Μετρώντας τις πολιτικές | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μετρώντας τις πολιτικές

Πώς βλέπουν οι ελίτ και το αμερικανικό κοινό την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ
Περίληψη: 

Πολλοί παρατηρητές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής εδώ και καιρό ανησυχούν για το χάσμα μεταξύ των πολιτικών προτιμήσεων του κοινού και των ενεργειών των ηγετών της χώρας. Με την πάροδο του χρόνου, αυτή η απόσταση μπορεί να υπονομεύσει την ικανότητα της Ουάσιγκτον να προβάλει ισχύ και εμπιστοσύνη διεθνώς, ενώ παράλληλα δημιουργεί εγχώρια ζητήματα δημοκρατικής λογοδοσίας.

Ο JOSHUA BUSBY είναι αναπληρωτής καθηγητής στο LBJ School of Public Affairs στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Austin.
Ο JONATHAN MONTEN είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο University College London.
Ο JORDAN TAMA είναι επίκουρος καθηγητής στην Σχολή Διεθνών Υπηρεσιών (School of International Service) στο American University.
Η DINA SMELTZ είναι βασική συνεργάτης στο The Chicago Council on Global Affairs.
Ο CRAIG KAFURA είναι ερευνητικός συνεργάτης στο The Chicago Council on Global Affairs.

Πολλοί παρατηρητές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής εδώ και καιρό ανησυχούν για το χάσμα μεταξύ των πολιτικών προτιμήσεων του κοινού και των ενεργειών των ηγετών της χώρας. Με την πάροδο του χρόνου, αυτή η απόσταση μπορεί να υπονομεύσει την ικανότητα της Ουάσιγκτον να προβάλει ισχύ και εμπιστοσύνη διεθνώς, ενώ παράλληλα δημιουργεί εγχώρια ζητήματα δημοκρατικής λογοδοσίας. Όπως προειδοποίησαν οι Benjamin Page και Marshall Bouton στο βιβλίο τους Η Αποσύνδεση της Εξωτερικής Πολιτικής, μια «έλλειψη δημόσιας στήριξης προς την επίσημη εξωτερική πολιτική μπορεί να στείλει άσχημα σήματα στους διεθνείς αντιπάλους, να περιορίσει τις επιλογές πολιτικής, να αναστατώσει την συνέχεια της πολιτικής, και να αποσταθεροποιήσει την πολιτική ηγεσία». Δύο πρόσφατες έρευνες από το Chicago Council on Global Affairs ρίχνουν νέο φως στο δυνητικό χάσμα των απόψεων μεταξύ της ελίτ και του κοινού για την εξωτερική πολιτική. Η πρώτη [1] βασίστηκε σε δημοσκόπηση των απλών πολιτών των ΗΠΑ, και η δεύτερη [2] ερεύνησε ηγέτες της εξωτερικής πολιτικής από την κυβέρνηση, τα ακαδημαϊκά ιδρύματα, από οργανισμούς μέσων μαζικής ενημέρωσης, think tanks, και ομάδες συμφερόντων. Το φιλόδοξο έργο σηματοδοτεί την πρώτη μεγάλη έρευνα αυτού του είδους για πάνω από μια δεκαετία.

Αυτές οι έρευνες αποκαλύπτουν σημαντικές επικαλύψεις αλλά και διαφορές στις απόψεις περί εξωτερικής πολιτικής των δύο αυτών ομάδων. Στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και δύο δαπανηρών πολέμων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, η συνολική στήριξη του κοινού για έναν ενεργό ρόλο των ΗΠΑ στις παγκόσμιες υποθέσεις έχει αποδυναμωθεί παρότι οι αμερικανικές ελίτ της εξωτερικής πολιτικής συνεχίζουν να προτιμούν την ενεργό διεθνή εμπλοκή. Παράλληλα, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικοί τομείς συμφωνίας που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην οικοδόμηση ενός βιώσιμου παγκόσμιου ρόλου για τις Ηνωμένες Πολιτείες στο μέλλον.

ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΣ ΚΟΙΝΟ ΕΔΑΦΟΣ

Παρά το γεγονός ότι πολλά πρωτοσέλιδα την περασμένη χρονιά υποστήριξαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σε παρακμή, το κοινό των ΗΠΑ και οι ηγέτες της εξωτερικής πολιτικής συμφωνούν ότι η χώρα εξακολουθεί να έχει την μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο σήμερα, και ότι η ισχυρή ηγεσία των ΗΠΑ στον κόσμο είναι τουλάχιστον «κάπως επιθυμητή». Το κοινό βαθμολόγησε τις Ηνωμένες Πολιτείες με 8,6 στα 10 όσον αφορά την επιρροή της, σε σύγκριση με το 9,1 στα 10 από τους ηγέτες της εξωτερικής πολιτικής. Και οι δύο ομάδες συμφώνησαν επίσης σχετικά με τους σημαντικότερους στόχους της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ: Την πρόληψη της εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων, την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και την καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας. Πλειοψηφίες και των δύο ομάδων περιγράφουν την διεθνή τρομοκρατία ως «κρίσιμη» απειλή, και οι δύο ομάδες ευνοούν τα χτυπήματα με drones (μη επανδρωμένα αεροσκάφη), φόνους μεμονωμένων τρομοκρατών ηγετών και αεροπορικές επιθέσεις εναντίον στρατοπέδων εκπαίδευσης και εγκαταστάσεων ως μέσα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.

Όταν πρόκειται για την αντιμετώπιση των απειλών για την διεθνή ασφάλεια, υπάρχει περιορισμένος ενθουσιασμός και στις δύο ομάδες για την χρήση βίας στις συγκρούσεις στην Συρία και την Ουκρανία, εκτός των ειρηνευτικών προσπαθειών. Μόνο το 17% του πληθυσμού, και λιγότερο από 10% των ηγετών, υποστηρίζει την αποστολή αμερικανικών στρατευμάτων στην Συρία. Την εποχή που διεξαγόταν η έρευνα, η Ρωσία είχε ήδη προσαρτήσει την Κριμαία, αλλά οι μάχες στην ανατολική Ουκρανία δεν είχαν ακόμη κλιμακωθεί. Μόνο περίπου το 30% του κοινού και των ελίτ τάχθηκαν υπέρ της αποστολής αμερικανικών στρατευμάτων για να υπερασπιστούν την Ουκρανία εάν η Ρωσία εισέβαλε σε περαιτέρω ουκρανική επικράτεια. Μια μειοψηφία των ερωτηθέντων και από τις δύο έρευνες αντιλαμβάνονται τις εδαφικές αξιώσεις της Ρωσίας ως «κρίσιμη» απειλή.

Οι ηγέτες της εξωτερικής πολιτικής και το κοινό έχουν επίσης παρόμοιες απόψεις για την αξία πολλών βασικών διεθνών θεσμών και συμφωνιών. Περίπου το 60% των ελίτ και του κοινού πιστεύουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να είναι πιο πρόθυμες να λαμβάνουν αποφάσεις στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι τα αποτελέσματα μπορεί μερικές φορές να πάνε ενάντια στις αρχικές επιλογές της Ουάσιγκτον για δράση. Όμως, από αυτή την άποψη, υπάρχει μια σημαντική κομματική διάσταση, με τους Ρεπουμπλικανούς να είναι λιγότερο ευνοϊκοί στην λήψη αποφάσεων στα Ηνωμένα Έθνη. Περισσότερο από το 80% των ελίτ και στις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος ευνόησαν την διατήρηση ή την αύξηση της δέσμευσης των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ. Η υποστήριξη ήταν σχεδόν το ίδιο ισχυρή και από το ευρύ κοινό.

19062015-1.jpg

Υπάρχει επίσης ευρεία υποστήριξη μεταξύ του κοινού και των ηγετών της εξωτερικής πολιτικής για το εμπόριο και την παγκοσμιοποίηση. Παρά τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης του 2008, τα δύο τρίτα του συνολικού κοινού και μια ακόμη μεγαλύτερη πλειοψηφία μεταξύ των ελίτ λένε ότι η παγκοσμιοποίηση είναι «ως επί το πλείστον καλή» για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η συμφωνίες Trans-Pacific Partnership (ΤΤΡ) και Transatlantic Trade and Investment Partnership (ΤΤΙΡ) αμφότερες απολαμβάνουν ρητή υποστήριξη και από τις δύο ομάδες, όπως και οι διεθνείς εμπορικές συμφωνίες ευρύτερα. Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, πολλοί στις ΗΠΑ υποστηρίζουν την οικοδόμηση των εμπορικών δεσμών με την Ασία και την συνεργασία με την αναδυόμενη Κίνα. Και οι δύο έρευνες διαπιστώνουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιλαμβάνονται την Κίνα ως μια σημαντική πρόκληση για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, αλλά υποστηρίζουν την εμπλοκή και την φιλική συνεργασία αντί για την εχθρότητα.

ΣΥΝΦΩΝΩΝΤΑΣ ΟΤΙ ΔΙΑΦΩΝΟΥΝ