Τσετσενικός πόλεμος δι’ αντιπροσώπων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τσετσενικός πόλεμος δι’ αντιπροσώπων

Δύο παλιοί αντίπαλοι συνεχίζουν τις διαμάχες, στην Ουκρανία
Περίληψη: 

Περισσότερο από μια δεκαετία αφότου οι εχθροπραξίες μεταξύ της Ρωσίας και των Τσετσένων αυτονομιστών σταμάτησαν στην περιοχή του Καυκάσου, οι δύο παλιοί εχθροί συγκρούονται και πάλι, αυτή την φορά στην Ουκρανία.

Ο NICHOLAS WALLER είναι δημοσιογράφος με έδρα του το Κίεβο και καλύπτει την Ουκρανία, την Ρωσία και την περιοχή του Καυκάσου.

Είκοσι χρόνια μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Τσετσενία με σκοπό την συντριβή ενός νεοσύστατου κινήματος ανεξαρτησίας, οι δύο πλευρές βρίσκονται για ακόμα μια φορά αντιμέτωπες. Αυτήν την φορά, το πεδίο μάχης τους δεν βρίσκεται στα βουνά του βόρειου Καυκάσου αλλά στις πόλεις και τα χωριά της ανατολικής Ουκρανίας.

Από την μια πλευρά βρίσκονται αρκετές εκατοντάδες μαχητές που στάλθηκαν από τον Ραμζάν Καντίροφ, ηγέτη της Τσετσενίας και ένθερμο σύμμαχο της Μόσχας, για να πολεμήσουν στο πλευρό των φιλορώσων αυτονομιστών. Παρά το γεγονός ότι ο Καντίροφ αρνήθηκε [1] ότι έστειλε τσετσενικά στρατεύματα στην Ουκρανία, υπήρξαν πολλές θεάσεις βαριά οπλισμένων τσετσενικών ταγμάτων που κινούνταν στις περιοχές Donetsk και Luhansk. Ορισμένοι μαχητές ισχυρίστηκαν πως ο Καντίροφ τους διέταξε προσωπικά να πάρουν μέρος στην συμπλοκή.

Από την άλλη πλευρά βρίσκεται ένα χαλαρό τάγμα Τσετσένων εθελοντών, που αποτελείται από μαχητές οι οποίοι συνεχίζουν να απαιτούν την ανεξαρτησία της Τσετσενίας και που ήρθαν τώρα να βοηθήσουν την Ουκρανία να υπερασπιστεί την δική της. Η παρουσία τους επίσης στερείται επίσημης έγκρισης -εξακολουθούν να περιμένουν την πλήρη ευλογία του Κιέβου και παραμένουν μια κάπως αυτόνομη δύναμη. Πολλοί από τους μαχητές αυτούς πολέμησαν στις δύο τσετσενικές συγκρούσεις κατά την δεκαετία του 1990 κι ο αγώνας για την υποχώρηση της επιρροής της Ρωσίας στην Ουκρανία φέρνει στο νου οδυνηρές αναμνήσεις από τον δικό τους πολυετή πόλεμο με την Μόσχα.

«Ο πόλεμος της Ουκρανίας είναι και δικός μας πόλεμος από πολλές απόψεις», μου είπε ο διοικητής του τάγματος, ο Adam Osmayev, στην έδρα του στην Lysychansk, μια γκρίζα βιομηχανική πόλη κοντά στην πρώτη γραμμή του Luhansk. «Παλεύουμε για το ίδιο πράγμα, εναντίον του ίδιου εχθρού». Ταιριαστά, η μονάδα του ονομάζεται Τάγμα Dudayev –ως φόρο τιμής στον Dzhokhar Dudayev, τον ηγέτη της αυτονομιστικής Τσετσενίας που πολέμησε εναντίον των ρωσικών στρατευμάτων και υπηρέτησε ως ο πρώτος πρόεδρος της χώρας στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

06042015-1.jpg

Μέλη της φιλο-ρωσικής τσετσενικής μονάδας που ονομάζεται Τάγμα Θανάτου στην περιοχή του Ντόνετσκ, τον Δεκέμβριο του 2014. (Maxim Shemetov / Reuters)

