Δημοψήφισμα και εξωτερική πολιτική | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Δημοψήφισμα και εξωτερική πολιτική

Θα είναι πιο ισχυρή η Ελλάδα με το ΟΧΙ;

Οι Έλληνες είμαστε μαζί στον προορισμό, αλλά χώρια στη διαδρομή, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης της Μονάδας Ερευνών Κοινής Γνώμης και Αγοράς του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, που δημοσιεύτηκε την Παρασκευή στο Bloomberg. Το 82% του δείγματος θέλει να παραμείνει στο ευρώ, ενώ το 43% από τους ερωτηθέντες θα ψηφίσει ΟΧΙ και το 42,5% θα ψηφίσει ΝΑΙ. Το 12% από όσους ερωτήθηκαν επιθυμεί να επιστρέψουμε στην δραχμή, ενώ το 14,5 % δεν έχει απαντήσει ή δεν ξέρει τι θα κάνει.

Αν εύλογα θεωρήσουμε ότι το 12% που ζητάει επιστροφή σε εθνικό νόμισμα θα βρίσκεται στο ΟΧΙ, μένει περίπου ένα 30% που πιστεύει ότι με το ΟΧΙ θα είμαστε πιο ισχυροί στις διαπραγματεύσεις και στο ευρώ -γεγονός που το 42,5% των πολιτών και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας αμφισβητούν- ενώ αρκετοί συμπολίτες μας δεν έχουν άποψη για το θέμα. Συνεπώς, σε μια κρίσιμη στιγμή, που όλοι έχουμε κλείσει τα αυτιά μας ή θέλουμε να τα κλείσουμε, που τα συναισθήματα κυριαρχούν, που έχουμε διχαστεί ενώ στην πραγματικότητα ο στόχος της συντριπτικής πλειοψηφίας είναι κοινός, μένει να απαντηθεί ένα σημαντικό ερώτημα που παραμένει θολό: Θα είμαστε πιο ισχυροί στο ευρώ και την Ευρώπη με ψήφο στο ΟΧΙ; Κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί ειδικά όταν ο θυμός, η αγανάκτηση, το άδικο μας πλημμυρίζει. Θα επιχειρήσω να δώσω μια απάντηση μέσα από επιμέρους ερωτήματα σχετικά με την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης και κάποια σενάρια, σύμφωνα με τα οποία πιθανότερη εξέλιξη είναι η κυβέρνηση να βγει ενισχυμένη από τη νίκη του ΟΧΙ, χωρίς να σημαίνει απαραίτητα και ενίσχυση της χώρας. Ταυτόχρονα, το πιθανότερο σενάριο που κερδίζει ο ψηφοφόρος του ΟΧΙ που θέλει να παραμείνει στο ευρώ, αποτελεί ένα σενάριο παίρνει με ασφάλεια αν ψηφίσει ΝΑΙ.

Μπορούσε στα αλήθεια η Ελλάδα ένα μικρό κράτος να εκβιάσει τους εταίρους μας και περισσότερο τους ισχυρότερους από αυτούς, ώστε να πετύχει αυτό που επιθυμεί; Μικρές δυνάμεις έχουν αντιπαρατεθεί με μεγαλύτερα κράτη και υπερδυνάμεις και έχουν καταφέρει να πετύχουν τις επιδιώξεις τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η Μάλτα και η Ισλανδία στις αντιπαραθέσεις τους με την Βρετανία κατά τον Ψυχρό Πόλεμο. Ο Economist είχε αποκαλέσει τις δύο χώρες καταραμένες κουκκίδες, γιατί κατάφεραν αξιοποιώντας τις ευκαιρίες που τους έδινε η αντιπαλότητα των δύο υπερδυνάμεων να εξασφαλίσουν τα εθνικά τους συμφέροντα σε βάρος εκείνων του Ηνωμένου Βασιλείου. Την ίδια περίοδο, πλήθος κρατών στην Μέση Ανατολή και την Ασία κέρδισαν και από τις ΗΠΑ και από την Σοβιετική Ένωση, απειλώντας ότι θα αποσύρουν την υποστήριξή τους είτε από τη μια, είτε από την άλλη.

