Ο μύθος της πανίσχυρης Γερμανίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο μύθος της πανίσχυρης Γερμανίας

Το Βερολίνο δεν είναι τόσο δυνατό όσο νομίζετε

03062015-4.jpg

Η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας φεύγουν μετά την συνέντευξη Τύπου μετά τις συνομιλίες τους στην καγκελαρία του Βερολίνου, στις 23 Μαρτίου 2015. HANNIBAL HANSCHKE / REUTERS
----------------------

Η Γερμανία έχει κατά διαστήματα προτείνει την μεταρρύθμιση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών μαζί με την Βραζιλία και την Ινδία, αλλά υποχωρεί όταν διακινδυνεύει ανταγωνισμούς με τις δυνάμεις που διαθέτουν βέτο. Η Μέρκελ καταδίκασε τις ρωσικές ενέργειες στην Κριμαία ως «εγκληματικές» και τιμώρησε την Κίνα για το ότι δεν διακανόνισε μέσω διεθνούς διαιτησίας τις διεκδικήσεις της στις θάλασσες γύρω από τα σύνορά της, αλλά σε γενικές γραμμές προτιμά το status quo στις ευρύτερες διμερείς σχέσεις της με τις δύο χώρες. Η επιρροή της χώρας είναι ισχυρότερη στην Ευρώπη, αλλά ακόμα και εκεί μπορεί να βρεθεί ανίκανη να αποτρέψει την Ελλάδα ή το Ηνωμένο Βασίλειο να φύγουν από την ΕΕ.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΧΥΣ

Οι εξηγήσεις για την γερμανική εξωτερική πολιτική ποικίλουν. Μια κυνική άποψη θα πρότεινε ότι οι Γερμανοί ηγέτες είναι δεσμευμένοι στα επιχειρηματικά λόμπι της χώρας, τα οποία θα τους οδηγήσουν απλώς στο να υποκύψουν στις προτιμήσεις [8] των σημαντικών εξαγωγικών αγορών. Η αυτο-αντίληψη της χώρας ως «επικεφαλής διαμεσολαβητή της Ευρώπης» σημαίνει επίσης ότι προσπαθεί να θεωρείται ως ότι δεν κυριαρχεί στα 28 κράτη-μέλη της ΕΕ (αλλά ρωτήστε έναν Έλληνα για το πόσο πετυχημένη είναι η Γερμανία από αυτή την άποψη). Φυσικά, η Γερμανία προστατεύει τα εμπορικά συμφέροντά της και προτιμά «να ηγείται από το κέντρο» [9], αλλά η επιφυλακτικότητά της στην αντιμετώπιση των κρίσεων αντικατοπτρίζει μια ηγεσία που είναι απλά ανέτοιμη να αναλάβει τους κινδύνους που απαιτούνται για την αντιμετώπισή τους.

Δεδομένων των δυσκολιών στην ιεράρχηση των κρίσεων σε ένα χαοτικό διεθνές περιβάλλον και των περιορισμών της παραδοσιακής γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, δεν είναι καθόλου περίεργο ότι η ηγεσία επιστρέφει σε μια αντιδραστική στάση. Πέρσι, σε μια πολυσυζητημένη ομιλία του, ο πρόεδρος Joachim Gauck προσπάθησε να εξηγήσει στους συμπατριώτες του γιατί η στάση στο περιθώριο [10] της παγκόσμιας κρίσης θα πρέπει να είναι μια «εξαίρεση» και μια προεπιλογή:

«Ας μην κάνουμε έτσι τα στραβά μάτια, να μην τρέξουμε από τις απειλές, αλλά αντ’ αυτού να σταθούμε σταθερά, να μην ξεχνάμε, μην αμελούμε ή προδίδουμε τις οικουμενικές αξίες, αλλά αντίθετα να υποστηρίζουμε αυτές τις αξίες μαζί με τους φίλους και τους συνεργάτες μας. Ας φανούμε ότι ζούμε σύμφωνα με αυτές, ας τις υπερασπιστούμε».

Ομιλίες από άλλους στο γερμανικό υπουργικό συμβούλιο, ωστόσο, έχουν εστιάσει περισσότερο στην απλή συγκατάβαση του «τι περιμένουν οι άλλοι από εμάς» παρά στον καθορισμό των προτεραιοτήτων της χώρας. Η Μέρκελ έχει χαρακτηριστικά αφήσει άλλους να μιλούν και, ακόμα και μετά από μια δεκαετία στην εξουσία, δεν έχει εκφωνήσει μια ομιλία ευρείας εξωτερικής πολιτικής. Παρά το γεγονός ότι η Μέρκελ μπορεί να αναλάβει τον ρόλο του συνομιλητή της Δύσης με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, είναι πιθανό να περιμένει να δει αν το κοινό θα δεχτεί πολύ περισσότερα.

03062015-5.jpg

Η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο αρχηγός του κόμματος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης CDU στέκονται μπροστά στο λεωφορείο της προεκλογικής εκστρατείας πριν από μια συνεδρίαση της ηγεσίας του CDU στο Βερολίνο, στις 16 Σεπτεμβρίου 2013. FABRIZIO BENSCH / REUTERS
------------------

Μπορεί να χρειαστεί να περιμένει λίγο. Η πλειοψηφία του γερμανικού κοινού για πρώτη φορά ευνοεί μια «ανεξάρτητη προσέγγιση» [11] από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, εκτός από τις υψηλότερες δαπάνες σε εξωτερική βοήθεια, οι περισσότεροι προτιμούν να «συνεχίσουν να επιδεικνύουν αυτοσυγκράτηση [12]» στην αντιμετώπιση διεθνών κρίσεων, και υπάρχει μια βαθιά αμφιθυμία σχετικά με την χρήση στρατιωτικής βίας ή κυρώσεων. Αν και είναι αλήθεια ότι η Γερμανία εξακολουθεί να περιορίζεται από το παρελθόν της, η πρόσφατη επιτυχία της μπορεί να της έχει επίσης ενσταλάξει μια αίσθηση εφησυχασμού.

Για παράδειγμα, η Γερμανία συχνά ξεχωρίζει για τις πενιχρές της αμυντικές δαπάνες. Παρά το γεγονός ότι ο υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ανακοίνωσε πρόσφατα 6% αύξηση των αμυντικών δαπανών για τα επόμενα πέντε χρόνια, το μεγαλύτερο κομμάτι της θα δαπανηθεί σε αντικατάσταση γηράσκοντος εξοπλισμού και υποδομών, και οι συνολικές δαπάνες θα παραμείνουν μικρές σε σχέση με το μέγεθος της χώρας. Πιο απογοητευτική για τους Αμερικανούς παρατηρητές, ωστόσο, είναι η απροθυμία της κυβέρνησης να συζητήσει ανοιχτά τις προκλήσεις για την ασφάλεια και να δεσμευτεί για τον σχεδιασμό σχετικά με μελλοντικά απρόβλεπτα. Αυτό είναι περίεργο δεδομένου ότι η Γερμανία παρείχε την τρίτη μεγαλύτερη δύναμη στρατευμάτων στο Αφγανιστάν και αρκετά πάνω από 200.000 στρατιώτες σε διεθνείς ειρηνευτικές αποστολές από το 1993.

Ομοίως, πριν από τις αποκαλύψεις του Edward Snowden και τον σάλο για την συλλογή δεδομένων από την [αμερικανική] Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας (NSA), η γερμανική κυβέρνηση αποφάσισε ησύχως να μεταφέρει την Bundesnachrichtendienst (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών) από τα νυσταλέα περίχωρα της Βαυαρίας σε ένα λαμπερό συγκρότημα για 4.000 εργαζομένους κοντά στην Καγκελαρία στο Βερολίνο. Το κοινό εξακολουθεί να είναι θυμωμένο για την κατασκοπεία, αλλά οι ηγέτες της Γερμανίας φαίνεται να συνειδητοποίησαν καθυστερημένα την ανάγκη τους για καλύτερα «μάτια και αυτιά». Ένα νέο κτίριο κοντά στους πολιτικούς θα έχει λίγη σημασία αν δεν πάρουν στα σοβαρά τις Υπηρεσίες πληροφοριών ή δεν ασκήσουν την εποπτεία που χρειάζονται οι μυστικές υπηρεσίες.