Γιατί η Ελλάδα θα υποκύψει, και πώς | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η Ελλάδα θα υποκύψει, και πώς

Ο Αλέξης Τσίπρας και οι διαπραγματευτές για το χρέος
Περίληψη: 

Από τις αρχές Ιουνίου, φαίνεται σαν ότι οποιοσδήποτε συμβιβασμός διαπραγματεύεται η Ελλάδα με την ΕΕ θα παραβιάσει όντως τις κόκκινες γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο GEORGE TSEBELIS είναι κολεγιακός καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στην έδρα Anatol Rapoport στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν.

Από την στιγμή της εκλογής μιας κυβέρνησης συνασπισμού που αποτελείται από τον αριστερό ΣΥΡΙΖΑ και τους δεξιούς ΑΝΕΛ (Ανεξάρτητοι Έλληνες) τον Ιανουάριο του 2015, η Ελλάδα ήταν σε συνεχή διαπραγμάτευση με την ΕΕ σχετικά με την ανασύνθεσης της ελληνικής διάσωσης. Παρά το γεγονός ότι η Αθήνα το έχει συχνά (αλλά όχι πάντα) αρνηθεί αυτό, οποιαδήποτε νέα συμφωνία θα έρθει με σοβαρούς περιορισμούς για τον ελληνικό λαό.

Οι διαπραγματεύσεις είναι μυστικές, αλλά υπάρχουν πολλές διαρροές και από τις δύο πλευρές. Κυκλοφορούν όχι με βάση τα γεγονότα αλλά τις εντυπώσεις των ανθρώπων που συμμετέχουν, ή βρίσκονται κοντά, στις συνομιλίες. Είναι σαφές ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι αμείλικτα αισιόδοξη - αναμένει μια συμφωνία «από μέρα σε μέρα» από την στιγμή της απομάκρυνσης του Γιάνη Βαρουφάκη, του Έλληνα υπουργού Οικονομικών, τον περασμένου μήνα από την θέση του επικεφαλής της διαπραγμάτευσης - ενώ η υπόλοιπη ΕΕ δεν μπορεί να δει το κλείσιμο μιας συμφωνίας οποτεδήποτε σύντομα.

03062015-6.jpg

Διαδηλωτής φορά μάσκα που απεικονίζει τον Έλληνα πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, σε μια διαδήλωση κατά της λιτότητας και υπέρ της κυβέρνησης στην Αθήνα, στις 15 Φεβρουαρίου 2015. YANNIS BEHRAKIS / REUTER
---------------------------

Με άλλα λόγια, οι διαρροές και οι αντικρουόμενες καθημερινές δηλώσεις από τους συμμετέχοντες προσφέρουν ελάχιστη σαφήνεια σχετικά με την πραγματική κατάσταση της υπόθεσης. Κάτω από αυτά, όμως, βρίσκονται διαρθρωτικά ζητήματα που υπονοούν ότι η ΕΕ έχει το πάνω χέρι. Στο διαπραγματευτικό παιχνίδι, το τραπέζι είναι στρωμένο υπέρ της ΕΕ. Στο ελληνικό εγχώριο παιχνίδι, ευνοεί τον Έλληνα πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος θέλει έναν συμβιβασμό.

ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΑΝΑΜΟΝΗΣ

Σε κάθε διαπραγμάτευση, τα δύο μέρη έχουν «κόστος επιφύλαξης» (reservation price, δηλαδή, ένα σημείο στο οποίο κάποιος από τους διαπραγματευτές θα προτιμούσε να παραιτηθεί από οποιαδήποτε συμφωνία). Το κόστος επιφύλαξης εξαρτάται από το πόσο ωφέλιμη είναι η συμφωνία στο τραπέζι και το πόση αναστάτωση θα φέρει μια εναλλακτική λύση. Κατανοώντας ότι η Ελλάδα αντιπροσωπεύει μόνο το 3% του ΑΕΠ της ΕΕ, ένας εξωτερικός παρατηρητής θα μπορούσε να πιστέψει ότι το κόστος επιφύλαξης της ΕΕ είναι αρκετά χαμηλό -θα ήταν πρόθυμη να αποχωρήσει από τις συνομιλίες πολύ νωρίτερα από ό, τι οι Έλληνες. Συνεπώς, οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει να σταθμίζεται με αυτόν τον τρόπο. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι επιπλέον παράγοντες -ένας θεσμικός και ένας ουσιαστικός- που είναι σημαντικό να σημειωθούν.

Το θεσμικό πλεονέκτημα της ΕΕ είναι ότι οι αποφάσεις (στο Eurogroup και στο Συμβούλιο) λαμβάνονται ομόφωνα, πράγμα που σημαίνει ότι είναι πολύ δύσκολο να γίνει αποδεκτή κάθε πρόταση. Για παράδειγμα, η Συνθήκη της Λισαβόνας, που είναι το λειτουργικό ισοδύναμο ενός συντάγματος της ΕΕ, χρειάστηκε μια δεκαετία για να διαπραγματευθεί και να υιοθετηθεί. Στο παιχνίδι των διαπραγματεύσεων, η ομόφωνη λήψη αποφάσεων λειτουργεί εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης, δεδομένης της δυσκολίας του να καταφέρει να γίνουν δεκτές οποιεσδήποτε από τις προτάσεις της.

Η ελληνική κυβέρνηση δεν φαίνεται να κατανοεί αυτό το θεσμικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της ΕΕ. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η θέση της εκφράζει την βούληση του ελληνικού λαού και ότι επομένως δικαιούται να επιβάλει τις προτιμήσεις της («να σκίσουμε τα μνημόνια») στην ΕΕ ή απαιτεί ότι η ΕΕ θα κάνει τουλάχιστον 30% παραχωρήσεις για να επιτευχθεί συμβιβασμός. Ο Τσίπρας έχει επανειλημμένα ζητήσει κατ’ ιδίαν συναντήσεις με Ευρωπαίους ηγέτες (την Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Jean-Claude Juncker, και τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας [ΕΚΤ] Mario Draghi) για να συζητήσει για μια πολιτική λύση. Ωστόσο, ξανά και ξανά, έχει απωθηθεί ευγενικά με το επιχείρημα ότι η απόφαση θα ληφθεί από τους θεσμούς -δηλαδή, το Eurogroup ή την «τρόικα» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ.

Το ουσιαστικό πλεονέκτημα της ΕΕ είναι ότι έχει τον έλεγχο της ρευστότητας. Σε όλες τις περιπτώσεις διαπραγμάτευσης, ο πιο ανυπόμονος παίκτης πρέπει να κάνει τις περισσότερες παραχωρήσεις. Η ελληνική κυβέρνηση επισημαίνει ότι μια αποτυχία των διαπραγματεύσεων θα ήταν επιζήμια για την ΕΕ όσο και για την Ελλάδα. Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά όχι στο ίδιο χρονικό πλαίσιο.

Ο χρόνος έχει κόστος κατά την διάρκεια των διαπραγματευτικών παιχνιδιών, και μια σύντομη επίτευξη συμφωνίας είναι καλύτερη από ό, τι μια καθυστερημένη. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι καθυστερήσεις μειώνουν την ελληνική ρευστότητα: Η Ελλάδα στεγνώνει από μετρητά για τις πληρωμές σε μισθούς, συντάξεις και χρέη προς το ΔΝΤ. Αρκετοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι έχουν ανακοινώσει ότι μπορεί να αποφασίσουν να πληρώσουν τους μισθούς αντί τους πιστωτές, κάτι που έχει οδηγήσει σε φυγή κεφαλαίων από την Ελλάδα. Οι καθυστερήσεις στις συνομιλίες, επίσης, πληγώνουν την τουριστική βιομηχανία, σημαντική πηγή εισοδήματος στην Ελλάδα. Ξένα ταξιδιωτικά γραφεία ζητούν στις συμβάσεις να αναλαμβάνει η ελληνική πλευρά τους όποιους κινδύνους σε περίπτωση αλλαγής του νομίσματος (σε περίπτωση Grexit) ή αύξησης του φόρου προστιθέμενης αξίας (ένα από τα σημαντικότερα θέματα των διαπραγματεύσεων για την πληρωμή της οφειλής). Τέλος, οι καθυστερήσεις έχουν πλήξει την θέση της ελληνικής κυβέρνησης έναντι του κοινού. Αν και η ελληνική λαϊκή υποστήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ έχει παραμείνει περισσότερο ή λιγότερο σταθερή από τότε που διεξήχθησαν οι εκλογές, οι κυβερνητικές πολιτικές έχουν πρόσφατα χάσει υποστήριξη στις δημοσκοπήσεις.