Μην αμφισβητείτε την ανακωχή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μην αμφισβητείτε την ανακωχή

Το Μινσκ ΙΙ θα μπορούσε να παγώσει τις συγκρούσεις στην Ουκρανία
Περίληψη: 

Η δεύτερη συμφωνία ανακωχής του Μινσκ ξεκίνησε δυσοίωνα. Αλλά η ελπίδα παραμένει. Ένα μεγάλο μέρος του μετώπου έχει ηρεμήσει, ενώ κι οι δυο πλευρές έχουν αρχίσει τις ανταλλαγές κρατουμένων. Παρά το γεγονός ότι η πρόσφατη συμφωνία μπορεί να μην παρέχει μια οριστική λύση στην σύγκρουση, έχει καλές προοπτικές να την παγώσει.

Ο MICHAEL KOFMAN είναι υπότροφος του Kennan Institute στο Κέντρο Woodrow Wilson.

Η δεύτερη συμφωνία ανακωχής του Μινσκ, η οποία υπεγράφη στις 12 Φεβρουαρίου, ξεκίνησε δυσοίωνα. Αφότου η ανακωχή υποτίθεται ότι τέθηκε σε ισχύ, οι αυτονομιστές αντάρτες ανάγκασαν τα ουκρανικά στρατεύματα να αποσυρθούν από την περικυκλωμένη πόλη του Ντεμπαλτσέβε. Η πτώση της πόλης, καθώς κι οι συνεχείς διαμάχες κατά μήκος του μετώπου, θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα πρόωρο τέλος στην εκεχειρία. Αλλά η ελπίδα παραμένει ότι αυτή είναι στην πραγματικότητα μια αρχή, από την στιγμή που τα άλλα τμήματα του μετώπου έχουν ηρεμήσει, ενώ και οι δύο πλευρές έχουν αρχίσει τις ανταλλαγές κρατουμένων. Παρά το γεγονός ότι η πρόσφατη συμφωνία μπορεί να μην παρέχει μια οριστική λύση στην σύγκρουση, έχει καλές προοπτικές να την παγώσει.

Οι παρατηρητές έχουν χαρακτηρίσει την συμφωνία ως μια αδιαμφισβήτητη νίκη της Ρωσίας. Πράγματι, έδωσε στην Ρωσία τα περισσότερα από όσα ζήτησε για τις αποσχισθείσες περιοχές -αυτονομία, ειδικό καθεστώς, και διαβεβαιώσεις ότι οι αυτονομιστές θα προστατευθούν πριν η Ρωσία υποχρεωθεί να παραδώσει τον έλεγχο των συνόρων. Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την πρώτη συμφωνία, η οποία φαινόταν να ευνοεί την Ουκρανία και την Δύση. Όταν η συμφωνία κατέρρευσε, η Δύση πίεζε για μήνες την Ρωσία να εγκαταλείψει τους αυτονομιστές και να επιστρέψει τον έλεγχο των συνόρων στην Ουκρανία –ουσιαστικά να συνθηκολογήσει πλήρως- ή να αντιμετωπίσει το βάσανο των κυρώσεων στο σύνολό του.

Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς για ποιόν ακριβώς λόγο η Ρωσία συμφώνησε στο πρώτο πρωτόκολλο Μινσκ στις 5 Σεπτεμβρίου 2014. Ίσως οι απώλειες που υπέστη στις μάχες του Αυγούστου ήταν σημαντικές, ή η Μόσχα πίστεψε πραγματικά ότι, αφού νίκησε την Ουκρανία στο πεδίο της μάχης, θα μπορούσε να την εκφοβίσει κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Αντ’ αυτού, το Μινσκ Ι έγινε εργαλείο για να καταστήσει η Δύση τους Ρώσους ηγέτες υπόλογους για τις περαιτέρω μάχες από τους αυτονομιστές.

Μέχρι τον Ιανουάριο του 2015, μια εξαγριωμένη Ρωσία είχε περάσει μήνες εκπαιδεύοντας και εξοπλίζοντας μια ικανή αυτονομιστική δύναμη. Η νέα χρονιά είχε έρθει και, με την υποστήριξη της Ρωσίας, οι αυτονομιστές ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τον ουκρανικό στρατό, ξεκινώντας με το αεροδρόμιο του Ντόνετσκ. Η Ρωσία ξεκίνησε την αυτονομιστική της επίθεσή στις 13 Ιανουαρίου με δύο στόχους: Να αναγκάσει την Ουκρανία να υπογράψει μια νέα συμφωνία που καταργεί το Μινσκ Ι και να καταλάβει εδάφη που θα επέτρεπαν την δημιουργία ενός βιώσιμου κράτους για τους αυτονομιστές. Το σχέδιο αυτό προϋπέθετε την κατάληψη της πόλης του διαμετακομιστικού κέντρου Ντεμπαλτσέβε, από την οποία οι δυνάμεις της Ουκρανίας αναμενόμενα υποχώρησαν, καθώς και την μετατόπιση της γραμμής ελέγχου μακριά από τις κύριες αυτονομιστικές πόλεις του Ντόνετσκ και του Λούχανσκ.

Η επιτυχημένη χειμερινή επίθεση της Ρωσίας της έδωσε το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις του Μινσκ ΙΙ. Για την Ουκρανία, η επιλογή ήταν είτε να συνεχίσει τον πόλεμο, διακινδυνεύοντας περισσότερα εδάφη και τον εκτροχιασμό των Δυτικών προσπαθειών για την διάσωση της χώρας, είτε να υπογράψει την συμφωνία και να δεσμεύσει την χώρα σε αντιλαϊκές πολιτικές και εδαφικές παραχωρήσεις. Τελικά, διάλεξε την δεύτερη επιλογή.

Ο Poroshenko δεν ήταν ο μόνος ηγέτης που βρισκόταν υπό πίεση στο Μινσκ. Η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, η οποία είχε εσκεμμένα αποφύγει μια συνάντηση με τον Πούτιν υπό τους όρους του στην Μόσχα, αναγκάστηκε να μεταβεί εκεί για να σώσει τόσο την Ουκρανία, όσο και την Δυτική εξωτερική πολιτική. Η διαπραγματευτική της θέση ήταν ανεπίζηλη: Η στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας πήγαινε καλά ˑ ο στρατός της Ουκρανίας ήταν (και είναι) σε επισφαλή κατάσταση ˑ και η προοπτική να μπορέσει το ΔΝΤ να ξεκινήσει φέτος το ζωτικής σημασίας έργο της αποκατάστασης της οικονομίας της Ουκρανίας εξανεμιζόταν. Παράλληλα, στην Ουάσιγκτον, σημαίνοντες πρώην αξιωματούχοι και διπλωμάτες ασκούσαν πιέσεις σε έναν απρόθυμο πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα να στείλει όπλα στην Ουκρανία, μια πολιτική κατηγορηματικά αντίθετη με εκείνη της Γερμανίας και της Γαλλίας.

Η σχετικά αδύναμη θέση της Δύσης στις συνομιλίες οδήγησε σε κάτι που μοιάζει με συμφωνία για την Μόσχα. Σε απόλυτους όρους, όμως, είναι ένας ρεαλιστικός συμβιβασμός. Η Ρωσία έχει αποκόψει από την Ουκρανία ορισμένες αυτόνομες περιοχές για τους αυτονομιστές -και εξασφάλισε την επιρροή της εκεί- αλλά η ανεξαρτησία της Ουκρανίας παραμένει ασυμβίβαστη, ενώ η χώρα εξακολουθεί να έχει ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον στην Ευρώπη. Η παράταση ενός πολέμου στις αυτονομιστικές περιοχές όχι μόνο θα ήταν καταστροφική για την Ουκρανία, αλλά θα υπονόμευε επίσης τις προσπάθειες της Δύσης να σώσει την χώρα από εθνική χρεοκοπία, να μεταμορφώσει την οικονομίας της, να μεταρρυθμίσει την κυβέρνησή της και να την μετατρέψει σε ένα επιτυχημένο μέλος της ευρωπαϊκής κοινότητας. Ακόμα κι αν η δεύτερη συμφωνία του Μινσκ αποτύχει –κάτι που θα γίνει κατά πάσα πιθανότητα κάποια στιγμή μέσα στον χρόνο- θα έχει καλές πιθανότητες να θέσει τέλος στις εχθροπραξίες στην Ουκρανία. Εκείνοι που αμφιβάλλουν γι’ αυτό, λόγω του πόσο απότομα κατέρρευσε η πρώτη, παρερμηνεύουν τα πλαίσια στα οποία έγιναν οι δύο συμφωνίες.

Το πρώτο πρωτόκολλο του Μινσκ δεν θα μπορούσε ποτέ να χρησιμεύσει ως πολιτική διευθέτηση της σύγκρουσης. Εκ των υστέρων, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί κάποιος ήλπιζε πως θα μπορούσε να πετύχει εξαρχής. Αυτή η συμφωνία, η οποία επετεύχθη στις 5 Σεπτεμβρίου 2014, προσέφερε μια ανάπαυλα στις αντίπαλες πλευρές, αλλά κανέναν μηχανισμό για την διασφάλιση των συμφερόντων τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο χάρτης που σκιαγραφούσε την γραμμή ελέγχου κρατήθηκε μυστικός από όλες τις πλευρές, αφήνοντας το πεδίο ανοιχτό για αμφισβήτηση. Επιπλέον, η συμφωνία δεν δημιούργησε ορισμένες προϋποθέσεις μεταξύ των μερών, ούτε διευκρίνισε ποιος πρέπει να κάνει τι πρώτος.