Μέχρι στιγμής, αυτές οι δύο ομάδες δεν έχουν έρθει σε απευθείας σύγκρουση στο πεδίο της μάχης. Οι μαχητές του Καντίροφ διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην τελική επίθεση στο αεροδρόμιο του Ντόνετσκ, τον Ιανουάριο, αφού αγωνίστηκαν για μήνες με σκοπό να καταλάβουν το κατεστραμμένο κτιριακό σύνολο που κάποτε αποτελούσε τον τερματικό σταθμό επιβατών. Από την πλευρά του, το Τάγμα Dudayev ενήργησε ως ειδική μονάδα στην οποία καταλογίζεται η διακοπή των επικοινωνιών των αυτονομιστών και των γραμμών εφοδιασμού, χρησιμοποιώντας τακτικές ομαδικής εκ του σύνεγγυς μάχης που τελειοποιήθηκαν κατά την διάρκεια των έντονων αστικών μαχών στην Τσετσενία. Ακόμα κι αν ο ρόλος τους παραμένει ταπεινός σε ό, τι αφορά τους αριθμούς, ωστόσο, η παρουσία αυτών των δύο αντίθετων στρατοπέδων έχει μετατρέψει την σύγκρουση στην Ουκρανία σε ένα είδος πολέμου μέσω αντιπροσώπων, περιπλέκοντας περαιτέρω τα νήματα των ανταγωνιστικών συμφερόντων και προκαλώντας επιπτώσεις που θα μπορούσαν να φτάσουν πολύ πιο πέρα από την περιοχή.

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΙΑΣ

Παρά το γεγονός ότι η Τσετσενία κι η Ουκρανία είναι διαφορετικές σχεδόν σε όλα τα σημεία -συμπεριλαμβανομένης της θρησκείας, του πολιτισμού και της γεωγραφίας- έχουν δύο κοινά στοιχεία: Μια ιστορία ρωσικής κυριαρχίας και μια λαχτάρα για ξεχωριστή ταυτότητα. Καθεμία από αυτές έχει μια βασανιστική ιστορία φιλίας και εχθρότητας με την Μόσχα, ενώ κι οι δύο έχουν αντιμετωπίσει εμπόδια στην διεκδίκηση ανεξάρτητης κρατικής υπόστασης.

Εκεί, βέβαια, είναι που τελειώνουν οι προφανείς ομοιότητές τους. Σε αντίθεση με την Ουκρανία, η Τσετσενία ποτέ δεν κέρδισε διεθνή αναγνώριση ως ανεξάρτητο κράτος μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Κατάφερε να βιώσει δύο περιόδους μιας εκ των πραγμάτων ανεξαρτησίας μεταξύ των προσπαθειών της Ρωσίας να την κατακτήσει, επιτυγχάνοντας κάποια επισφαλή αυτονομία για πρώτη φορά το 1991-1994, υπό την ηγεσία του Dudayev, και στην συνέχεια το 1996-99, μετά την στρατιωτική νίκη του επί της Μόσχας. Κι οι δύο αυτές περιπτώσεις, ωστόσο, κατέληξαν σε άνομες ακρότητες υπό την μορφή απαγωγών, συμβολαίων δολοφονίας, και -κατά την περίοδο που ακολούθησε τον πρώτο πόλεμο- αυξανόμενου ισλαμικού εξτρεμισμού. Οι δύο φρικιαστικές παρατεταμένες συγκρούσεις με την Ρωσία στοίχισαν περισσότερες από 200.000 ζωές κι άφησαν την Τσετσενία σε ερείπια.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, ισχυροί άνδρες του στρατού και της θρησκείας στο εσωτερικό της Τσετσενίας, συμπεριλαμβανομένου του πατέρα του Καντίροφ, Akhmad (ο οποίος ήταν τότε ο μεγάλος μουφτής), είχαν αρχίσει να αμφισβητούν την νομιμότητα της αυτοαποκαλούμενης Δημοκρατίας της Ichkeria και να βλέπουν ευνοϊκά μια συμφωνία με την Ρωσία. Υποστήριξαν ότι η αδυναμία των θεσμών της Τσετσενίας και η έλλειψη έμπειρων ανθρώπων στην κυβέρνηση την εξόπλισαν ανεπαρκώς για να καταφέρει να αυτοσυντηρηθεί κι έτσι το μέλλον της θα μπορούσε να εξασφαλιστεί μόνο μέσα από την ένταξή της στην γιγαντιαία δύναμη του γείτονά της. Δεκάδες πρώην ηγέτες των ανταρτών εμπιστεύτηκαν την τύχη τους στην Μόσχα, ορκιζόμενοι τελικά πίστη στον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν.