Πέρα από το 1962 | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πέρα από το 1962

Πώς θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν οι σινο-ινδικές σχέσεις

Οι σχέσεις μεταξύ της Κίνας και της Ινδίας θα αποτελέσουν ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα αυτού του αιώνα. Οι αλληλεπιδράσεις τους θα βοηθήσουν στον καθορισμό του μέλλοντος της παγκοσμιοποίησης, των διεθνών οργανισμών, και της ισχύος των ΗΠΑ. Η ικανότητά τους να συνεργαστούν θα είναι ζωτικής σημασίας για κάποια διεθνή θέματα που κυμαίνονται από την κλιματική αλλαγή ως τις πολυμερείς εμπορικές διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, παρ’ όλη την σημασία τους για το μέλλον, οι σχέσεις αυτές παραμένουν προσκολλημένες στο παρελθόν.

Από την ήττα της από την Κίνα στον συνοριακό πόλεμο το 1962, η Ινδία είναι καχύποπτη απέναντι στην γειτονική της χώρα. Η Κίνα, που ήταν η νικήτρια του πολέμου και προσεκτική σε ό, τι αφορά τα οικονομικά του βάρη, έχει αντιμετωπίσει την Ινδία με περιφρόνηση. Ακόμη και καθώς η Κίνα κι η Ινδία ανεξαρτητοποιήθηκαν στην διεθνή σκηνή, παραμένουν ουσιαστικά ξένες μεταξύ τους.

Οι ηγέτες των χωρών, ο πρόεδρος της Κίνας, Xi Jinping, και ο πρωθυπουργός της Ινδίας, Narendra Modi, αναγνωρίζουν το πρόβλημα και έχουν δεσμευθεί να ενισχύσουν τους δεσμούς των δύο χωρών. Αλλά με την κληρονομιά του 1962 να επιβιώνει -στα σύνορα, στους γραφειοκρατικούς διαδρόμους και στο εσωτερικό των τεράστιων λαών- η πρόοδος θα είναι αργή και επιρρεπής σε αποτυχίες, η συνεργασία θα παραμείνει στοχευμένη και ρεαλιστική, ενώ τόσο το Πεκίνο όσο και το Νέο Δελχί θα εξακολουθήσουν να θεωρούν ευκολότερο να συναναστραφούν με την Ουάσιγκτον από ό, τι μεταξύ τους.

ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΠΡΙΣΜΑ

Η Κίνα κι η Ινδία ζουν κάτω από την μακρά σκιά ενός σύντομου πολέμου. Το 1962, στους πρόποδες των Ιμαλαΐων, τα σχεδόν παγωμένα στρατεύματα υπέστησαν την πιο ταπεινωτική ήττα της σύγχρονης Ινδίας από τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό της Κίνας. Η σχέση τους βρίσκεται σε ύφεση από τότε. Στην Ινδία, ο συνοριακός πόλεμος εξέθεσε τον μύθο της ύπαρξης σινο-ινδικής αδελφότητας και αναγνώρισε τον βόρειο γείτονα της Ινδίας ως κύρια απειλή για την μακροπρόθεσμη ασφάλειά της. Το 1998, ο Ινδός υπουργός Άμυνας, George Fernandes, αποκάλεσε την Κίνα «δυνητικό πρωταρχικό εχθρό» της Ινδίας, ενώ, όταν η Ινδία πραγματοποίησε δοκιμές σε πυρηνικά όπλα τον ίδιο χρόνο, ο Ινδός πρωθυπουργός, Atal Bihari Vajpayee, χρησιμοποίησε την Κίνα ως δικαιολογία.

Οι σχέσεις βελτιώθηκαν έκτοτε, αλλά όχι σε μεγάλο βαθμό. Η Κίνα θεωρείται ένας υπαρκτός κίνδυνος στα σύνορα, όπου οι στρατιωτικοί ελιγμοί και τα έργα υποδομής ενέτειναν τις εντάσεις, και εξαιτίας της υποστήριξής της προς το Πακιστάν. Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση [1] που πραγματοποιήθηκε από την αυστραλιανή δεξαμενή σκέψης Lowy Institute for International Policy το 2013, το 83% των Ινδών θεωρούν ότι η Κίνα αποτελεί απειλή για την ασφάλεια, ενώ οι ινδικές εφημερίδες περιλαμβάνουν σχεδόν καθημερινές αναφορές κινεζικών συνοριακών προκλήσεων. Περιγραφές του πολέμου και των επακόλουθών του κοσμούν τα ράφια των βιβλιοπωλείων στο Δελχί: : India’s China War, Himalayan Face-Off, Himalayan Blunder και ούτω καθεξής. Τα σεμινάρια σχετικά με την εξωτερική πολιτική είναι ελλιπή αν δεν περιλαμβάνουν έναν ογδοντάχρονο Ινδό συνταγματάρχη να μονολογεί για τα διδάγματα του 1962 και τους κινδύνους που εγκυμονεί ο κατευνασμός των σχέσεων με την Κίνα.

Για την Κίνα, το 1962 σήμαινε κάτι εντελώς διαφορετικό. Η σύγκρουση, που πλέον απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά από την λαϊκή μνήμη, φάνηκε να αποτελεί μια οριστική απόδειξη ότι η Ινδία θα παραμείνει μια δευτερεύουσα δύναμη. Η προσφορά πολιτικού ασύλου από την Ινδία στον Δαλάι Λάμα μετά το 1959 και η σχέση της με την Σοβιετική Ένωση (με την οποία η Κίνα είχε κακές σχέσεις μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1950) την μετέτρεψε σε ένα περιστασιακά ενοχλητικό στοιχείο, αλλά ποτέ σε κάποια σοβαρή απειλή. Στο Πεκίνο, ο στρατός της Ινδίας παρουσιάστηκε αδύναμος, η κοινωνία της (που μαστίζεται από κάστες) «φεουδαρχική» και η εξαγγλισμένη ελίτ της στιγματισμένη από την δυσωδία του βρετανικού ιμπεριαλισμού.

Η άποψη αυτή επιβεβαιώθηκε όταν η Ινδία έχασε την ευκαιρία της για οικονομική μεταρρύθμιση. Αφότου ο Deng Xiaoping επανεκκίνησε την οικονομία της Κίνας το 1978, η Κίνα φάνηκε πως προοριζόταν για μια θέση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Οι νέες γενιές πολιτικών, μελετητών και πολιτών μεγάλωσαν με την αυξημένη σιγουριά ότι η Κίνα όδευε προς τον οικονομικό νεωτερισμό και την παγκόσμια αναγνώριση. Η φτώχεια, οι παραδόσεις και η πορεία της Ινδίας, από την άλλη πλευρά, αποτελούσε μια δυσάρεστη υπενθύμιση του παρελθόντος. «Ξέρεις, όταν επισκέφτηκα την Ινδία κατά την δεκαετία του 1990», δήλωσε ένας Κινέζος πρώην διπλωμάτης, κάνοντας ένα σχόλιο υπό την προϋπόθεση της ανωνυμίας, «οι αξιωματούχοι τους μας είπαν ότι θα φτάναμε σύντομα στο ίδιο επίπεδο με εκείνους. Φαινόταν παράξενο τότε, αλλά τώρα φαίνεται απλά αστείο».

