Η ακραία αντι-εξτρεμιστική πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ακραία αντι-εξτρεμιστική πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου

Γιατί δεν πρόκειται να λειτουργήσει
Περίληψη: 

Κατά την έναρξή της πριν από μια δεκαετία, η «Στρατηγική Πρόληψης» του Ηνωμένου Βασιλείου με στόχο να αποτρέψει τους Βρετανούς πολίτες από το να προσελκύονται από την τρομοκρατία, εκλαμβανόταν ευρέως ως ένα καινοτόμο ξεκίνημα της δέσμευσης της κοινότητας στην μάχη κατά του ισλαμιστικού εξτρεμισμού. Αλλά μέχρι σήμερα έχει αποτύχει.

Ο ZAHEER KAZMI είναι συνεργαζόμενο μέλος στο Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και επισκέπτης μελετητής στο Τμήμα Πολιτικής και Διεθνών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Είναι πρώην βασικός ερευνητικός αναλυτής και διπλωμάτης στο British Foreign and Commonwealth Office.

Παρά το γεγονός ότι συγκέντρωσε λίγη προσοχή στις Ηνωμένες Πολιτείες, η πενταετούς διάρκειας στρατηγική για την καταπολέμηση του εξτρεμισμού που ανακοίνωσε ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον τον περασμένο μήνα κατά την διάρκεια μιας βαρύνουσας ομιλίας του στο Birmingham, σηματοδότησε μια σημαντική στιγμή στην εξέλιξη των δυτικών πολιτικών αντι-ριζοσπαστικοποίησης. Το πρόγραμμα, που προέκυψε από την ταχεία αύξηση των Βρετανών νεοσυλλέκτων στο αυτοαποκαλούμενο Ισλαμικό Κράτος (ονομάζεται επίσης ISIS), οι οποίοι σήμερα αριθμούν εκατοντάδες [1], σηματοδοτεί την πρώτη φορά που ο «μη βίαιος εξτρεμισμός» -ένας πρόσφατος όρος και με ασαφή έννοια- τίθεται εκτός νόμου από μια Δυτική κυβέρνηση ως άμεση αιτία της τρομοκρατίας. Η στρατηγική του Κάμερον είναι ένα πολιτικό μέσο που μπορεί τώρα να εφαρμόζεται νόμιμα, μέσω του Νόμου για την Αντιτρομοκρατία και την Ασφάλεια του Ηνωμένου Βασιλείου που ψηφίστηκε νωρίτερα φέτος. Με όλα τα δημόσια όργανα να έχουν επίσης αναλάβει νόμιμα καθήκοντα παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων σχετικά με τον μη βίαιο εξτρεμισμό, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων των παιδιών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, η εξουσία του κράτους να αστυνομεύσει τις ιδέες σε μια φιλελεύθερη κοινωνία σπάνια ήταν τόσο εκτεταμένη.

Αλλά η εστίαση του Κάμερον στους Μουσουλμάνους ως μια ύποπτη κοινότητα που μπορεί δυνητικά να ανατρέψει τις «βρετανικές αξίες» -ακόμη και αν οι άνθρωποι στο εσωτερικό αυτών των κοινοτήτων δεν υποστηρίζουν άμεσα την βία ή δεν συμμετέχουν στον σχεδιασμό ή στην εκτέλεση τρομοκρατικών πράξεων- είναι μια οπισθοδρομική προσέγγιση, η οποία κινδυνεύει να διαβρώσει, αντί να προωθήσει, τις σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ του κράτους και των πολιτών του. Μια τέτοια κίνηση μειώνει επίσης τους καρπούς των ευρύτερων Δυτικών πολιτικών τάσεων των τελευταίων ετών, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες τείνουν προς την επέκταση της θρησκευτικής δέσμευσης ώστε να συμπεριλάβει τις θρησκείες πλην του Ισλάμ και ζητήματα άλλα εκτός από την ασφάλεια. Στο πλαίσιο αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν την δυνατότητα να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην συγκράτηση μερικών από τις υπερβολές της τρέχουσας εσωτερικής πολιτικής του Whitehall [στμ: Δηλαδή, της βρετανικής κυβέρνησης].

11082015-1.jpg

Μια μουσουλμανική οικογένεια προσεύχεται για την Eid-al Fitr ώστε να σηματοδοτήσει το τέλος του ιερού μήνα της νηστείας του Ραμαζανιού σε ένα πάρκο στο Λονδίνο, στις 17 Ιουλίου 2015. SUZANNE PLUNKETT / REUTERS
--------------------

Αν και η εχθρότητα προς το Ισλάμ είναι αναμφισβήτητα πιο διαδεδομένη στις Ηνωμένες Πολιτείες από ό, τι στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε νομοθετικό επίπεδο η Ουάσιγκτον είναι πιο ανεκτική απέναντι στην ελεύθερη έκφραση των Μουσουλμάνων από όσο το Λονδίνο. Εν μέρει, ο λόγος είναι οι ιδιαιτερότητες του Συντάγματος των ΗΠΑ, το οποίο περιορίζει όλες τις μορφές της κρατικής παρέμβασης σε θρησκευτικά θέματα. Κάνει τις κυβερνήσεις να τείνουν περισσότερο στο να αντιμετωπίζουν όλες τις θρησκείες εξίσου ενώπιον του νόμου, καθώς ο οποιοσδήποτε ειδικός περιορισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί εύκολα παράνομος. Η ευρεία εστίαση στις ΗΠΑ για σύμπραξη με όλες τις θρησκείες προέρχεται επίσης από την αναγνώριση ότι η βία και ο εξτρεμισμός μπορεί να είναι παρόντες σε όλες τις θρησκείες (όπως φαίνεται στις τρέχουσες παγκόσμιες συγκρούσεις από την Βιρμανία μέχρι τις χώρες της Κεντρικής Αφρικής), από πολιτικές πιέσεις από τις θρησκευτικές ομάδες πέρα από τους Μουσουλμάνους, και από την πεποίθηση ότι η θρησκεία, ιδιαίτερα ο διαθρησκειακός διάλογος, μπορεί να είναι μέρος της λύσης σε μια σύγκρουση και όχι απλώς μια πηγή προβλημάτων. Καινοτόμες δημοσκοπήσεις και έρευνες για τον παγκόσμιο αντίκτυπο της θρησκείας, από το Πρόγραμμα για την Θρησκεία και την Δημόσια Ζωή του Pew Research Center, για παράδειγμα, έχουν επίσης υποστηρίξει αυτή την προοπτική πολιτικής.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η σημερινή ευρεία προσέγγιση για σύμπραξη με την θρησκεία προηγείται της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001. Για παράδειγμα, η Πράξη για την Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία του 1998 χρησιμεύει ως μέσο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής που αντιμετωπίζει τις θρησκευτικές διώξεις σε μια ποικιλία πολυθρησκευτικών, παγκόσμιων υποθέσεων. Ήταν στο πλαίσιο του παρόντος νόμου που ο Ινδός νυν πρωθυπουργός, Ναρέντρα Μόντι, ήταν αποκλεισμένος από τις Ηνωμένες Πολιτείες το 2005, λόγω της φερόμενης ως συνενοχής του στην σφαγή των Μουσουλμάνων στο Γκουτζαράτ, το 2002 κατά την διάρκεια της θητείας του ως επικεφαλής υπουργός του κρατιδίου. Ομοίως, το «Γραφείο των Κοινοτικών και Βασισμένων στην Θρησκεία Πρωτοβουλιών» του Λευκού Οίκου (σήμερα ονομάζεται Office of Faith-Based and Neighborhood Partnerships) ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 2001. Πιο πρόσφατα, ο Λευκός Οίκος είχε εκδώσει την «Στρατηγική των ΗΠΑ για την σύμπραξη με τους Θρησκευτικούς Ηγέτες και τις Θρησκευτικές Κοινότητες» (U.S. Strategy on Religious Leader and Faith Community Engagement) το 2013, η οποία αφορά όχι μόνο τα ζητήματα ασφαλείας, αλλά και την ανάπτυξη και τα ανθρώπινα δικαιώματα και υλοποιείται σε επίπεδο Στέιτ Ντιπάρτμεντ [Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ] μέσω του νεοσυσταθέντος γραφείου Θρησκειών και Διεθνών Υποθέσεων (προηγουμένως ονομαζόταν Office of Faith-Based Community Initiatives).