Γιατί η Ρωσία και η Τουρκία συγκρούονται | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η Ρωσία και η Τουρκία συγκρούονται

Μια ιστορία ανταγωνισμού
Περίληψη: 

Η Ρωσία κατανοεί ότι η Τουρκία είναι υπό τεράστια πίεση από την κρίση των προσφύγων, τις τρομοκρατικές επιθέσεις που συνδέονται με το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος (ISIS), και τον ανανεωμένο πόλεμο με το PKK, και επιδιώκει να εκμεταλλευθεί το πλεονέκτημά της.

Ο JEFFREY MANKOFF ασκεί καθήκοντα διευθυντή και είναι βασικός συνεργάτης στο Πρόγραμμα Ρωσίας και Ευρασίας του CSIS. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Russian Foreign Policy: The Return of Great Power Politics [1].

Οι σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας [2] και της Ρωσίας [3] είναι επιβαρυμένες από τότε που η τουρκική πολεμική αεροπορία κατέρριψε ένα ρωσικό βομβαρδιστικό [4] που παραβίασε για λίγο τον εναέριο χώρο της, τον Νοέμβριο. Αλλά οι εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών κλιμακώνονταν για μήνες πριν από αυτό, πρώτα για την παρέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία και στην συνέχεια στην Συρία. Ως αποτέλεσμα, στην διάρκεια αυτών των δύο ετών, οι δύο χώρες έχουν αναιρέσει σε μεγάλο βαθμό την συνεννόηση είχαν οικοδομήσει κατά τα προηγούμενα 15.

Χτισμένη στην οικονομική συνεργασία, στην κοινή δυσφορία για την κυριαρχούμενη από την Δύση διεθνή τάξη, καθώς και την προσωπική χημεία των ημι-αυταρχικών ηγετών τους, Βλαντιμίρ Πούτιν και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η ρωσο-τουρκική συνεννόηση ήταν, από πολλές απόψεις, μια ιστορική ανωμαλία. Τα κίνητρα της τελευταίας αντιπαράθεσης είναι πολύ βαθύτερα από την απώλεια ενός και μόνο αεροπλάνου, και είναι πιθανό να σημάνουν μια επιστροφή στην γεωπολιτική αντιπαλότητα που ήταν ο κανόνας για τις ρωσο-τουρκικές σχέσεις σε όλη την ιστορία [5].

Η σημερινή αντιπαράθεση είναι, στην πραγματικότητα, λιγότερο εντυπωσιακή από τα 15 χρόνια της επαναπροσέγγισης που προηγήθηκαν. Στο κάτω-κάτω, οι ιστορικοί προκάτοχοι της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Δημοκρατίας της Τουρκίας ήταν αντίπαλοι για τους περισσότερους από τους τελευταίους πέντε αιώνες. Μεγάλο μέρος της αυτοκρατορικής επέκτασης της Ρωσίας, ξεκινώντας με την προσάρτηση του Χανάτου της Κριμαίας το 1783, ήρθε σε βάρος [5] της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (και των υποτελών της) κατά μήκος της βόρειας ακτής της Μαύρης Θάλασσας, των Βαλκανίων και του Καυκάσου. Τα ρωσικά κέρδη από την φθίνουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία απείλησαν την ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη και προκάλεσαν προσπάθειες από το Ηνωμένο Βασίλειο [6] και την Γαλλία [7] για την διατήρηση του οθωμανικού κράτους ως ουδέτερη ζώνη, κυρίως κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου το 1854-1856. Οι φιλοδοξίες της Ρωσίας [8] να καταλάβει τα Τουρκικά Στενά και να ολοκληρώσει τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, βοήθησαν να προκληθεί ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.

26022016-1.jpg

Μέλη της τιμητικής φρουράς σε στάση προσοχής δίπλα στο φέρετρο του Oleg Peshkov, του Ρώσου πιλότου του καταρριφθέντος SU-24, κατά την διάρκεια της κηδείας στο νεκροταφείο στο Lipetsk, στην Ρωσία, στις 2 Δεκεμβρίου 2015. MAXIM ZMEYEV / REUTERS
---------------------------

Η ρωσο-τουρκική αντιπαλότητα επέζησε από την κατάρρευση τόσο της Οθωμανικής όσο και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, εκτός από μια σύντομη προσέγγιση στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν ο Σοβιετικός ηγέτης Βλαντιμίρ Λένιν και ο Τούρκος ιδρυτής της Δημοκρατίας Μουσταφά Κεμάλ [9] (Ατατούρκ) ένωσαν τις δυνάμεις τους εναντίον του Δυτικού ιμπεριαλισμού. Η Τουρκία κατάφερε να παραμείνει ουδέτερη κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά η νικηφόρα Σοβιετική Ένωση αναβίωσε την μακροχρόνια φιλοδοξία της αυτοκρατορικής Ρωσίας για τον έλεγχο των Στενών. Ο Ιωσήφ Στάλιν απαίτησε [10] κοινό σοβιετο-τουρκικό έλεγχο της διέλευσης και το δικαίωμα να εγκαταστήσει στρατιωτικές βάσεις στην Τουρκία.

Η Άγκυρα αντιστάθηκε, με αποτέλεσμα ο Στάλιν να πιέσει για μια κομμουνιστική επανάσταση στην Τουρκία. Σε απάντηση, ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν προσέφερε βοήθεια στην Άγκυρα σύμφωνα με τους όρους του δόγματος Τρούμαν, και το 1952 η Τουρκία εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ [11]. Στην συνέχεια, η κεμαλική Τουρκία έγινε ένα προπύργιο του αντι-κομμουνισμού και ένας από τους πυλώνες της Δυτικής συμμαχίας. Η Σοβιετική Ένωση ποτέ δεν εγκατέλειψε τις προσπάθειές της για να αποδυναμώσει την Τουρκία. Μεταξύ των εργαλείων της για κάτι τέτοιο ήταν η υποστήριξη στην εξέγερση του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK) κατά της Άγκυρας στην δεκαετία του 1980.

Η αδυναμία της Ρωσίας μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την υποχώρηση της ρωσικής ισχύος από τα σύνορα της Τουρκίας (βοηθούμενη από την εμφάνιση των κρατών του Νότιου Καυκάσου που λειτούργησαν σαν μια ενδιάμεση ζώνη) αφαίρεσε την στρατιωτική απειλή και επέτρεψε στις δύο χώρες να επικεντρωθούν στην οικονομική συνεργασία.

Η Άγκυρα και η Μόσχα συνέχισαν να συμπλέκονται, ωστόσο, κυρίως σχετικά με την κοινή γειτονιά τους. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Τουρκία προσπάθησε να αξιοποιήσει ιστορικούς και πολιτιστικούς δεσμούς ώστε να αντικαταστήσει την Ρωσία ως ο προστάτης των σε μεγάλο βαθμό μουσουλμανικών, τουρκόφωνων δημοκρατιών της Κεντρικής Ασίας. Η Άγκυρα και η Μόσχα υποστήριξαν επίσης αντίθετες πλευρές στην σύγκρουση [12] μεταξύ της Αρμενίας [13] και του Αζερμπαϊτζάν [14] για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, η οποία είχε παγώσει από την κατάπαυση του πυρός το 1994. Μια μεγαλύτερη πρόκληση ήταν ο πόλεμος στην Τσετσενία [15], όπου η Ρωσία κατηγόρησε την Τουρκία για την υποστήριξη αυτονομιστών ανταρτών.

Με αμφότερες τις οικονομίες να έχουν σκοντάψει άσχημα στο γύρισμα του αιώνα, η Άγκυρα και η Μόσχα συμφώνησαν να αντιμετωπίσουν τις γεωπολιτικές ανησυχίες τους και να επικεντρωθούν στην εμβάθυνση της οικονομικής συνεργασίας. Η Μόσχα αρνήθηκε να δώσει άσυλο στον ηγέτη του ΡΚΚ, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, [16] και ακύρωσε την πώληση προηγμένων συστημάτων αεράμυνας S-300 στους Ελληνοκύπριους. Μια συμφωνία του 2001 αντιμετωπίζει τις εντάσεις μεταξύ των χωρών στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Στο πλαίσιο μιας συμφωνίας τον Ιανουάριο του 2002, η Ρωσία απέσυρε την υποστήριξή της στο ΡΚΚ, ενώ η Τουρκία υιοθέτησε μια πιο σκληρή γραμμή για Τσετσενικές και άλλες ομάδες του Βορείου Καυκάσου που επιχειρούν από το έδαφός της, παρά την ευρεία συμπάθεια που απολάμβαναν μεταξύ των Τούρκων (εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκοι πολίτες εντοπίζουν τους καταγωγή τους στον Καύκασο [17], από όπου πολλοί Μουσουλμάνοι έφυγαν απέναντι στην ρωσική κατάκτηση του 19ου αιώνα).