Τα τελευταία χρόνια, όμως, ο ολοένα και σημαντικότερος ρόλος της Ινδίας σε παγκόσμιο επίπεδο -κυρίως μέσω της ομάδας BRICS και G20- της έχει προσδώσει μια σημαντικότερη θέση στον γεωπολιτικό χάρτη του Πεκίνου. Οι χώρες είναι κουρασμένες με τους διεθνείς θεσμούς που βρίσκονται υπό την κυριαρχία της Δύσης, ενώ η Ινδία έχει αποκτήσει εξέχουσα θέση στις προσπάθειες της Κίνας να οικοδομήσει εναλλακτικές λύσεις: Την Ασιατική Τράπεζα Επενδυτικών Υποδομών, την Τράπεζα BRICS και τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης. Πιο πρόσφατα, ο Narendra Modi προκάλεσε ανησυχία στο Πεκίνο επειδή φλέρταρε με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αυστραλία και -κυρίως- την Ιαπωνία. Πρέπει, όμως, να διανυθεί πολύς δρόμος μέχρι η Κίνα να θεωρήσει την Ινδία μια ισότιμη χώρα. Όπως το έθεσε ο Zhu Feng, ένας κορυφαίος Κινέζος σχολιαστής και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Nanjing, «Εμείς δεν θεωρούμε την Ινδία μια ιδιαίτερα επιτυχημένη αντίπαλο και δεν νομίζω πως ο Modi μπορεί να το αλλάξει αυτό».

22042015.jpg

Ο πρωθυπουργός της Ινδίας, Narendra Modi, προσφέρει ανθοδέσμη στον πρόεδρο της Κίνας, Xi Jinping, πριν την συνάντησή τους στην δυτική ινδική πόλη, Ahmedabad, στις 17 Σεπτεμβρίου του 2014. (Amit ο Dave / Courtesy Reuters)

ΟΝΕΙΡΑ ΣΕ ΡΟΥΠΙΕΣ ΚΑΙ ΓΙΟΥΑΝ

Εκτός από την υπονόμευση της πολιτικής σχέσης ανάμεσα στην Κίνα και την Ινδία, το 1962, ο πόλεμος κατέστρεψε και την οικονομική τους σχέση. Για σχεδόν μια γενιά μετά το τέλος του πολέμου, οι αρχαίοι εμπορικοί δρόμοι που κάποτε έφερναν κινεζικά μεταξωτά στην Ινδία και τον Βουδισμό στην Κίνα, παρέμεναν αδρανείς. Τα πράγματα άρχισαν να βελτιώνονται σταδιακά στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στην συνέχεια αυτή η βελτίωση επιταχύνθηκε μετά τις υψηλού προφίλ επισκέψεις των Ινδών πρωθυπουργών, Ρατζίβ Γκάντι και Atal Bihari Vajpayee, στην Κίνα, το 1988 και το 2003, αντίστοιχα. Παρακινούμενο από την ζήτηση ινδικού σιδηρομεταλλεύματος από την πλευρά της Κίνας και την ζήτηση κινεζικών πυρηνικών αντιδραστήρων, ηλεκτρονικών, μηχανημάτων και χημικών προϊόντων από την πλευρά της Ινδίας, το ετήσιο εμπόριο εκτοξεύθηκε στα 66 δισεκατομμύρια δολάρια από τα μόλις 3 δισεκατομμύρια δολάρια του 2000 [2].

Σήμερα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, η προοπτική κέρδους περιορίζει σταδιακά τις αμοιβαίες υποψίες που υπήρχαν ανάμεσα στην Κίνα και την Ινδία. Κάποιες κινεζικές εταιρείες, όπως οι εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, Huawei και Xiaomi, αρχίζουν να κάνουν μεγαλεπήβολα όνειρα για την Ινδία. Μια 135μελής ισχυρή αντιπροσωπεία Κινέζων CEO συνόδευσε τον Xi κατά την επίσκεψή του στην Ινδία τον περασμένο Σεπτέμβριο [3] και σε ένα συνέδριο τον επόμενο μήνα στο Δελχί, ο Jack Ma, ιδρυτής του κινεζικού κολοσσού ηλεκτρονικού εμπορίου Alibaba, μίλησε επαινετικά για τις ομιλίες του Modi [4], χαρακτηρίζοντάς τις «εμπνευσμένες» και ανακοίνωσε την πρόθεσή του να επενδύσει στην χώρα. Η Ινδία, με την σειρά της, έχει μεγάλες προσδοκίες από το λογισμικό και τις φαρμακευτικές εταιρείες της Κίνας, και την αύξηση του αριθμού των Ινδών μαθητών που μαθαίνουν την κινεζική γλώσσα. Με έναν τρόπο που θα φαινόταν αδύνατος πριν από λίγα μόλις χρόνια, οι Κινέζοι και οι Ινδοί επιχειρηματίες ονειρεύονται σε ρουπίες και γιουάν.

Ωστόσο, πίσω από όλον αυτόν τον ενθουσιασμό, η μετατροπή του οικονομικού ενθουσιασμού σε πολιτική καλή θέληση δεν είναι εύκολη υπόθεση, αν μη τι άλλο επειδή οι οικονομικές σχέσεις παραμένουν ιδιαίτερα ασύμμετρες. Η Ινδία έχει ένα εμπορικό έλλειμμα 37,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων με την Κίνα [5], ενώ οι εξαγωγές της προς την χώρα αποτελούνται κατά κύριο λόγο από πρώτες ύλες και όχι έτοιμα προϊόντα. Για πολλούς Ινδούς σχολιαστές, είναι δύσκολο να μην ειδωθούν αυτές οι δυσκολίες σήμερα μέσα από την σκοπιά του παρελθόντος. Οι σινο-ινδικοί οικονομικοί δεσμοί «δεν διαφέρουν από την αυτοκρατορική κληρονομιά, όταν οι Βρετανοί καλλιεργούσαν όπιο στην Ινδία για να το εξάγουν στην Κίνα», γράφει ο Ινδός σχολιαστής Shishir Gupta, στην Himalayan Face- off. Μόλις το 24% των Ινδών θεώρησε πως η αναπτυσσόμενη οικονομία της Κίνας θα ήταν ευεργετική για την Ινδία, σύμφωνα με μια Παγκόσμια δημοσκόπηση της Pew το 2012 [6]. (Αντίθετα, το 44% των Κινέζων ερωτηθέντων θεωρεί την ανάπτυξη της Ινδίας ευεργετική για την Κίνα).

Οι οικονομικοί δεσμοί των δύο χωρών δεν είναι απλώς ασύμμετροι ˑ είναι και επιφανειακοί. Παρά τις εκτεταμένες δαπάνες της στο εξωτερικό που κράτησαν μια δεκαετία, οι επενδύσεις της Κίνας στην Ινδία δεν συμβαδίζουν με την εμπορική άνθηση. Στην πραγματικότητα, οι επενδύσεις της Κίνας στην Ινδία ανέρχονται σε μόλις 500 εκατομμύρια δολάρια [7], λιγότερες από τις επενδύσεις της Μαλαισίας, του Καναδά και της Πολωνίας στην χώρα. (Οι ινδικές επενδύσεις στην Κίνα είναι κι εκείνες σχετικά μικρές, καθώς ανέρχονται σε περίπου 470 εκατομμύρια δολάρια). Όλα αυτά έχουν πολιτικές επιπτώσεις: Οι επενδύσεις σε επιχειρήσεις του εξωτερικού περιλαμβάνουν την εγκατάσταση σε ξένες χώρες, κάτι που δίνει στους επιχειρηματίες ένα μερίδιο συμμετοχής σε ισχυρές διμερείς σχέσεις και έναν λόγο για να ασκήσουν πιέσεις για βελτίωση των δεσμών.

