Η ακραία αντι-εξτρεμιστική πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ακραία αντι-εξτρεμιστική πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου

Γιατί δεν πρόκειται να λειτουργήσει

Παρά το γεγονός ότι συγκέντρωσε λίγη προσοχή στις Ηνωμένες Πολιτείες, η πενταετούς διάρκειας στρατηγική για την καταπολέμηση του εξτρεμισμού που ανακοίνωσε ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον τον περασμένο μήνα κατά την διάρκεια μιας βαρύνουσας ομιλίας του στο Birmingham, σηματοδότησε μια σημαντική στιγμή στην εξέλιξη των δυτικών πολιτικών αντι-ριζοσπαστικοποίησης. Το πρόγραμμα, που προέκυψε από την ταχεία αύξηση των Βρετανών νεοσυλλέκτων στο αυτοαποκαλούμενο Ισλαμικό Κράτος (ονομάζεται επίσης ISIS), οι οποίοι σήμερα αριθμούν εκατοντάδες [1], σηματοδοτεί την πρώτη φορά που ο «μη βίαιος εξτρεμισμός» -ένας πρόσφατος όρος και με ασαφή έννοια- τίθεται εκτός νόμου από μια Δυτική κυβέρνηση ως άμεση αιτία της τρομοκρατίας. Η στρατηγική του Κάμερον είναι ένα πολιτικό μέσο που μπορεί τώρα να εφαρμόζεται νόμιμα, μέσω του Νόμου για την Αντιτρομοκρατία και την Ασφάλεια του Ηνωμένου Βασιλείου που ψηφίστηκε νωρίτερα φέτος. Με όλα τα δημόσια όργανα να έχουν επίσης αναλάβει νόμιμα καθήκοντα παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων σχετικά με τον μη βίαιο εξτρεμισμό, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων των παιδιών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, η εξουσία του κράτους να αστυνομεύσει τις ιδέες σε μια φιλελεύθερη κοινωνία σπάνια ήταν τόσο εκτεταμένη.

Αλλά η εστίαση του Κάμερον στους Μουσουλμάνους ως μια ύποπτη κοινότητα που μπορεί δυνητικά να ανατρέψει τις «βρετανικές αξίες» -ακόμη και αν οι άνθρωποι στο εσωτερικό αυτών των κοινοτήτων δεν υποστηρίζουν άμεσα την βία ή δεν συμμετέχουν στον σχεδιασμό ή στην εκτέλεση τρομοκρατικών πράξεων- είναι μια οπισθοδρομική προσέγγιση, η οποία κινδυνεύει να διαβρώσει, αντί να προωθήσει, τις σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ του κράτους και των πολιτών του. Μια τέτοια κίνηση μειώνει επίσης τους καρπούς των ευρύτερων Δυτικών πολιτικών τάσεων των τελευταίων ετών, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες τείνουν προς την επέκταση της θρησκευτικής δέσμευσης ώστε να συμπεριλάβει τις θρησκείες πλην του Ισλάμ και ζητήματα άλλα εκτός από την ασφάλεια. Στο πλαίσιο αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν την δυνατότητα να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην συγκράτηση μερικών από τις υπερβολές της τρέχουσας εσωτερικής πολιτικής του Whitehall [στμ: Δηλαδή, της βρετανικής κυβέρνησης].

11082015-1.jpg

Μια μουσουλμανική οικογένεια προσεύχεται για την Eid-al Fitr ώστε να σηματοδοτήσει το τέλος του ιερού μήνα της νηστείας του Ραμαζανιού σε ένα πάρκο στο Λονδίνο, στις 17 Ιουλίου 2015. SUZANNE PLUNKETT / REUTERS
--------------------

Αν και η εχθρότητα προς το Ισλάμ είναι αναμφισβήτητα πιο διαδεδομένη στις Ηνωμένες Πολιτείες από ό, τι στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε νομοθετικό επίπεδο η Ουάσιγκτον είναι πιο ανεκτική απέναντι στην ελεύθερη έκφραση των Μουσουλμάνων από όσο το Λονδίνο. Εν μέρει, ο λόγος είναι οι ιδιαιτερότητες του Συντάγματος των ΗΠΑ, το οποίο περιορίζει όλες τις μορφές της κρατικής παρέμβασης σε θρησκευτικά θέματα. Κάνει τις κυβερνήσεις να τείνουν περισσότερο στο να αντιμετωπίζουν όλες τις θρησκείες εξίσου ενώπιον του νόμου, καθώς ο οποιοσδήποτε ειδικός περιορισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί εύκολα παράνομος. Η ευρεία εστίαση στις ΗΠΑ για σύμπραξη με όλες τις θρησκείες προέρχεται επίσης από την αναγνώριση ότι η βία και ο εξτρεμισμός μπορεί να είναι παρόντες σε όλες τις θρησκείες (όπως φαίνεται στις τρέχουσες παγκόσμιες συγκρούσεις από την Βιρμανία μέχρι τις χώρες της Κεντρικής Αφρικής), από πολιτικές πιέσεις από τις θρησκευτικές ομάδες πέρα από τους Μουσουλμάνους, και από την πεποίθηση ότι η θρησκεία, ιδιαίτερα ο διαθρησκειακός διάλογος, μπορεί να είναι μέρος της λύσης σε μια σύγκρουση και όχι απλώς μια πηγή προβλημάτων. Καινοτόμες δημοσκοπήσεις και έρευνες για τον παγκόσμιο αντίκτυπο της θρησκείας, από το Πρόγραμμα για την Θρησκεία και την Δημόσια Ζωή του Pew Research Center, για παράδειγμα, έχουν επίσης υποστηρίξει αυτή την προοπτική πολιτικής.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η σημερινή ευρεία προσέγγιση για σύμπραξη με την θρησκεία προηγείται της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001. Για παράδειγμα, η Πράξη για την Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία του 1998 χρησιμεύει ως μέσο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής που αντιμετωπίζει τις θρησκευτικές διώξεις σε μια ποικιλία πολυθρησκευτικών, παγκόσμιων υποθέσεων. Ήταν στο πλαίσιο του παρόντος νόμου που ο Ινδός νυν πρωθυπουργός, Ναρέντρα Μόντι, ήταν αποκλεισμένος από τις Ηνωμένες Πολιτείες το 2005, λόγω της φερόμενης ως συνενοχής του στην σφαγή των Μουσουλμάνων στο Γκουτζαράτ, το 2002 κατά την διάρκεια της θητείας του ως επικεφαλής υπουργός του κρατιδίου. Ομοίως, το «Γραφείο των Κοινοτικών και Βασισμένων στην Θρησκεία Πρωτοβουλιών» του Λευκού Οίκου (σήμερα ονομάζεται Office of Faith-Based and Neighborhood Partnerships) ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 2001. Πιο πρόσφατα, ο Λευκός Οίκος είχε εκδώσει την «Στρατηγική των ΗΠΑ για την σύμπραξη με τους Θρησκευτικούς Ηγέτες και τις Θρησκευτικές Κοινότητες» (U.S. Strategy on Religious Leader and Faith Community Engagement) το 2013, η οποία αφορά όχι μόνο τα ζητήματα ασφαλείας, αλλά και την ανάπτυξη και τα ανθρώπινα δικαιώματα και υλοποιείται σε επίπεδο Στέιτ Ντιπάρτμεντ [Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ] μέσω του νεοσυσταθέντος γραφείου Θρησκειών και Διεθνών Υποθέσεων (προηγουμένως ονομαζόταν Office of Faith-Based Community Initiatives).

Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και μέχρι πρόσφατα, το Ηνωμένο Βασίλειο ίσως να ακολούθησε τον υπερατλαντικό σύμμαχό του στην εξωτερική πολιτική στον Μουσουλμανικό κόσμο, αλλά στον τομέα της εγχώριας μουσουλμανικής εμπλοκής, συχνά ηγήθηκε. Κατά την έναρξή της πριν από μια δεκαετία, η «Στρατηγική Πρόληψης» του Ηνωμένου Βασιλείου –με στόχο να αποτρέψει τους Βρετανούς πολίτες από το να προσελκύονται από την τρομοκρατία- εκλαμβανόταν ευρέως μεταξύ των συμμάχων της Βρετανίας ως ένα καινοτόμο ξεκίνημα της δέσμευσης της κοινότητας στην μάχη κατά του ισλαμιστικού εξτρεμισμού. Είχε στοιχεία εγχώριων και διεθνών σχέσεων και ενέπλεκε έναν συνεχώς αυξανόμενο αριθμό κυβερνητικών Υπηρεσιών. Το πνεύμα της Πρόληψης –αν όχι και το «γράμμα»- ολοένα και περισσότερο προσαρμοζόταν στις αναδυόμενες ανησυχίες σχετικά με την εγχώρια τρομοκρατία και σε άλλα περιβάλλοντα, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ευρώπης και ακόμη και του μουσουλμανικού κόσμου. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ιδέα ήταν εμφανής από την εξέλιξη της κοινοτικής αστυνόμευσης στην Νέα Υόρκη μέχρι τον διορισμό απεσταλμένου των ΗΠΑ στον Οργανισμό της Ισλαμικής Διάσκεψης.

11082015-2.jpg

Αστυνομικοί ερευνούν μια ομάδα Μουσουλμάνων διαδηλωτών κοντά στην κατοικία του πρωθυπουργού της Βρετανίας, Ντέιβιντ Κάμερον, στο Λονδίνο, στις 24 Μαΐου 2011. SUZANNE PLUNKETT / REUTERS
-------------------------------

Αλλά η βρετανική Στρατηγική Πρόληψης έγινε θύμα της ίδιας της τής σαρωτικής φιλοδοξίας να προωθήσει πολίτες-μοντέλα υποστηρίζοντας «μετριοπαθείς» Μουσουλμάνους. Η πρόσφατη εστίαση του Κάμερον να αντιμετωπίσει τον μη βίαιο εξτρεμισμό ως νόμιμα τιμωρούμενη εγχώρια εγκληματικότητα, αποτελεί το αποκορύφωμα των εσωτερικών αντιφάσεων που η Πρόληψη παρουσιάζει πάντα στις φιλελεύθερες κοινωνίες. Πράγματι, με το να στρέφει την προσοχή από εκείνους που συμμετέχουν άμεσα σε πράξεις τρομοκρατίας σε αυτούς που, όπως το έθεσε ο Κάμερον, μόνο «ήσυχα τις συγχωρούν», ο Κάμερον έχει έρθει αντιμέτωπος με την μακροχρόνια αξία της ελευθερίας της έκφρασης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι απίθανο να είναι σε θέση ή να θέλουν να αναπαράγουν αυτήν την νέα πολιτική. Σε αντίθεση με το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου η πολιτική του Cameron κατά του εξτρεμισμού είναι κατά κύριο λόγο τοποθετημένη ως μια επίθεση στον ηθικό σχετικισμό της πολυπολιτισμικότητας, στις Ηνωμένες Πολιτείες, η δημόσια συζήτηση γύρω από την εν λόγω νομοθεσία έχει επικεντρωθεί περισσότερο στις ανησυχίες για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και την μαζική παρακολούθηση, ειδικά στον απόηχο της υπόθεσης Έντουαρντ Σνόουντεν.