Μόνο που αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει πια. Αυτό είναι κάτι που δεν φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει στη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΞΕΛ. Σήμερα, στο σύστημα υπάρχουν περισσότεροι πόλοι ισχύος και μάλιστα η ισχύς τους μεταβάλλεται ανάλογα με τον τομέα. Η Κίνα αποτελεί την ανερχόμενη δύναμη στην οικονομία, οι ΗΠΑ διατηρούν την πρωτοκαθεδρία τους, η Ρωσία -που είναι ιδιαίτερα αγαπητή σε μια μερίδα Ελλήνων και αναμένεται ως σωτήρας σε πολλές ελληνικές υποθέσεις, αλλά δεν εμφανίζεται ποτέ- βρυχάται αλλά είναι αμφίβολο ότι θα ανακτήσει την ισχύ και τον ρόλο που είχε στο διεθνές σύστημα η ΕΣΣΔ. Τα υπόλοιπα μέλη των BRICS παραμένουν αναδυόμενες δυνάμεις, η Γερμανία αναδεικνύεται σε ηγεμονική δύναμη στην Ευρώπη και η Ένωση παίζει έναν δεύτερο ρόλο σε επίπεδο προαγωγής αξιών στο διεθνές σύστημα, ενώ στον τομέα του εμπορίου, παρά την κρίση, παραμένει πολύ ισχυρή. Ανάμεσα στους διαφορετικούς πόλους δεν υπάρχει ένταση, τουλάχιστον, γύρω από την Ελλάδα, γεωγραφικά, πολιτικά, οικονομικά, που θα μπορούσε να αξιοποιήσει η χώρα. Συνεπώς, η συγκυρία δεν είναι ευνοϊκή για να πετύχει η ελληνική πλευρά τους στόχους της, παίζοντας ανάμεσα στους διάφορους πόλους ισχύος, όπως υπολόγιζε πιθανόν η συγκυβέρνηση. Αυτό φάνηκε και από τις αντιδράσεις των ΗΠΑ, με την δήλωση Ομπάμα, από την στάση της Κίνας από τις Βρυξέλλες, όπου η επίσημη θέση ήταν ότι προτιμά την Ελλάδα εντός της ευρωζώνης.

Επιπλέον, θα πρέπει κάποιος να προσθέσει ότι η στρατηγική της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΞΕΛ προκάλεσε όλους τους πιθανούς ισχυρούς συμμάχους της Ελλάδας, από την πρώτη μέρα, είτε στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής, είτε της οικονομίας. Η αμφιθυμία της κυβέρνησης σχετικά με την παρουσία της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά, προβλημάτισε τους Κινέζους, η ψήφιση νόμου που φωτογράφιζε την απελευθέρωση του Σάββα Ξηρού δυσαρέστησε τους Αμερικανούς, ενώ μόλις λίγες μέρες μετά τις εκλογές η ελληνική κυβέρνηση συγκρούεται με όλους τους υπόλοιπους Ευρωπαίους εταίρους για τις κυρώσεις στην Ρωσία. Πέρα από τα ισχυρότερα κράτη της Ένωσης, σε αυτό το τελευταίο είναι πιθανό ότι η Ελλάδα ξύπνησε αντανακλαστικά και σε νεότερα και μικρότερα κράτη μέλη της ανατολικής Ευρώπης, όπως κάποια κράτη της Βαλτικής, από τα οποία βρήκε σθεναρή αντίσταση στο Eurogroup, αργότερα. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ πως σε ό,τι αφορά την πιθανότητα βοήθειας από την Ρωσία, οι Ρώσοι είχαν δώσει δείγματα γραφής κατά την κρίση στην Κύπρο, κάτι που θα έπρεπε να είχε γίνει μάθημα στην ελληνική πλευρά. Είναι φανερό ότι στο σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής της συγκυβέρνησης, υπολογίστηκε ότι η ίδια διαθέτει καλύτερες διπλωματικές ικανότητες από τους προηγούμενους και η χώρα έχει μεγαλύτερη ισχύ.

ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ;

Αν μεταφέρουμε την ανάλυση των πόλων εντός της ευρωζώνης τα πράγματα γίνονται πολύ χειρότερα. Η Ένωση σε θεσμικό επίπεδο λειτουργεί ως ένας πόλος στο ελληνικό ζήτημα αυτή την στιγμή, παρά τις διαφορές μεταξύ των εταίρων και των οργάνων. Δυστυχώς, η ελληνική κυβέρνηση με τους χειρισμούς των τελευταίων πέντε μηνών, κατάφερε να τους ενώσει και κατέστησε την σχέση της Ελλάδας με την Ένωση διμερή, επιμένοντας σε μια στρατηγική «εμείς και οι άλλοι». Η ελληνική αφήγηση δεν κατάφερε να κερδίσει υποστηρικτές και η χημεία του Έλληνα υπουργού Οικονομικών με τους υπόλοιπους υπουργούς της ευρωζώνης δεν υπήρξε καλή ήδη από την πρώτη μέρα. Παρ’όλο που είναι πάρα πολλοί εκείνοι που πιστεύουν ότι η ευρωζώνη έχει πάρει λάθος δρόμο, παρά το ότι Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία, Κύπρος και σε άλλο επίπεδο Γαλλία και Ιταλία αντιμετωπίζουν ίδια ή παρόμοια προβλήματα δεν πείστηκαν να συσπειρωθούν γύρω από την ελληνική υπόθεση, για να πετύχουν κάτι καλύτερο.

Θα πρέπει, βέβαια, να λάβουμε υπόψη μας ότι η κυβέρνηση είχε συμμαχήσει στην Ισπανία με τους Podemos, που απειλούσαν τον Ραχόι και από την Γαλλία είχε την υποστήριξη της Λεπέν, ενώ πρόσφατα επιστράτευσε και τον Πέπε Γκρίλο στην υποστήριξη του ΟΧΙ, κάτι που σίγουρα δεν χαροποίησε τον Ματέο Ρέντζι. Μετά από αυτά, σίγουρα δεν είναι απορίας άξιον γιατί η Ελλάδα έχει βρεθεί στον προθάλαμο της απομόνωσης. Είναι φανερό ότι οι συσχετισμοί δεν την ευνοούν. Η Ελλάδα όχι μόνο δεν έγινε πιο ισχυρή τους τελευταίους πέντε μήνες στην Ευρώπη, αλλά αποδυναμώθηκε, πιστεύοντας ότι μπορεί να προκαλέσει αναταράξεις και διαιρέσεις στο Ευρωπαϊκό οικοδόμημα, παρουσιάστηκε ως εχθρός και όχι ως σύμμαχος, ενώ την ίδια στιγμή πέτυχε να διαιρεθεί η ίδια εσωτερικά.

Μπορεί, τελικά, η Ελλάδα να προκαλέσει αναταράξεις στην ευρωζώνη και τον παγκόσμιο καπιταλισμό; Πριν λίγο καιρό σε ένα τέτοιο ερώτημα θα μπορούσε να το απαντήσει μόνο η Πυθία, χωρίς να εκτεθεί. Μια εβδομάδα μετά την ανακήρυξη του δημοψηφίσματος ξέρουμε ότι δεν έγινε σεισμός στις αγορές. Σε αυτό, άλλωστε, στήριξε και την δήλωσή του ο Μπαράκ Ομπάμα: «Οι αγορές αντέδρασαν καλά», είπε. Αν επιχειρήσουμε μια υπόθεση, ίσως το 2011 ο Γιώργος Παπανδρέου να είχε περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας, απειλώντας ότι θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου με δημοψήφισμα. Θυμόμαστε όλοι πώς κατέληξε αυτή η ιδέα, πριν καν ωριμάσει. Αντίθετα με την τότε στάση της, η καγκελάριος της Γερμανίας πριν λίγες μέρες είπε ούτε λίγο, ούτε πολύ ότι ο συμβιβασμός ως πρακτική στο πλαίσιο της Ένωσης δεν χρειάζεται ν᾽ αποτελεί ιερή αγελάδα και ότι η Ελλάδα θα πρέπει να αποφασίσει μόνη της για τη μοίρα της. Δεν είναι αυτό που επιθυμεί, αλλά σίγουρα το δημοψήφισμα την βολεύει και ίσως το ΟΧΙ ακόμη περισσότερο, γιατί θα αρχίσει να ξεφτίζει η ευρωζώνη, μέχρι να μείνει ο σκληρός πυρήνας, όπως επιθυμούν Γερμανοί, Ολλανδοί, οι Βορειοευρωπαίοι και άλλοι. Το ανακουφιστικό για όλους αυτούς αυτήν την στιγμή, ενώ θωρακίζουν τις χώρες τους, είναι ότι η ευθύνη της απόφασης έχει μετατεθεί στον ελληνικό λαό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κόστος ενός Grexit θα είναι τεράστιο και για τις δύο πλευρές. Η Ελλάδα θα πρέπει να επικεντρωθεί περισσότερο στο τι σημαίνουν οι συνέπειες για την ίδια.

Το ΟΧΙ δεν είναι λευκή επιταγή για Grexit. Μπορεί κάποιος να πει ότι «εμείς θέλουμε να ενισχύσουμε την κυβέρνηση στην διαπραγμάτευση και να αλλάξουμε την Ευρώπη». Ο πρωθυπουργός πήγε στην Γερμανία, στην Γαλλία, στην Ιταλία και τις Βρυξέλλες με ισχυρή λαϊκή εντολή τον Ιανουάριο. Μέχρι σήμερα στην διαπραγμάτευση έκανε τα εξής: Πρώτον, επικαλέστηκε ότι έχει εντολή να σταματήσει η λιτότητα στην χώρα. Δεύτερον, προσπαθούσε να πείσει τους εταίρους ότι ο δρόμος που έχουν πάρει είναι λάθος και η Ελλάδα θα οδηγήσει τους λαούς της Ευρώπης στη γη της επαγγελίας. Τελικά, μετά από πολλές συναντήσεις, όπου δεν πρότεινε τίποτα, αλλά τα απέρριπτε όλα, υπέγραψε πρόταση με 8 δισ. μέτρα λιτότητας. Τίποτε από τα παραπάνω δεν ενίσχυσε την θέση της χώρας στην ευρωζώνη. Ως αποτέλεσμα ήρθε η πρόταση των θεσμών, την οποία κάλεσε τον λαό να την απορρίψει αύριο. Το μόνο σίγουρο, επίσης, είναι ότι το «διαίρει και βασίλευε» είναι μια συνθήκη που δεν ενισχύει τη χώρα.

Όλο αυτό το διάστημα η πραγματική οικονομία βούλιαξε και η κυβέρνηση έδωσε την χαριστική βολή σε όσα ταμεία των δημοσίων φορέων είχαν απομείνει κάποια αποθεματικά. Επιπλέον, το πρόγραμμα για το οποίο ήδη είχαμε κάνει πολλές θυσίες δεν ολοκληρώθηκε και δεν πήραμε τα χρήματα, ούτε όσα μας χρωστούσαν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι από τα κέρδη τους. Συμπερασματικά, αποτυχία στις διαπραγματεύσεις και χειροτέρευση της οικονομίας της χώρας, χωρίς κανένα δίχτυ ασφαλείας. Τώρα, το δημοψήφισμα αποτελεί μια δεύτερη ευκαιρία. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι την παίρνει...

Ποια είναι τα πιθανά σενάρια; Πρώτον, να υποθέσουμε ότι όλα θα πάνε κατ᾽ ευχήν. Οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι θα σεβαστούν το ελληνικό κοινοβούλιο και τον ελληνικό λαό περισσότερο από τα δικά τους κοινοβούλια και τους δικούς τους λαούς. Επειδή το αποφάσισαν, σύμφωνα με την δημοσκόπηση οι μισοί Έλληνες, εκ των οποίων ένα 12% θέλει να γυρίσει στην δραχμή. Θα αποδεχτούν όποια συμφωνία προτείνει η ελληνική κυβέρνηση και θα περάσει ασμένως από το eurogroup, τους θεσμούς, τα υπόλοιπα κοινοβούλια. Με την απόσταση που έχει δημιουργήσει η κυβέρνηση από τους εταίρους, και η οποία θα μεγαλώσει με το ΟΧΙ και την αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης, αυτό φαίνεται, τουλάχιστον τώρα, απίθανο να ευοδωθεί, και αν πραγματοποιηθεί δεν θα γίνει ούτε εύκολα ούτε γρήγορα. Κάθε λεπτό που περνάει, η Ελλάδα χάνει. Μιας και ο πρωθυπουργός χθες μίλησε για δίκιο και τελευταία επικαλείται το μεγαλείο της ελληνικής ιστορίας, θα θυμάται από το σχολείο ότι οι Μήλιοι προέβαλαν στους Αθηναίους το ζήτημα της δικαιοσύνης. Καταστράφηκαν, ωστόσο, περιμένοντας τους Σπαρτιάτες να τους σώσουν. Συνεπώς, το επιχείρημα «πιο ισχυρή Ελλάδα με το ΟΧΙ» κάπου εδώ καταρρέει.

Δεύτερον, και πολύ πιθανότερο από το πρώτο, στους υπολογισμούς της κυβέρνησης σενάριο είναι, εφόσον τα αποτελέσματα είναι οριακά, να επιδιώξει να εμφανιστούν και οι δύο πλευρές κερδισμένες. Αρχικά, οι εταίροι θα επιμείνουν στην θέση τους. Στην συνέχεια θα δώσουν κάποια υπόσχεση για διευθέτηση του χρέους σε κάποιο στάδιο της συμφωνίας ή εξαρχής. Έτσι, η κυβέρνηση θα πει σε εκείνους που αύριο θα πουν ΝΑΙ ότι αυτά είναι τα μέτρα που συμφωνήσατε να περάσουν και σε αυτούς που θα ψηφίσουν ΟΧΙ, ότι με το δημοψήφισμα πέτυχε την αναδιάρθρωση του χρέους. Σε αυτήν την περίπτωση παίρνουμε περίπου ό,τι μπορούσαμε να πάρουμε και πριν, χωρίς τον τρόμο της τελευταίας εβδομάδας, τις συνέπειες του capital control, την διατάραξη της σχέσης μας με την υπόλοιπη Ευρώπη, χωρίς να έχουμε χάσει χρόνο και χρήμα. Η πρόταση είναι η ίδια με αυτήν που θα έπρεπε να εγκρίνουμε για να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα και να πάρουμε τα χρήματα του μνημονίου και την υπόσχεση για περαιτέρω αναδιάρθρωση χρέους την έχουμε από το 2012. Στην ουσία, σε αυτή την περίπτωση την ισχυροποίησή της η κυβέρνηση δεν την επεδίωξε για το εξωτερικό, αλλά για το εσωτερικό της χώρας και κυρίως το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Κάτι τέτοιο συνάδει και με την αποκάλυψη του Ευκλείδη Τσακλώτου ότι «κάναμε δημοψήφισμα γιατί δεν θα περνούσε η συμφωνία από την Βουλή». Σε αυτή την περίπτωση είναι αμφίβολο αν έχει ενισχυθεί περισσότερο η χώρα ή το κυβερνητικό επιτελείο εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Εννοείται ότι μια τέτοια πρόταση θα ψηφιστεί αναγκαστικά καταρχάς και από το ευρωπαϊκό τόξο. Σε ένα δεύτερο χρόνο θα φέρει εξελίξεις σε όλο το πολιτικό φάσμα.