Οι κινεζικές εταιρείες στην Ινδία, όμως, συχνά παγιδεύονται από τον φόβο της ινδικής γραφειοκρατίας για υπερβολική εξάρτηση από την Κίνα ή για κατασκοπεία. Οι ινδικές επιχειρήσεις στην Κίνα αγωνίζονται να αποκτήσουν πρόσβαση στην αγορά που αφορά τον τομέα της τεχνολογίας πληροφοριών και των φαρμακευτικών προϊόντων. Αντιμετωπίζουν επίσης βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις που δεν μπορούν να προσφέρουν και πολλά. Ο αργός ρυθμός ανοικοδόμησης των οικονομικών δεσμών έχει επίσης οδηγήσει τις ινδικές και τις κινεζικές επιχειρήσεις να είναι ουσιαστικά νεόφερτες η μια στην αγορά της άλλης, και να έχουν ελάχιστες οργανώσεις ή έμπειρους συμπατριώτες για να στραφούν σε περίπτωση που αντιμετωπίσουν δυσκολίες. Οι ινδικές επιχειρήσεις στην Κίνα, για παράδειγμα, είναι αναγκασμένες να βασίζονται είτε σε μια πρεσβεία με μόλις 30 διπλωμάτες ˑ εμπορικούς φορείς, όπως η Ομοσπονδία Ινδικών Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων και η Συνομοσπονδία Ινδικής Βιομηχανίας, με μόνο έναν εκπρόσωπο στην Κίνα ˑ είτε στην ινδική διασπορά που είναι πρακτικά ανύπαρκτη.

Με απλά λόγια, οι οικονομικοί δεσμοί δεν μπορεί να μην είναι ακόμα αρκετοί για να φέρουν τις σινο-ινδικές σχέσεις σε αυτόν τον αιώνα.

ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ

Ίσως το μεγαλύτερο εμπόδιο για την άνθηση των σχέσεων είναι οι ίδιοι οι λαοί της Κίνας και της Ινδίας. Το κινέζικο και το ινδικό κοινό δεν έχουν καταφέρει να γνωριστούν καλά -και όσα ξέρουν ο ένας για τον άλλον είναι επηρεασμένα από το ιστορικό παρελθόν. Αυτό, σε συνδυασμό με το ισχυρό εθνικιστικό αίσθημα και των δύο χωρών, καθιστά δύσκολη την πρόοδο των πολιτικών σχέσεων.

Σύμφωνα με μια παγκόσμια δημοσκόπηση της Pew τον Ιούλιο του 2014 [8], μόλις το 30% των Κινέζων βλέπουν ευνοϊκά την Ινδία, ενώ μόλις το 31% των Ινδών έχουν θετική άποψη για την Κίνα. (Το 50% των Κινέζων και το 55% των Ινδών βλέπουν ευνοϊκά τις Ηνωμένες Πολιτείες). Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι υπάρχει μικρή αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο λαών. Από τα 100 εκατομμύρια Κινέζων που ταξίδεψαν στο εξωτερικό το 2013, μόλις οι 160.000 είχαν ως προορισμό τους την Ινδία [9]. (1,4 εκατομμύρια επισκέφθηκαν την Γαλλία). Από τους 270.000 Ινδούς φοιτητές που σπούδασαν στο εξωτερικό το 2013, μόνο οι 9.200 βρέθηκαν στην Κίνα [10] ˑ παράλληλα, μόνο 2.000 Κινέζοι φοιτητές έκαναν τις σπουδές τους στην Ινδία. Εκτός αυτού, η διαδικασία θεώρησης διαβατηρίων είναι ιδιαίτερα βραδυκίνητη και οι απευθείας πτήσεις περιορίζονται μόνο σε μια αεροπορική εταιρεία, την Air China, που καλύπτει την διαδρομή Πεκίνο-Δελχί, ενώ καμία απευθείας πτήση δεν συνδέει τα εμπορικά κέντρα της Σαγκάης και της Βομβάης.

Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, οι δύο κοινωνίες απλά δεν τρέφουν ιδιαίτερη συμπάθεια η μια για την άλλη. Οι περισσότεροι Κινέζοι δεν έχουν φάει ινδικό φαγητό ούτε έχουν παρακολουθήσει ταινία του Bollywood και δίνουν ελάχιστα εύσημα στην Ινδία για την ίδρυση της μεγαλύτερης θρησκείας της Κίνας, του Βουδισμού [11]. Πολλοί έχουν προσπαθήσει να κάνουν γιόγκα (η οποία, στην Κίνα, έχει κατ’ εκτίμηση 10 εκατομμύρια τακτικούς οπαδούς [12]), αλλά την εκλαμβάνουν σε μεγάλο βαθμό ως εισαχθείσα από την Δύση. Και, για έναν πληθυσμό που βρίσκεται μόλις μια γενιά μακριά από μια σχεδόν καθολική φτώχεια, οι Δυτικοί εορτασμοί μυστικιστικού ινδικού ασκητισμού δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικοί. Η Κίνα δεν έχει ιδιαίτερα καλύτερη απήχηση στην Ινδία, όπου, παρά την εμφανή επιτυχία του κινεζικού φαγητού, ελάχιστες άλλες πτυχές του αρχαίου ή του σύγχρονου πολιτισμού της Κίνας έχουν απήχηση. Οι ακαδημαϊκοί και οι ειδικοί των δυο χωρών είναι επίσης οι πλέον κατάλληλοι για να διδάξουν την αμοιβαία κατανόηση. Η Κίνα έχει δημιουργήσει ένα σύνολο ειδικών που σχετίζονται με την ινδική γλώσσα και λογοτεχνία, αλλά ελάχιστους ειδικούς στην ινδική πολιτική ή την οικονομία. «Οι υψηλής ποιότητας κινέζικες μελέτες στην Ινδία θα επέλθουν μετά από τουλάχιστον 10 με 15 χρόνια», είπε ο Jabin Jacob, του Ινστιτούτου Κινεζικών Μελετών στο Δελχί, ενώ η πρώην ανταποκρίτρια της Hindustan Times στην Κίνα, Reshma Patil, γράφει στο πρόσφατο βιβλίο της, Strangers Across the Border, ότι τα ινδικά ακαδημαϊκά συγγράμματα για την Κίνα έχουν «σε μεγάλο βαθμό παραμείνει σε μια χρονική κάψουλα της περιόδου του 1962».

Όλα αυτά επιδεινώνονται από την αποστασιοποίηση των ινδικών και κινεζικών συστημάτων διακυβέρνησης. Οι κυβερνητικές προσπάθειες της Κίνας να ενισχύσει τις σχέσεις της με την Ινδία φαίνεται να αυξάνουν και όχι να μειώνει τα προβλήματα της εικόνας της στην δημοκρατική Ινδία: Στο Δελχί και την Βομβάη, τα Ινστιτούτα του Κομφούκιου, που αποσκοπούν στην προώθηση της κινεζικής γλώσσας και του πολιτισμού στο εξωτερικό, έχουν κάνει αγώνα για να καθιερωθούν εξαιτίας των ανησυχιών για την ασφάλεια και των αντιπαραθέσεων σχετικά με τις μεθόδους διδασκαλίας. Τα θορυβώδη ζητήματα της κοινωνίας των πολιτών της Ινδίας είναι εξίσου άσχημα στην Κίνα, όπου οι ΜΚΟ, η δημόσια συζήτηση και η πνευματική ζωή περιορίζονται έντονα από τον δεσποτισμό του κόμματος-κράτους. Οι ανεπίσημοι διάλογοι, στους οποίους γνωστοί αντιδραστικοί Ινδοί διανοούμενοι βρίσκονται δίπλα σε επιμελώς πληκτικά κινεζικά κομμουνιστικά στελέχη, αποτελεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. «Έχουμε δύο εντελώς διαφορετικά συστήματα», δήλωσε ο Mohammed Saqib, ο Γενικός Γραμματέας του Οικονομικού και Πολιτιστικού Συμβουλίου Ινδίας-Κίνας στο Δελχί, σε μια συνέντευξη τον Αύγουστο του 2014: «Οι μέθοδοι εργασίας και οι τρόποι σκέψης διαφέρουν. Η μόνη πραγματική εξαίρεση είναι οι οικογενειακές μας αξίες, οι οποίες μοιάζουν αρκετά».

ΔΥΟ ΧΩΡΕΣ, ΜΙΑ ΦΩΝΗ

Ο Xi Jinping και ο Narendra Modi είναι σαφείς σχετικά με τις δυνατότητες των σινο-ινδικών σχέσεων. Γράφοντας σε μια ινδική εφημερίδα [13] πριν από την επίσκεψή του στην Ινδία τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο Xi χαρακτήρισε τις χώρες «δύο σημαντικές δυνάμεις σε έναν κόσμο που κινείται προς την πολυπολικότητα» και υποσχέθηκε ότι «εάν [η Κίνα και η Ινδία] μιλήσουν με μια φωνή, θα ακούσει όλος ο κόσμος». Οι ηγέτες υπογράμμισαν την κοινή ιστορία των χωρών σε ό, τι αφορά τις εμπορικές συναλλαγές κατά μήκος του αρχαίου Δρόμου του Μεταξιού, τους κοινούς δεσμούς που έχουν με τον Βουδισμό, καθώς και τις προηγούμενες οικονομικές δόξες των κρατών τους. «Αν ανατρέξετε στην ιστορία πριν από 300 χρόνια, η μεγαλύτερη συνεισφορά του ΑΕΠ σε παγκόσμιο επίπεδο, προερχόταν από την Ινδία και την Κίνα», είπε ο Modi σε Κινέζους δημοσιογράφους σε μια συνοπτική ενημέρωση τον περασμένο Σεπτέμβριο [14].

Για να προχωρήσουν, όμως, οι ηγέτες πρέπει να ασχοληθούν με την πιο πρόσφατη ιστορία. Αυτό σημαίνει να ενθαρρύνουν την δημιουργική σκέψη με σκοπό να μετριάσουν τις συνοριακές διαμάχες, να εξαλείψουν τα γραφειοκρατικά εμπόδια που αφορούν τις διμερείς επιχειρηματικές σχέσεις και, πάνω απ’ όλα, να προσπαθήσουν να βελτιώσουν την στάση και των δύο πλευρών, μέσω ακαδημαϊκών ανταλλαγών και άμεσων επαφών μεταξύ των ανθρώπων. Τα εμπόδια αυτά μπορεί να φαίνονται επιβλητικά, αλλά τα αποτελέσματα θα είναι αποφασιστικής σημασίας για την περιφερειακή -και παγκόσμια- γεωπολιτική.

Copyright © 2002-2014 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/143677/peter-martin/beyond-1962

Σύνδεσμοι:
[1] http://www.lowyinstitute.org/publications/india-poll-2013
[2] http://articles.economictimes.indiatimes.com/2014-09-19/news/54108754_1_...
[3] http://www.ndtv.com/cheat-sheet/as-chinese-president-xi-arrives-in-gujar...
[4] http://timesofindia.indiatimes.com/tech/tech-news/Inspired-by-PM-Modi-Al...
[5] http://articles.economictimes.indiatimes.com/2015-01-13/news/58024763_1_...
[6] http://www.pewglobal.org/2012/10/16/chapter-2-china-and-the-world/
[7] http://blogs.wsj.com/indiarealtime/2014/09/17/is-china-ready-to-step-up-...
[8] http://www.pewglobal.org/2014/07/14/chapter-4-how-asians-view-each-other/
[9] http://www.csmonitor.com/World/Asia-Pacific/2014/0607/How-do-you-say-Taj...
[10] http://timesofindia.indiatimes.com/india/Indian-students-breach-great-wa...
[11] http://blogs.nottingham.ac.uk/chinapolicyinstitute/2014/11/21/searching-...
[12] https://yogainternational.com/article/view/china-the-new-yoga-superpower
[13] http://www.thehindu.com/opinion/op-ed/towards-an-asian-century-of-prospe...
[14] http://pmindia.gov.in/en/news_updates/transcript-of-pms-interaction-with...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr