Η γεωπολιτική σημασία του 1821 | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η γεωπολιτική σημασία του 1821

Το ιστορικό νόημα της Ελληνικής Επανάστασης

Ενδεχόμενη επιτυχία των επαναστατικών δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή του ποταμού Δούναβη θα είχε ως συνέπεια την προβολή ισχύος των επαναστατών προς την ευρωπαϊκή ενδοχώρα της ίδιας της Κωνσταντινούπολης. Πιθανό επίσης κίνητρο υπήρξε η απόπειρα να προσελκυσθεί στην σύγκρουση η Ρωσική Αυτοκρατορία, απόπειρα ανεπιτυχής. Η Ρωσική Αυτοκρατορία θα μετέβαλε την πολιτική της σε σχέση με το 1821 μερικά έτη αργότερα. Το 1828 οι ρωσικές δυνάμεις θα επενέβαιναν, πράγματι, στην ίδια ακριβώς περιοχή με κατεύθυνση την Κωνσταντινούπολη, εξέλιξη η οποία υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την αποδοχή εκ μέρους των Οθωμανών των ευρωπαϊκών σχεδιασμών για το ελληνικό κράτος. Η κατάληψη της Αδριανούπολης τον Αύγουστο του 1829 από τον ρωσικό στρατό συνεπαγόταν την προβολή απειλής σε βάρος της Κωνσταντινούπολης. Οι εξελίξεις αυτές επέφεραν την πρόκριση εκ μέρους των Οθωμανών μιας στάσης πλήρους απαγκίστρωσης από την περιφέρεια της νοτίου Ελλάδος και του νοτίου Αιγαίου και μετατροπής της Μολδαβίας και Βλαχίας σε ρωσικά προτεκτοράτα. Συνεπώς οι υπολογισμοί των επαναστατών ήσαν ορθοί από γενικής γεωπολιτικής άποψης, αλλά όχι για την συγκεκριμένη συγκυρία.

Η Επανάσταση σημείωσε επιτυχία στην ευρύτερη περιοχή της Νοτίου Ελλάδος, αποτελούμενη από την Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τις νήσους του Αιγαίου. Η επιτυχία αυτή οφειλόταν αφενός στην ποσοτική υπεροχή του ελληνικού/χριστιανικού πληθυσμού σε σχέση με τον τουρκικό/ισλαμικό πληθυσμό, αφετέρου στα γεωφυσικά δεδομένα. Η πληθυσμιακή υπεροχή των Ελλήνων (705.850 Έλληνες έναντι 63.600 Τούρκων σε Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα και Εύβοια) συνεπαγόταν την ευκολία ανατροφοδότησης των ενόπλων τμημάτων, ενώ δημιουργούσε ένα εχθρικό περιβάλλον για τους φιλικούς προς την οθωμανική Αρχή ισλαμικούς πληθυσμούς, οι οποίοι έσπευσαν να καταφύγουν στα υπό οθωμανικό έλεγχο αστικά κέντρα και οχυρά. Η ορεινή διαμόρφωση και η κατάτμηση του χώρου σε αυτάρκεις κοιλάδες χωρίς ευχερείς χερσαίες οδούς επικοινωνίας επέτρεψε την συνεχή δράση των επαναστατικών δυνάμεων. [1] Οι νήσοι του Αιγαίου, στις οποίες ο ελληνικός πληθυσμός αποτελούσε την πλειονότητα (366.200 Έλληνες έναντι 1.100 Τούρκων πλην Κρήτης, Ρόδου και Κω), αποτέλεσαν την έδρα των θαλασσίων δυνάμεων χάρις στην ναυτική τεχνογνωσία των Ελλήνων εμπόρων.

Έως τα τέλη του 1821 η Επανάσταση είχε εδραιωθεί στον νότιο ελλαδικό χώρο και το νότιο Αιγαίο, ενώ σποραδικές εστίες πολεμικής δραστηριότητας είχαν αναπτυχθεί στην Κρήτη, την Θεσσαλία, την Μακεδονία και την Ήπειρο. Τα έτη 1822-23 η Επανάσταση σταθεροποιήθηκε στον εδαφικό πυρήνα εκδήλωσής της, την Πελοπόννησο, κατέγραψε ωστόσο υποχώρηση στην ηπειρωτική και την νησιωτική περιφέρεια του ιστορικού ελληνικού χώρου. Οι ελληνικές ήττες στην Πέτα, την Νάουσα και το Σούλι και η σφαγή της Χίου καταδείκνυαν τα όρια του επαναστατικού εγχειρήματος σε περιοχές όπου οι Έλληνες δεν διέθεταν συνεχή χωρική πληθυσμιακή πλειονότητα (Μακεδονία) ή σαφή πληθυσμιακή υπεροχή (Κρήτη, 160.000 Έλληνες έναντι 130.000 Τούρκων) ή στις οποίες δεν ήταν δυνατή η αποτελεσματική ανατροφοδότηση (Ήπειρος, Χίος) λόγω της διαμερισματικής ή νησιωτικής κατάτμησης του χώρου.

Η περιοχή χωρικής εξάπλωσης της Επανάστασης περιορίστηκε περαιτέρω τα έτη 1824-1825, καθώς η αντίσταση στην Κρήτη κατεστάλη, ενώ η Κάσος και τα Ψαρά κατεστράφησαν από τις οθωμανικές δυνάμεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Οθωμανοί συνέχισαν την μείωση του κύκλου εμβελείας της Επανάστασης στο νότιο Αιγαίο. Η απόβαση των αιγυπτιακών δυνάμεων στην Πελοπόννησο τον Φεβρουάριο του 1825 σηματοδότησε μια νέα φάση ύφεσης της Επανάστασης, η οποία επιτεινόταν από τις υφιστάμενες ενδοελληνικές συγκρούσεις. Πλέον οι Έλληνες επανέρχονταν στην αναγκαιότητα διασφάλισης του αρχικού εδαφικού πυρήνα έναντι του αιγυπτιακού στρατού.

Η εκστρατεία των Αιγυπτίων εντασσόταν σε ένα φιλόδοξο εγχείρημα εκ μέρους του κυβερνήτη (βαλή)/χεδίβη της Αιγύπτου (1805-1848) Μωχάμετ Αλή να δημιουργήσει επαρκές στρατηγικό βάθος για το κατ’ ουσίαν αυτόνομο αιγυπτιακό καθεστώς. Η Αίγυπτος, ένας από τους τέσσερις ιστορικούς πόλους του Ισλάμ, είχε απωλέσει την κυριαρχία του χαλιφάτου το 1517 από τους Οθωμανούς Τούρκους. Με την εκστρατεία στην Πελοπόννησο η Αίγυπτος επεδίωκε την δημιουργία στρατηγικού βάθος για τον πρωτο-κρατικό σχηματισμό της σε όλη την περιοχή του νοτίου Αιγαίου με την κυριαρχία επί της Κρήτης και της Πελοποννήσου. Ενδεχόμενη επικράτηση των τουρκο-αιγυπτιακών δυνάμεων κατά των Ελλήνων και καταστολή της Επανάστασης, θα είχε ως συνέπεια τον πληθυσμιακό εποικισμό της Κρήτης και της Πελοποννήσου με ισλαμικών αναφορών πληθυσμό και την καταναγκαστική μετακίνηση των Ελλήνων πιθανότατα στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, όπου ο ισλαμικός πληθυσμός αποτελούσε σαφή πλειονότητα. Οι αιγυπτιακές δυνάμεις, άλλωστε, εφάρμοσαν την τακτική αυτή στην Πελοπόννησο αιχμαλωτίζοντας και πωλώντας χιλιάδες Έλληνες ως δούλους στην Αίγυπτο.

Η υποχώρηση της Επανάστασης συνεχίστηκε τα έτη 1826-1827, οπότε σημειώθηκε απώλεια του συνόλου της Στερεάς Ελλάδος μετά την άλωση του Μεσολογγίου και την παράδοση της Ακρόπολης στην Αθήνα. Πλέον, η ελεγχόμενη από το ελληνικό στοιχείο περιοχή περιοριζόταν σε εδαφικούς θυλάκους στο εσωτερικό της Πελοποννήσου, ενώ ο τουρκο-αιγυπτιακός στόλος ήλεγχε σε μεγάλο βαθμό τον χώρο του Αιγαίου. Η καταστροφή του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (20 Οκτωβρίου 1827) κατέδειξε την δυνατότητα ανεφοδιασμού του νοτίου ελλαδικού χώρου από τις Δυτικές δυνάμεις και την υπαγωγή της περιοχής αυτής στην επιρροή των θαλασσίων δυνάμεων.