Η Τουρκία εκτινάσσει την Diyanet | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Τουρκία εκτινάσσει την Diyanet

Η Διεύθυνση Θρησκευμάτων της Άγκυρας απογειώνεται

Το νέο Πανεπιστήμιο αναμένεται να ανοίξει τον επόμενο χρόνο, με μαθήματα στα τουρκικά, τα αραβικά και τα αγγλικά. Η Άγκυρα προσδοκά να βελτιώσει την εικόνα της καλής πίστης της χώρας στην ισλαμική θεολογία. Το 2013, η Diyanet δημοσίευσε μια επτάτομη σύγχρονη επανερμηνεία του «χαντίθ», που είναι μια συλλογή χιλιάδων αποφθεγμάτων του Προφήτη Μωάμεθ που, ως το δεύτερο πιο ιερό κείμενο του Ισλάμ, υπαγορεύει σε μεγάλο βαθμό τον ισλαμικό νόμο. Ο Gormez, ένας μελετητής του χαντίθ που γίνεται όλο και πιο ωμός στα λεγόμενά του τους τελευταίους μήνες, επέβλεψε το συγκεκριμένο έργο, το οποίο διήρκεσε έξι χρόνια και ενόχλησε πολλούς συντηρητικούς. Τα νέα δοκίμια εξηγούν το hadith από την σκοπιά της Τουρκίας του 21ου αιώνα, υποστηρίζοντας την ανάγκη που υπάρχει, για παράδειγμα, για εκπαίδευση των γυναικών και απορρίπτοντας τις σκληρές τιμωρίες, όπως είναι ο διαμελισμός των χεριών των κλεφτών, ως «ιστορικές».

Όσον αφορά την ισλαμική ιδεολογία, η Τουρκία παραμένει σε καλύτερη θέση από ό, τι οι άλλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής για να μιλήσει με τις κοινότητες των μουσουλμανικών μειονοτήτων σε φιλελεύθερες κοινωνίες. Λίγοι Δυτικοί επαινούν τους περιορισμούς στον τρόπο ζωής που επιβάλλονται από το θεοκρατικό κράτος του Ιράν. Επιπλέον, το Σαλαφιτικό Ισλάμ της Σαουδικής Αραβίας έχει συνδεθεί με την εξτρεμιστική ιδεολογία της αλ Κάιντα και, πιο πρόσφατα, του ISIS. Η Τουρκία, εν τω μεταξύ, αποτελεί μια από μακρού χρόνου υποψήφια χώρα για την ΕΕ και θεωρείται γενικά ότι ασκεί ένα πιο φιλελεύθερο Ισλάμ, όπως εκείνο προτείνεται από το έργο του χαντίθ, αν και ορισμένοι παρατηρητές υποστηρίζουν ότι ο σταδιακός εξισλαμισμός της τουρκικής κοινωνίας από το ΑΚΡ έχει αρχίσει να θέτει σε κίνδυνο αυτή την αντίληψη.

ΠΙΑΣΜΕΝΗ ΣΤΑ ΔΙΧΤΥΑ

Μέχρι πρόσφατα, το διευρυμένο πεδίο και η φιλοδοξία της Diyanet δεν συναντούσαν ιδιαίτερα παράπονα στο εσωτερικό της Τουρκίας, κυρίως επειδή η τουρκική νομοθεσία προβλέπει ότι αν ένα πολιτικό κόμμα θέσει το ερώτημα αν θα έπρεπε να υπάρχει η Diyanet μπορεί και να διαλυόταν. Το 2013, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Bekir Bozdag, επικεφαλής των θρησκευτικών υποθέσεων εκείνη την χρονική περίοδο, ισχυρίστηκε ότι εκείνοι [6] που διαμαρτύρονται ότι ο προϋπολογισμός της Diyanet είναι πολύ υψηλός «εναντιώνονται στην παρουσία του ίδιου του ιδρύματος».