Τρίτο σενάριο το χάσμα μεταξύ εταίρων και κυβέρνησης να είναι αγεφύρωτο. Θα είναι δύσκολο αν είναι ειλικρινείς οι θέσεις που βλέπουμε, μετά την στάση της ελληνικής κυβέρνησης και την αντίδραση των εταίρων να μιλήσουν και οι δύο πλευρές για έντιμο συμβιβασμό. Ας υποθέσουμε ότι οι εταίροι θέλουν να πιέσουν περισσότερο την Ελλάδα, για να προκαλέσουν εξελίξεις. Κάνουν στον Αλέξη Τσίπρα μια νέα πρόταση, ο οποίος ανάλογα με το αν κρίνει ότι μπορεί να την δεχτεί και να την περάσει από την Βουλή ή όχι, θα αποφασίσει αν θα την αποδεχτεί ή θα την πάει ξανά σε δημοψήφισμα, εκλογές, διαβούλευση ή ό,τι άλλο. Σε αυτή την περίπτωση η εβδομάδα που βιώσαμε θα επαναληφθεί με χειρότερες συνθήκες και δεν ξέρουμε για πόσο καιρό.

Τέταρτον, εννοείται ότι από την πρώτη μέρα οι εταίροι μας θα συνεχίσουν να λένε με ένα στόμα ότι το ΟΧΙ δεν σημαίνει και Grexit, εκτός αν το επιθυμεί ο ελληνικός λαός. Ταυτόχρονα, δεν θα ικανοποιούνται από τις προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, ενώ μέχρι να κλείσει οποιαδήποτε συμφωνία ο ELA δεν θα μπορεί να αυξηθεί και οι τράπεζες και η οικονομία θα καταρρέουν. Όπως μάθαμε τις τελευταίες 5 μέρες, αυτή η διαδικασία θα είναι πολύ πιο σύντομη από όσο την καταλαβαίνουμε σήμερα που φαντάζει μακρινή. Το Grexit σε αυτή την περίπτωση θα είναι αναπόφευκτο. Και αν δεν έχουν κανόνες για να βγούμε ή να μας βγάλουν, θα φτιάξουν και θα είναι με τους όρους που τους βολεύουν. Κάπως έτσι προχώρησε η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Υπάρχουν κάποιοι και μαζί τους οι υποστηρικτές της δραχμής, που υποστηρίζουν ότι το τρίτο και το τέταρτο σενάριο που μας βάζουν στην ζώνη του λυκόφωτος, είναι προτιμότερα και θα πρέπει να γίνει η ρήξη. Καλύτερα να υποφέρουμε τώρα για να ανακάμψουμε μετά, παρά να υποταχθούμε στη θέληση των εταίρων. Δεν έχει νόημα να προχωρήσουμε σε μια οικονομική ανάλυση αυτής της θέσης, τώρα εδώ. Αρκεί να πούμε, ότι σε αυτή την περίπτωση η Ελλάδα κάνει άλμα στο κενό χωρίς κανένα δίχτυ ασφαλείας. Έχοντας κάνει πέντε χρόνια σκληρές θυσίες, έχοντας χάσει αυτούς τους πέντε μήνες χρόνο, χρήμα, κύρος, θα καταρρεύσει και δεν θα μπορεί να ζητήσει βοήθεια από πουθενά. Δεν θα είναι απλά στο σημείο μηδέν, στην εκκίνηση της κρίσης το 2009, αλλά πολύ πιο κάτω. Είναι απαραίτητο να σημειώσουμε εδώ ότι μια τέτοια εξέλιξη για να πετύχει με πολύ κόστος πάντα και σε βάθος χρόνου απαιτεί πολιτικό προσωπικό για να διαχειριστεί το χάος που θα επικρατήσει, κουλτούρα συναίνεσης και αποφασιστικότητας που είναι πολύ αμφίβολο αν τα διαθέτει η χώρα σήμερα, για να μην μιλήσουμε για το κουρελιασμένο ηθικό του λαού και τις συνθήκες διχασμού στην κοινωνία.

ΝΑΙ Ή ΟΧΙ;

Μπορεί κάποιος να προσθέσει ή να αφαιρέσει σενάρια. Το ζήτημα, όμως, για αυτό το 30% που επιθυμεί να παραμείνει στο ευρώ και θα ψηφίσει ΟΧΙ και τους αναποφάσιστους είναι ένα: Το δεύτερο σενάριο που αποσπά η Ελλάδα στην καλύτερη περίπτωση με ένα ΟΧΙ, το παίρνει στην περίπτωση του ΝΑΙ ως χειρότερο σενάριο. Στην πρώτη περίπτωση, όμως, έχει διακινδυνεύσει τη σχέση μας με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, την παραμονή μας στο ευρώ, υποκύπτοντας στον εκβιασμό της κυβέρνησης, δίνοντας αφορμή και περιθώρια για κούρεμα καταθέσεων, χάνοντας και άλλο χρόνο στη γεφύρωση του χάσματος με τους εταίρους. Αν, όμως πει ΝΑΙ στην Ευρώπη το κόστος είναι μικρότερο. Ρίχνει αμέσως γέφυρα με την Ευρώπη, επιβεβαιώνοντας τον ευρω-ατλαντικό προσανατολισμό της χώρας, που διαφύλαξε την ασφάλεια και την σταθερότητα για τέσσερις δεκαετίες, χωρίς πειράματα. Ακόμη και φορείς που πλήττονται από το ΝΑΙ, όπως οι τουριστικές επιχειρήσεις, οι γυναίκες στα νησιά, η ΓΣΕΕ, οι έμποροι έχουν στηρίξει την θετική στάση απέναντι στην Ευρώπη, ακριβώς γιατί στο ΟΧΙ δεν βλέπουν προοπτική.

Αν η πρόταση ότι το δεύτερο σενάριο είναι και το πιο πιθανό δεν ισχύει, όσο μικρή ή μεγάλη πιθανότητα και να έχει ως σενάριο το Grexit, το πέρασμα σε εθνικό νόμισμα που το 12% επιθυμεί, μπορεί να το προκαλέσει και το υπόλοιπο 30% με την υποστήριξη του ΟΧΙ. Εκτός από τους οπαδούς της δραχμής, σε αυτή την περίπτωση θα ικανοποιηθούν και οι υποστηρικτές του Grexit στην Ευρώπη, όπως επίσης και οι γείτονες της Ελλάδας σε κάθε κατεύθυνση. Μια ορθολογική απόφαση, λοιπόν, απαιτεί από το 30% που θα ψηφίσει ΟΧΙ και δεν επιθυμεί επιστροφή στη δραχμή να σκεφτεί αν αξίζει να ρισκάρει να τινάξει τη μπάνκα στον αέρα ή να τα χάσει όλα, με δεδομένες τις επιδόσεις της συγκυβέρνησης στην εξωτερική πολιτική, τις προθέσεις της, έτσι όπως διατυπώνονται από διάφορα στελέχη και τις διαθέσεις των Ευρωπαίων ηγετών. Λαμβάνοντας δε, πάντα υπόψη, ότι ευρώ σημαίνει συμφωνία με τους εταίρους αλλά με το ΟΧΙ σίγουρα μεγαλώνει την απόστασή μας από την Ευρώπη και για αυτό η Ελλάδα δεν είναι πιο ισχυρή.

Copyright © 2015 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνσηwww.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.grκαι στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition