Κατεστραμμένη Ουκρανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κατεστραμμένη Ουκρανία

Δεν είναι αποκλειστικά η Ρωσία υπεύθυνη για το χάος
Περίληψη: 

Εγκληματικές και στρατιωτικές ομάδες στην ανατολική Ουκρανία, αν και παρουσιάζονται επισήμως ενωμένες κατά του ουκρανικού κράτους, ενδιαφέρονται ως επί το πλείστον αποκλειστικά για τα λάφυρα του πολέμου. Οι ηγέτες των ομάδων αυτών έχουν ελάχιστα κίνητρα για την οικοδόμηση μιας ειρήνης που θα αποδυναμώσει την δική τους εξουσία.

Ο PAUL STRONSKI είναι βασικός συνεργάτης στο Πρόγραμμα Ρωσίας και Ευρασίας στο Carnegie Endowment for International Peace. Ως πρώην αξιωματούχος του Υπουργείου Εξωτερικών, υπηρέτησε στην θέση του επικεφαλής για θέματα Ρωσίας και Κεντρικής Ασίας στο προσωπικό του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ από το 2012 ως το 2014.

Η συνεχιζόμενη βία ανάμεσα στις ουκρανικές δυνάμεις και τους αυτονομιστές που στηρίζονται από την Ρωσία στην ανατολική Ουκρανία εξανεμίζει τις ελπίδες για επιτυχία της εκεχειρίας «Μινσκ ΙΙ» που επετεύχθη τον περασμένο μήνα. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις του Φεβρουαρίου στο Χάρκοβο της Ουκρανίας, καθώς κι η συνεχής απειλή μιας αυτονομιστικής επίθεσης στο στρατηγικό λιμάνι της Μαριούπολης [1] δηλώνει ότι καμία πραγματική, παύση της βίας δεν θα συμβεί οποτεδήποτε σύντομα. Αλλά ίσως αυτό να μην είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ανατολικής Ουκρανίας: Η περιοχή είναι πλέον κατακερματισμένη. Η ανάδυση μιας άναρχης, βίαιης επαρχίας Donbass -η οποία είχε πληθυσμό έξι εκατομμυρίων πριν τον πόλεμο- είναι πιθανό να αποτελέσει ένα από τα σημαντικότερα διαρκή κληροδοτήματα του πολέμου. Αυτή η ζοφερή πραγματικότητα σκιαγραφεί ένα πρόβλημα που λίγοι στην Δύση είναι έτοιμοι να αναγνωρίσουν, πόσω μάλλον να αντιμετωπίσουν.

ΒΙΑΙΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ

Το κόστος της μάχης σε ανθρώπινες ζωές είναι προφανές: Τουλάχιστον 1,5 εκατομμύρια άνθρωποι, ένας στους τέσσερις κατοίκους, έχουν εγκαταλείψει την περιοχή. Πάνω από 6.000 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί, σύμφωνα με επίσημους αριθμούς, αν και οι πραγματικοί αριθμοί είναι πιθανόν υψηλότεροι. Οι τοπικές υποδομές, όπως δρόμοι, γέφυρες, σχολεία, ηλεκτροπαραγωγικοί σταθμοί, αποχετεύσεις, σωληνώσεις νερού και πολυκατοικίες καταστράφηκαν ή μετατράπηκαν σε ερείπια. Η νόμιμη οικονομική δραστηριότητα στην Donbass, που κάποτε αποτελούσε βιομηχανική «ατμομηχανή», επιβραδύνθηκε μέχρι που σταμάτησε καθώς οι εργαζόμενοι έφυγαν, η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος έγινε σποραδική κι η βία κατέστησε αδύνατη την αποστολή αγαθών στις ρωσικές και ουκρανικές αγορές. Η αστάθεια και η άνοδος των εγκληματικών οργανώσεων στην περιοχή απομάκρυνε τους επενδυτές, οι οποίοι πιθανότατα δεν θα επιστρέψουν. Μια ήδη τεράστια ανθρωπιστική κρίση μεγαλώνει, ενώ είναι οδυνηρά λίγοι οι πόροι που αφιερώνονται στην διόρθωση της.

Επιπλέον, υπάρχουν κι άλλες, λιγότερο προφανείς απώλειες πολέμου στην περιοχή. Τα διοικητικά όργανα των περιοχών που βρίσκονται στα χέρια αυτονομιστών υπολειτουργούν, αν βρίσκονται σε λειτουργία δηλαδή. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο, όμως, καθώς η διακυβέρνηση της ανατολικής Ουκρανίας ποτέ δεν υπήρξε αποτελεσματική, ενώ η διαφθορά στις τοπικές διοικητικές δομές αποτελεί επίμονο πρόβλημα τόσο στην Ρωσία, όσο και στην Ουκρανία. Καμία από τις δύο χώρες δεν δημιούργησε διάφανους και υπεύθυνους φορείς κατά την διάρκεια των τελευταίων 20 ετών. Αντίθετα, η ανατολική Ουκρανία κυβερνάται εδώ και καιρό από ένα πλέγμα πολιτικής εξουσίας, επιχειρηματικών συμφερόντων και εγκληματικών οργανώσεων. Μια σημαντική προσωπικότητα που βρέθηκε στην εξουσία πριν από τον πόλεμο ήταν ο Ουκρανός επιχειρηματίας Rinat Akhmetov, ο οποίος απολάμβανε μεγαλύτερη εξουσία από ό, τι πολλοί τοπικοί κυβερνήτες [2] ή αξιωματούχοι επιβολής του νόμου. Αφότου ξέσπασε η σύγκρουση, οι διεφθαρμένοι τοπικοί θεσμοί κατέρρευσαν καθώς οι αξιωματούχοι και οι ηγέτες των επιχειρήσεων πριν από τον πόλεμο έφυγαν προς τα δυτικά ή άφησαν τα υπάρχοντά τους στους αυτονομιστές, αφήνοντας τα εδάφη που βρίσκονταν υπό την κατοχή αυτονομιστών να περιέλθουν σε κατάσταση ανομίας.

ΑΥΞΑΝΟΜΕΝΗ ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ

Πολλοί από τους κατοίκους που έμειναν πίσω στην ανατολική Ουκρανία εμφανίζονται δυσαρεστημένοι με την κυβέρνηση του Κιέβου, δεν συμπάσχουν, όμως, απαραίτητα με τους αυτονομιστές. Αντ’ αυτού, έχουν εγκλωβιστεί σε μια θανάσιμη διασταύρωση πυρών ενός γεωπολιτικού παιχνιδιού που δεν μπορούν να ελέγξουν. Οι αυτονομιστές αξιωματούχοι που ελέγχουν την αυτοαποκαλούμενη Λαϊκή Δημοκρατία του Ντόνετσκ (Donetskaya Narodnaya Respublika, DNR) και την Λαϊκή Δημοκρατία του Luhansk (LNR) έχουν γενικά ελάχιστη εμπειρία στην διακυβέρνηση κι ακόμη λιγότερο ενδιαφέρον σε ό, τι αφορά την ανάληψη ευθύνης για την κάλυψη των αναγκών των κατοίκων στις περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους. Ο ανακηρυγμένος πρωθυπουργός της DNR, Alexander Zakharchenko, πρώην ηλεκτρολόγος, ήταν μέλος μιας μαχητικής ομάδας, της Oplot, πριν [3] εκτοξευτεί στον ηγετικό του ρόλο το περασμένο καλοκαίρι. Από τότε, η ομάδα του έχει μετατραπεί σε πολιτοφυλακή [4].

Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι από τους υψηλόβαθμους του αυτονομιστικού κινήματος είναι ξεκάθαρα καιροσκόποι που προσπαθούν να προωθήσουν τα δικά τους πολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα, ακόμα κι αν τα συμφέροντα αυτά δεν ευθυγραμμίζονται πάντα με εκείνα του Κρεμλίνου. Αυτό θα περιπλέξει την δυνατότητα του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, να σταματήσει γρήγορα την σύγκρουση, αν, φυσικά, αποφασίσει να προβεί σε κάτι τέτοιο.

ΤΟ ΕΠΙΣΦΑΛΕΣ ΚΟΥΚΛΟΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΠΟΥΤΙΝ

Οι αυτονομιστικές δυνάμεις στην DNR και την LNR δεν έχουν μια κοινή ιδεολογική συνάρτηση. Η υβριδική προσέγγιση της Ρωσίας στον πόλεμο –η χρήση παράτυπων, συχνά απείθαρχων πολιτοφυλακών και εγκληματικών οργανώσεων μαζί με περιορισμένες ρωσικές τακτικές δυνάμεις και προσωπικό Υπηρεσιών ασφαλείας- πηγάζει από την αποστροφή της ρωσικής κοινής γνώμης για άμεση στρατιωτική επέμβαση στην ανατολική Ουκρανία. Η Ρωσία εξουσιοδότησε μια ετερόκλητη ομάδα μισθοφόρων, η οποία περιελάμβανε Κοζάκους, Τσετσένους, ομάδες οργανωμένου εγκλήματος και ριζοσπαστικούς Ρώσους επιδρομείς, για την οικοδόμηση της Νοβοροσίας μέσω της αποσταθεροποίησης της περιοχής. Την ώρα που οι Δυτικές κυρώσεις αρχίζουν να γίνονται αισθητές στην ρωσική οικονομία, η οποία θα έρθει αντιμέτωπη πιθανότατα με μια ύφεση εντός του έτους [5], ο Πούτιν αναδίπλωσε την στρατηγική του, ελπίζοντας ότι η επίμονη άρνηση συμμετοχής της Ρωσίας στην σύγκρουση θα υπονομεύσει την ευρω-ατλαντική ενότητα και θα κατευνάσει την Δυτική κατακραυγή για τις δράσεις της Μόσχας στην Ουκρανία.