Το τριών ετών Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP), προφανώς θεωρεί ότι η προώθηση από την κυβέρνηση ενός συντηρητικού, Σουνιτικού Ισλάμ είναι αρκετά προβληματική, σε ένα υποτιθέμενο κοσμικό κράτος, ώστε να διακινδυνεύσει την εξαφάνισή του. Στο προεκλογικό του πρόγραμμα, που κυκλοφόρησε στα τέλη Απριλίου, το κόμμα αναφέρει ότι, αν εκλεγεί, «η Diyanet θα καταργηθεί, το κράτος θα σταματήσει να ασχολείται με ζητήματα που βρίσκονται στον χώρο της θρησκείας και της πίστης». Απαντώντας λίγες μέρες αργότερα σε μια ομιλία του στους βιομηχάνους, ο Ερντογάν εξέδωσε μια προειδοποίηση: «Είναι σαφές τι είδους μάθημα θα διδάξει το έθνος μας σε εκείνους που υπόσχονται να καταργήσουν την Diyanet.»

Η αύξηση του αισθήματος κατά του Ισλάμ στην Ευρώπη μπορεί να αντιπροσωπεύσει μια πιο άμεση απειλή για την Diyanet από όσο οι πολιτικοί αντίπαλοι του ΑΚΡ. Από την αρχή του 2014, δεκάδες τζαμιά που βοηθούνται από την Diyanet στην Γερμανία, την Αυστρία και την Ολλανδία έχουν υποστεί εμπρησμούς και επιθέσεις πυροτεχνημάτων, ενώ έχουν παραμορφωθεί από απειλητικά γκράφιτι. Τον Μάρτιο, η Αυστρία ψήφισε έναν νόμο που απαγόρευε την χρηματοδότηση ισλαμικών οργανώσεων από το εξωτερικό και απαιτούσε από τους ιμάμηδες να μιλούν γερμανικά. Περίπου 60 από τους 300 ιμάμηδες της χώρας είναι Τούρκοι και αμείβονται από την Diyanet. «Δεν θα είναι δυνατόν στο μέλλον να έχουμε ιμάμηδες που έχουν προσληφθεί από την τουρκική κυβέρνηση», είπε ο υπουργός Εξωτερικών της Αυστρίας, Sebastian Kurz, στην εφημερίδα Guardian. Η Γερμανία εξετάζει έναν παρόμοιο νόμο, ενώ η Γαλλία δημιούργησε ένα συμβούλιο μουσουλμανικού πολιτισμού, καθώς η Ευρώπη προσπαθεί να δημιουργήσει εθνικά Ισλάμ που θα είναι σε μεγάλο βαθμό αποκομμένα από εξωτερικές επιρροές.

Οι σχέσεις με τις κοινότητες μουσουλμανικών μειονοτήτων αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι δυτικές κοινωνίες σήμερα. Στο παρελθόν, οι κυβερνήσεις αποδέχονταν, ακόμη και ενθάρρυναν την παροχή βοήθειας από ξένα σώματα, όπως το DITIB της Γερμανίας. Αυτές τις μέρες, πολλοί είναι πρόθυμοι να αρνηθούν την πρόσβαση ξένων σωμάτων και να επωμιστούν οι ίδιοι το βάρος. Η προηγούμενη πολιτική συχνά αποτύγχανε να ενσωματώσει πλήρως τους Μουσουλμάνους μετανάστες στην κοινωνία, ενώ η δεύτερη είναι δαπανηρή, ενώ μπορεί να οδηγήσει σε αποξένωση και να δημιουργήσει ανησυχίες σχετικά με τον κρατικό έλεγχο των θρησκευτικών ιδρυμάτων. Για τα επόμενα χρόνια, η Gallia Lindenstrauss, μια Τουρκάλα αναλύτρια εξωτερικής πολιτικής στο Τελ Αβίβ με βάση το Ινστιτούτο Μελετών Εθνικής Ασφάλειας, οραματίζεται ότι η Diyanet και τα αντίστοιχα όργανα θα δέχονται μεγαλύτερη ξένη εποπτεία και θα εργάζονται πιο προσεκτικά στην Δύση. «Μπορεί να υπάρξουν, κατά καιρούς, συγκρούσεις», υποστηρίζει. «Αλλά είναι σαφές ότι θα συνεχίσει να υπάρχει ανάγκη για την κατασκευή τεμενών, και δεν θεωρώ ότι όλο αυτό μπορεί να γίνει με εσωτερικούς πόρους».