπης αποτέλεσε το επίκεντρο του αρχικού Ψυχρού Πολέμου, η ανανεωμένη αβεβαιότητα για την σταθερότητα της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης θα οδηγήσουν και ετούτον, επίσης. Αρχίζοντας στην δεκαετία τού 1990, η επέκταση του ΝΑΤΟ σε μεγάλο τμήμα τής ανατολικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων των χωρών τής Βαλτικής, μετέθεσε τα πολιτικο-στρατιωτικά σύνορα της Ευρώπης προς τα άκρα τής πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ μεταμόρφωσε επίσης την Λευκορωσία, την Μολδαβία και την Ουκρανία στα νέα «ενδιάμεσα εδάφη», ως διάδοχοι της Πολωνίας και τμημάτων τής Αυστρο-Ουγγρικής Αυτοκρατορίας για τα οποία οι μεγάλες δυνάμεις πολέμησαν, με τραγικά αποτελέσματα, κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Σήμερα, καθώς η Μόσχα οχυρώνει τον Δυτικό Στρατιωτικό Κλάδο, μια βασική στρατιωτική διοίκηση, και το ΝΑΤΟ επανεστιάζει στην Ρωσία, η στρατιωτική αντιπαράθεση πάνω από την ηπειρωτική Ευρώπη, η οποία πήρε δύο δεκαετίες για να διαλυθεί, θα ανασυσταθεί γρήγορα στο ανατολικό άκρο τής Ευρώπης.

ΚΟΚΚΙΝΗ ΖΩΝΗ

Κάποιοι μπορεί να συμπεράνουν ότι ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος, αν και ανεπιθύμητος, δεν θα έχει τόση σημασία όσο ο παλιός, κυρίως επειδή η σύγχρονη Ρωσία αποτελεί μια απλή σκιά τής απειλής που έθετε κάποτε η Σοβιετική Ένωση. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τεράστια υλικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τον αντίπαλό τους: Η οικονομία τους είναι περίπου οκτώ φορές μεγαλύτερη από της Ρωσίας, και ο στρατιωτικός προϋπολογισμός τους είναι επτά φορές μεγαλύτερος. Επιπλέον, το μέγεθος των άλλων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ουάσιγκτον, από την αναταραχή στην Μέση Ανατολή για την αύξηση των εντάσεων στην περιοχή τής Ασίας-Ειρηνικού, θα μπορούσε να κάνει μια κατάρρευση των σχέσεων της Ρωσίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το μεγαλύτερο μέρος τής Ευρώπης να φαίνεται σχετικά ασήμαντη.

Αλλά το να αμφισβητηθεί η πιθανότητα ή το μέγεθος μιας παρατεταμένης αντιπαράθεσης θα είναι βαθύτατα λανθασμένο. Στην πραγματικότητα, εάν η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες πλησιάζουν ο ένας τον άλλο με όρους εκ διαμέτρου αντίθετους, η σύγκρουση θα παραμορφώσει άσχημα την εξωτερική πολιτική των δύο χωρών, θα βλάψει σχεδόν κάθε σημαντική διάσταση της διεθνούς πολιτικής, και θα αποσπάσει την προσοχή και τους πόρους από τις σημαντικότερες προκλήσεις ασφάλειας στον νέο αιώνα.