Οι ρίζες της τρομοκρατίας του «μοναχικού λύκου» | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι ρίζες της τρομοκρατίας του «μοναχικού λύκου»

Γιατί οι γεννημένοι στην Δύση τζιχαντιστές είναι όλοι Σουνίτες
Περίληψη: 

Το πραγματικό κλειδί για την κατανόηση της τρέχουσας κατάστασης της τρομοκρατίας βρίσκεται στο έτος 1979, το οποίο χαρακτηρίζεται από τρία σπερματικά γεγονότα. Η Ιρανική Επανάσταση, η έναρξη του πολέμου στο Αφγανιστάν κατά των Σοβιετικών και το ότι. Σουνίτες ένοπλοι κατέλαβαν το Μεγάλο Τζαμί της Μέκκας στην πατρίδα τους την Σαουδική Αραβία, απαιτώντας την ανατροπή της μοναρχίας.

Ο ANDREW L. PEEK είναι καθηγητής στο Κολέγιο Claremont McKenna και πρώην σύμβουλος στρατηγικής στον ανώτατο διοικητή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν.

Ένα από τα λίγα κοινά σημεία που μοιράζονται οι «μοναχικοί λύκοι» ισλαμιστές τρομοκράτες -είτε στο Σαν Μπερναρντίνο είτε τώρα στην Φιλαδέλφεια- είναι το σουνιτικό μουσουλμανικό τους υπόβαθρο. Ποτέ δεν είναι Σιίτες.

Φυσικά, υπάρχει η Χεζμπολάχ [1], η σιιτική τρομοκρατική ομάδα στον Λίβανο, η οποία έχει μια μακρά λίστα βομβιστικών επιθέσεων και απαγωγών που της αποδίδονται. Το 1992, επιτέθηκε στην ισραηλινή πρεσβεία στο Μπουένος Άιρες˙ το 1994 βομβάρδισε ένα ισραηλινό κοινοτικό κέντρο στην ίδια πόλη˙ και το 1996, ανατίναξε το Khobar Towers στην Σαουδική Αραβία. Αλλά η διαφορά είναι ότι αυτές ήταν συντονισμένες επιθέσεις. Υπάρχουν επίσης και άλλες σιιτικές πολιτοφυλακές στην Μέση Ανατολή, όπως ο Στρατός του Μαχντί στο Ιράκ και η Αμάλ στον Λίβανο. Αλλά καμιά από αυτές τις σιτικές ομάδες δεν συνδέεται με άτομα που έχουν έμπνευση να διαπράξουν βία από μόνοι τους. Σχεδόν χωρίς εξαίρεση, οι σιιτικές μαχητικές ομάδες επιδιώκουν έναν άμεσο γεωπολιτική στόχο, όπως το να διώξουν τις Ηνωμένες Πολιτείες από την Βαγδάτη ή τους Ισραηλινούς έξω από τον Λίβανο, και βρίσκονται υπό τον άμεσο έλεγχο του Ιράν και της Χεζμπολάχ.

Αυτό συμβαίνει εν μέρει επειδή υπάρχουν πολύ λιγότεροι Σιίτες από όσοι Σουνίτες. Οι Σιίτες αποτελούν περίπου το 10% του παγκόσμιου μουσουλμανικού πληθυσμού. Ακόμη και αν το ποσοστό των τρομοκρατών τύπου «μοναχικός λύκος» ήταν ίδιο και στις δύο ομάδες, ο αριθμός των Σιιτών τρομοκρατών θα ήταν πολύ μικρότερος από ό, τι ο ήδη χαμηλός αριθμός των Σουνιτών.

Η μορφή της κάθε σέχτας μπορεί επίσης να κάνει την διαφορά. Οι Σουνίτες δεν έχουν τόσο σαφή εκκλησιαστική ιεραρχία όπως οι Σιίτες˙ ως αποτέλεσμα, υπάρχουν περισσότερες σουνιτικές ερμηνείες του Ισλάμ, και ως εκ τούτου, περισσότερες δυνατότητες για απόκλιση από την μέση γραμμή. Δεν υπάρχει σουνιτικό ισοδύναμο στον Μεγάλο Αγιατολάχ Αλί αλ-Σιστανί του Ιράκ [2], μια ευρέως αναγνωρισμένη ανώτατη αρχή που υποστηρίζει την μετριοπάθεια.

Αλλά το πραγματικό κλειδί για την κατανόηση της τρέχουσας κατάστασης της τρομοκρατίας βρίσκεται στο έτος 1979, το οποίο χαρακτηρίζεται από τρία σπερματικά γεγονότα. Τα δύο πρώτα έγιναν σύμβολα της ισχύος του πολιτικού Ισλάμ: Η Ιρανική Επανάσταση [3] και η έναρξη του πολέμου στο Αφγανιστάν κατά των Σοβιετικών [4]. Η τελική επιτυχία και των δύο θεωρήθηκε ως θρίαμβος των αφοσιωμένων Μουσουλμάνων επί των κοσμικών τυραννιών. Το καθεστώς των κληρικών στο Ιράν ενέπνευσε αμφότερους τους Σιίτες και τους Σουνίτες επαναστάτες και επιδίωξε ενεργά να διαδώσει την επανάσταση σε μέρη όπως το Ιράκ και ο Λίβανος. Πιο ανατολικά, και μια δεκαετία αργότερα, οι μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν θα φθάσουν σε άλλες γωνιές του ισλαμικού κόσμου, από την Βοσνία μέχρι την Τσετσενία και το Σουδάν, και θα εξαπλώσουν τους σπόρους του ριζοσπαστισμού.

19012016-1.jpg

Ένας ένοπλος που ισχυρίζεται ότι έχει υποσχεθεί υποταγή σε μαχητές του Ισλαμικού κράτους, πυροβόλησε και τραυμάτισε σοβαρά τον αστυνομικό Jesse Hartnett στην Φιλαδέλφεια, στην Πενσυλβάνια, στις 7 Ιανουαρίου 2016. PHILADELPHIA POLICE DEPARTMENT HANDOUT / REUTERS
-------------------------------------

Και μετά υπήρξε το τρίτο γεγονός, το οποίο άλλαξε την μορφή του ίδιου του ριζοσπαστισμού. Σουνίτες ένοπλοι κατέλαβαν το Μεγάλο Τζαμί της Μέκκας στην πατρίδα τους την Σαουδική Αραβία, απαιτώντας την ανατροπή της μοναρχίας. Κράτησαν τις θέσεις τους μέχρι που οι σαουδαραβικές δυνάμεις τους εξεδίωξαν δύο εβδομάδες αργότερα. Το βασίλειο συγκλονίστηκε από αυτό το γεγονός˙ επιδίωξε ύφεση με τους κληρικούς του, και προσπάθησε να ανανεώσει την νομιμοποίησή του πλησιάζοντας την ριζοσπαστική τάση του Ισλάμ. Το βασίλειο άρχισε να ξοδεύει δισεκατομμύρια δολάρια για την επέκταση της εξαιρετικά συντηρητικής εκδοχής του ουαχαμπιτικού Ισλάμ [5] στο εξωτερικό, μέσω σχολείων, τζαμιών, φυλακών, ακόμη και ορφανοτροφείων.

Σήμερα, οι ριζοσπάστες Σουνίτες λαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της υποστήριξής τους από την Σαουδική Αραβία και άλλους πολίτες των χωρών του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου, όχι από τα κράτη. Μια έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ τον Ιούνιο του 2015, υποστήριξε ότι «Το μαζικό λαθρεμπόριο μετρητών και οι μεταφορές χρημάτων από μεμονωμένους δωρητές και φιλανθρωπικές οργανώσεις με βάση την Σαουδική Αραβία σύμφωνα πληροφορίες, έχουν υπάρξει μια σημαντική πηγή χρηματοδότησης για τις εξτρεμιστικές και τρομοκρατικές οργανώσεις κατά την διάρκεια των τελευταίων 25 ετών. Στην Συρία, ιδιώτες Σαουδάραβες -όχι η κυβέρνηση- αναφέρεται ότι, από την έναρξη του εμφυλίου πολέμου, έχουν στείλει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια στην Συρία.

Από την άλλη πλευρά, οι σιιτικές ομάδες κατά κύριο λόγο χρηματοδοτούνται από κράτη. Το Ιράν χρηματοδοτεί την Χεζμπολάχ [6] καθώς και μια σειρά από Σιίτες μαχητές, από τους Χούτις στην Υεμένη μέχρι την Ταξιαρχία Badr στο Ιράκ. Η Χεζμπολάχ λαμβάνει κατ’ εκτίμηση 200 εκατομμύρια δολάρια κατ’ έτος, εκτός από υλική βοήθεια και εκπαίδευση από την ιρανική Δύναμη Κουντς (Quds Force). Αλλά, ως αποτέλεσμα της κρατικής χρηματοδότησής τους, οι ομάδες αυτές είναι επίσης ξεκάθαρα ελεγχόμενες από το κράτος. Όταν το Ιράν στέλνει όπλα σε μαχητές, το κάνει για να επιτύχει άμεσους γεωπολιτικούς στόχους. Έτσι, ακόμη και αν αυξηθεί η ισχύς της μαχητικής ομάδας, οι στόχοι της παραμένουν στενοί. Με άλλα λόγια, υπάρχει ένα λουρί που μπορεί να σφίξει. Το Ιράν, για παράδειγμα, ανάγκασε την Χεζμπολάχ να λύσει τις διαφορές της με την συντροφική σιιτική ομάδα Αμάλ τον Ιανουάριο του 1989, μετά από ένα χρόνο αιματηρών μαχών. Η συγκέντρωση αυτή μειώνει επίσης την ευκαιρία να αποκλίνει ριζικά η ιδεολογία μιας ομάδας από τους στόχους του χορηγού της και αυτό μειώνει την πιθανότητα να εμπνευστούν τυχόν «μοναχικοί λύκοι».