Παρ’όλα αυτά, η απόλυτη αξία της κάθε πολιτικής έγκειται στο αν όντως λειτουργεί: Εάν η Πρόληψη στόχευε να σταματήσει τους Βρετανούς πολίτες από το να γίνουν τρομοκράτες, έχει αποτύχει. Αν στόχευε να μειώσει την σωρεία των Δυτικών ισλαμιστών τρομοκρατών που ταξιδεύουν σε θέατρα συγκρούσεων, έχει επίσης αποτύχει˙ ο αριθμός των τζιχαντιστών τουριστών που εντάσσονται στο ISIS έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Και αν η Πρόληψη είχε ως στόχο να δημιουργήσει ουσιαστικές σχέσεις μεταξύ του κράτους και της μουσουλμανικής κοινωνίας των πολιτών, έχει αποτύχει επειδή δεν έχει δημιουργήσει εμπιστοσύνη. Και αυτή είναι ίσως η πιο σημαντική πτυχή: Για να είναι αποτελεσματική, η εμπλοκή της κυβέρνησης με τις θρησκευτικές κοινότητες πρέπει να βασίζεται στην εμπιστοσύνη. Χωρίς αυτήν, οι Δυτικές κυβερνήσεις δεν μπορούν να ασκήσουν εξουσία στις συναλλαγές τους με τις μουσουλμανικές κοινότητες, μπορούν μόνο να προβάλλουν εξουσία και τούτο, με την σειρά του, να τροφοδοτεί διαμαρτυρίες. Με το να επεκτείνει την εμβέλεια της κρατικής εξουσίας αντί να τείνει την χείρα της εμπιστοσύνης στις μουσουλμανικές κοινότητες, οι οποίες ήδη αισθάνονται στιγματισμένες συλλογικά, η νέα στρατηγική του Κάμερον αποξενώνει πολλούς από τους ανθρώπους που ακριβώς έχει ως στόχο να πείσει.

Εκτός από την πολιτική υπέρβαση της προσπάθειας αναμόρφωσης της μουσουλμανικής μετριοπάθειας και την προώθηση ενός πολιτιστικού στίγματος κατά μουσουλμανικών κοινοτήτων, το σχέδιο του Κάμερον είναι ασαφές στον ορισμό του όρου «μη-βίαιος εξτρεμισμός», που φαίνεται ότι θα αναβιβαστεί σε κάτι που θα έρχεται σε αντίθεση με την εξίσου θολή έννοια των «βρετανικών αξιών». Αυτά τα προβλήματα ήταν εμφανή στην ομιλία του στο Μπέρμιγχαμ, όπου εμφανίστηκε να θέλει να καταπνίξει, ακόμη και μη βίαιες μορφές μουσουλμανικής διαφωνίας και ελεύθερης έκφρασης και επίσης ανάμιξε τον ισλαμιστικό εξτρεμισμό με μια σειρά από κοινωνικά δεινά που δεν αφορούν αποκλειστικά τους Μουσουλμάνους -από την παιδική σεξουαλική κακοποίηση μέχρι τα εγκλήματα τιμής. Με τον τρόπο αυτό, ο ίδιος πιθανότατα έσπρωξε τους Βρετανούς Μουσουλμάνους πιο μακριά.

Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνώρισαν όλο και περισσότερο ότι δεν ήταν απρόσβλητες από το πρόβλημα της εγχώριας τζιχαντιστικής τρομοκρατίας κατά τα έτη μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, συχνά έβλεπαν προς το Ηνωμένο Βασίλειο για διδάγματα. Η βρετανική πολιτική για την μουσουλμανική δέσμευση, εκείνη την εποχή, θεωρείτο ως πιο ανεπτυγμένη και διαφοροποιητική. Αλλά ίσως τώρα είναι η βρετανική κυβέρνηση που θα μπορούσε να μάθουν κάτι από την Ουάσιγκτον. Για να βοηθήσει στην πρόληψη της ριζοσπαστικοποίησης εγχωρίως, ο Κάμερον θα ωφεληθεί αν μελετήσει τις προσπάθειες της Ουάσινγκτον να οικοδομήσει μια ευρύτερη και πιο εξελιγμένη πολιτική δομή για την αντιμετώπιση της θρησκείας στην δημόσια σφαίρα –μια πολιτική που προσπαθεί να προχωρήσει πέρα από μια μοναδική εστίαση στο Ισλάμ και στην τρομοκρατία. Με την πρόοδο του ISIS αμείωτη, είναι ακόμα πιο σημαντικό για τις Δυτικές κυβερνήσεις να οικοδομήσουν εμπιστοσύνη με τους Μουσουλμάνους πολίτες τους.

Copyright © 2015 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-kingdom/2015-08-05/united...

Σύνδεσμοι:
[1] http://www.cnn.com/2015/02/25/world/isis-western-recruits/

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition