Αποδεχόμενοι την αλ Κάιντα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Αποδεχόμενοι την αλ Κάιντα

Ο εχθρός του εχθρού των Ηνωμένων Πολιτειών
Περίληψη: 

Είναι σίγουρα ειρωνικό το γεγονός ότι σε αυτό το σημείο, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πιο κοντά από ποτέ στο να καταστρέψουν την αλ Κάιντα, να εξυπηρετούνται τα συμφέροντά της καλύτερα από την διατήρηση της τρομοκρατικής οργάνωσης στην επιφάνεια και του Ζαουάχρι στην ζωή.

Ο BARAK MENDELSOHN είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Haverford College και ερευνητής στο Belfer Center for Science and International Affairs του Harvard Kennedy School. Ακολουθήστε τον στο Twitter @BarakMendelsohn [1].

Από την 11η Σεπτεμβρίου 2001, η Ουάσιγκτον θεωρεί την αλ Κάιντα ως την μεγαλύτερη απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες, την οποία πρέπει να εξαλείψει, ανεξάρτητα από το κόστος ή τον χρόνο. Αφότου η Ουάσιγκτον σκότωσε τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το 2011, έκανε τον Αϊμάν αλ Ζαουάχρι, τον νέο ηγέτη της αλ Κάιντα, τον επόμενο υπ’ αριθμόν ένα στόχο της. Αλλά η αστάθεια στην Μέση Ανατολή μετά τις αραβικές επαναστάσεις και η ραγδαία άνοδος του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και της αλ-Σαμ (ISIS) απαιτεί από την Ουάσιγκτον την επανεξέταση της πολιτικής της εναντίον της αλ Κάιντα, κυρίως την στόχευση του Ζαουάχρι. Το να αποσταθεροποιηθεί η αλ Κάιντα αυτήν την στιγμή μπορεί στην πραγματικότητα να επιβαρύνει τις προσπάθειες των ΗΠΑ να νικήσουν το ISIS.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα ασταμάτητα χτυπήματα των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν αποδυνάμωσαν την αλ Κάιντα καταστρέφοντας την κεντρική διοίκηση της οργάνωσης και καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολο τον σχεδιασμό επιθέσεων κατά της Δύσης. Η συντριβή του πυρήνα της αλ Κάιντα επιδείνωσε, επίσης, τις δυσκολίες που ήδη αντιμετώπιζε στην επικοινωνία και την εποπτεία των διάφορων φυλακίων της. Ως αποτέλεσμα, αυτά τα παρακλάδια είτε αποκλείστηκαν από την στρατηγική της μητρικής οργάνωσης πολεμώντας τα τοπικά καθεστώτα είτε απέτυχαν γιατί στόχευσαν πολύ ψηλά βάζοντας στο στόχαστρο Μουσουλμάνους πολίτες, κυρίως Σιίτες. Για παράδειγμα, ο Αμπού Μουσάμπ αλ Ζαρκάουι, πρώην ηγέτης της αλ Κάιντα στο Ιράκ, διεξήγαγε μια μη εγκεκριμένη επίθεση τον Νοέμβριο του 2005 που σκότωσε πολλούς πολίτες στο Αμμάν, το οποίο ήταν επίσης έξω από την περιοχή ευθύνης του. Αυτοί οι περισπασμοί εμπόδισαν τα διάφορα παρακλάδια από το να συνεισφέρουν ιδιαίτερα στον πρωταρχικό στόχο της αλ Κάιντα για την καταπολέμηση της Δύσης, ή αλλιώς του «μακρινού εχθρού». Με την εξαίρεση της θυγατρικής της στην Υεμένη, οι υπο-οργανώσεις της αλ Κάιντα περιορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στην στόχευση του «κοντινού εχθρού» στις καθορισμένες τους ζώνες. Κι έτσι, παρά την συμβολή τους στην διάδοση της αλ Κάιντα, τα παρακλάδια της αποτέλεσαν περισσότερο βάρος παρά σύμμαχο της οργάνωσης.

Αλλά σήμερα, η αλ Κάιντα, αν κι εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρή απειλή, είναι μόνο μια από τις πολλές που προέρχονται από την Μέση Ανατολή. Η Ουάσιγκτον δεν είναι υποχρεωμένη να περιορίσει μόνο τις ηγεμονικές φιλοδοξίες του Ιράν, το οποίο απειλεί συμμάχους των ΗΠΑ, αλλά και να καταπολεμήσει την επέκτασης του ISIS. Η αποτυχία της Ουάσινγκτον να ισορροπήσει αυτά τα αποκλίνοντα συμφέροντα έγινε εμφανής όταν έκανε το λάθος να συνδέσει τους βομβαρδισμούς στόχων του ISIS στην Συρία με τις επιθέσεις στην οργάνωση Χορασάν της αλ Κάιντα –επιχειρησιακοί πυρήνες συνδεδεμένοι με το Jabhat al-Nusra (αλ Κάιντα στην Συρία), που σχεδιάζει επιθέσεις στην Δύση. Η διπλή αυτή επίθεση ενίσχυσε την άποψη των τζιχαντιστών ότι η Ουάσιγκτον είναι εχθρική προς τους Σουνίτες Μουσουλμάνους, ενώ είναι έτοιμη να διαπραγματευτεί με το δολοφονικό καθεστώς των Αλεβιτών του προέδρου της Συρίας, Μπασάρ αλ-Άσαντ. Όχι μόνο τα χτυπήματα δίνουν στην al-Nusra μια ώθηση δημοτικότητας -οι Σουνίτες είδαν πως μια οργάνωση που έχει ως βασικό στόχο την καταπολέμηση του Άσαντ δέχθηκε επίθεση από τις Ηνωμένες Πολιτείες- αλλά έχουν, επίσης, καταστήσει δυσκολότερο για την Ουάσιγκτον να πείσει τους Σουνίτες αντάρτες να πολεμήσουν εναντίον του Ισλαμικού Κράτους και παρότρυνε την al-Nusra να επιτεθεί σε ομάδες ανταρτών που υποστηρίζονταν από τις ΗΠΑ στην βόρεια Συρία. Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, η Harakat Hazm, μια από τις κυριότερες μετριοπαθείς οργανώσεις ανταρτών στην Συρία που υποστηρίζονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ανακοίνωσε την διάλυσή της μετά από τις ήττες που υπέστη από την al-Nusra.

Η απροθυμία της Ουάσιγκτον να αναπτύξει μάχιμες δυνάμεις εναντίον του ISIS έχει περιορίσει τις επιλογές της σε εναέριες δυνάμεις και στην εξάρτηση της από τις στρατιωτικές δυνάμεις των συμμάχων. Υπάρχουν μερικά πλεονεκτήματα σε αυτήν την στρατηγική και κάποιες ενδείξεις ότι πράγματι αποδίδει καρπούς: Η εκπληκτική πορεία του ISIS έχει αντιστραφεί σε ορισμένες περιοχές, όπως στην Sinjar του Ιράκ και το Kobani στην Συρία. Αλλά η απροθυμία της να επενδύσει περισσότερους αμερικανικούς πόρους έχει το τίμημα της: Οι Ηνωμένες Πολιτείες συμβιβάζονται με μια περιορισμένη και σταδιακή πρόοδο, η οποία θα είναι ανεπαρκής για την καταστροφή του ISIS.

Κατά συνέπεια, το ISIS έχει προσαρμοστεί στην αεροπορική εκστρατεία των ΗΠΑ με την επέκτασή του πέρα από τα ιρακινά και συριακά θέατρα. Πρόσφατα ανακοίνωσε την δημιουργία νέων Wilayat (επαρχιών) στο Αφγανιστάν, την Αλγερία, την Λιβύη, την Σαουδική Αραβία και την Υεμένη, ενώ εισήγαγε ένα νέο σύνθημα: «Παραμένουμε και επεκτεινόμαστε». Μια σειρά επιθέσεων από πράκτορές του στην χερσόνησο του Σινά και στην Λιβύη έδωσε αξιοπιστία στην προσπάθειά του να αναπτυχθεί και βοήθησε να μαλακώσει τα χτυπήματα των αεροπορικών επιδρομών στο Ιράκ και την Συρία.

Για να καταφέρει ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, να εκπληρώσει την υπόσχεσή του να «υποβαθμίσει και τελικά να καταστρέψει» το ISIS, θα πρέπει να αποδυναμώσει τον έλεγχο του ISIS στην Μοσούλη, την Raqqa, και σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα, καθώς και να σταματήσει την επέκτασή του. Αθέλητα, η προσεκτική προσέγγιση της στρατιωτικής επέμβασης της κυβέρνησης μετέτρεψε την αλ Κάιντα -η οποία βλέπει το ISIS ως επαναστατημένο παρακλάδι- σε έναν σημαντικό παίκτη στον περιορισμό της ανάπτυξης του ISIS.