Τα επόμενα πέντε χρόνια του ΔΝΤ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα επόμενα πέντε χρόνια του ΔΝΤ

Καμιά ξεκούραση για τον κουρασμένο
Περίληψη: 

Το μέγα ερώτημα για το Ταμείο είναι το θα καταφέρει να είναι ένας αποτελεσματικός ηγέτης της παγκόσμιας προσπάθειας για την πρόληψη και την επίλυση των οικονομικών κρίσεων κατά τις επόμενες δεκαετίες.

Ο ROBERT KAHN είναι βασικός συνεργάτης στην έδρα Steven A. Tananbaum για τα Διεθνή Οικονομικά στο Council on Foreign Relations.

Την περασμένη εβδομάδα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ανακοίνωσε ότι όρισε την Κριστίν Λαγκάρντ [1] για μια δεύτερη πενταετή θητεία ως γενική διευθύντρια. Η Lagarde πήρε τα ηνία του ΔΝΤ τον Ιούλιο του 2011, σε μια στιγμή βαθιάς θεσμικής αναταραχής: Ο πρώην γενικός διευθυντής Dominique Strauss-Kahn είχε πρόσφατα παραιτηθεί˙ η προσπάθεια διάσωσης της Ελλάδας [2] που το ΔΝΤ είχε σχεδιάσει και υποστήριζε έντονα, ήταν στα πρόθυρα της αποτυχίας˙ και η απόφαση του Ταμείου να παράσχει το ένα τρίτο του συνόλου της χρηματοδότησης για τα πακέτα διάσωσης της Ευρώπης είχε επικριθεί σκληρά από τα μέλη του ΔΝΤ από τις αναδυόμενες αγορές ως ειδική συμφωνία για την Δύση. Εν τω μεταξύ, καθώς η παγκόσμια οικονομική κρίση [3] άρχισε να υποχωρεί, ο συντονισμός της πολιτικής μεταξύ των μεγάλων βιομηχανικών οικονομιών έγινε λιγότερο πιεστικός, και οι προσπάθειες του Ταμείου για την παροχή συμβουλών πολιτικής εκτός των χρηματοδοτικών προγραμμάτων του ξέμεινε από ορμή. Εν ολίγοις, δεν ήταν σαφές εάν το ΔΝΤ θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τις απειλές που αντιμετώπιζε τότε η παγκόσμια οικονομία [4].

Καθώς το τέλος της πρώτης θητείας της Λαγκάρντ πλησιάζει, είναι δυνατή μια πιο καθαρή αξιολόγηση. Η παγκόσμια ανάκαμψη έχει επικρατήσει, και παρ’όλο που το μεγαλύτερο μέρος αυτού θα πρέπει να πιστωθεί στις εθνικές κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες, η σταθερή υποστήριξη του ΔΝΤ προς την ευρωπαϊκή περιφέρεια έπαιξε σημαντικό ρόλο. Το Ταμείο έχει επίσης σημειώσει πρόοδο όσον αφορά την χορήγηση μεγαλύτερης θεσμικής εκπροσώπησης στις χώρες των αναδυόμενων αγορών και έχει βελτιώσει το εύρος και το βάθος της ανάλυσης της παγκόσμιας οικονομίας. Τα επόμενα πέντε χρόνια, όμως, θα φέρουν νέες προκλήσεις, καθώς το Ταμείο παλεύει να συμβιβαστεί με μια ταχέως μεταβαλλόμενη παγκόσμια αγορά και με τους εν πολλοίς ακατάλληλους κανόνες δανεισμού για τις κρίσεις που πιθανότατα θα αντιμετωπίσει ο οργανισμός.

ΤΙ ΠΗΓΕ ΣΩΣΤΑ, ΤΙ ΠΗΓΕ ΛΑΘΟΣ

Κάθε αξιολόγηση των επιδόσεων του ΔΝΤ κατά την διάρκεια της πρώτης θητείας Λαγκάρντ πρέπει να ξεκινήσει με τον ρόλο του οργανισμού στην ευρωπαϊκή κρίση, έναν ρόλο που έχει υποβληθεί σε πολύ ανάλυση, μεταξύ άλλων από το ίδιο το ΔΝΤ [5]. Η άποψη του Ταμείου, η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό σωστή, είναι ότι ο θεσμός αξίζει εύσημα για την ταχεία αντίδραση που βοήθησε στο να ανακόψει τον πανικό, αύξησε την εμπιστοσύνη, και παρείχε βασικούς πόρους για τα χρηματοδοτικά πακέτα. Φυσικά, το ΔΝΤ, επίσης αντιμετώπισε σημαντικές επικρίσεις για τον σχεδιασμό των προγραμμάτων για την Ελλάδα, την Πορτογαλία και άλλα κράτη στην ευρωπαϊκή περιφέρεια που υποτίμησαν την υστέρηση στην οικονομική δραστηριότητα που προκαλείται από την λιτότητα και τα ανεπαρκώς προστατευόμενα δίκτυα κοινωνικής ασφάλειας. Το ΔΝΤ αναγνώρισε τις επικρίσεις για τις επιδράσεις αυτές και έχει δεσμευτεί να τροποποιήσει τον σχεδιασμό των προγραμμάτων του ως απάντηση˙ το αν οι ενδεχόμενες μεταρρυθμίσεις θα είναι επαρκείς θα γίνει σαφές μόνο όταν ξεσπάσει η επόμενη μεγάλη παγκόσμια κρίση. Στο τέλος της ημέρας, ωστόσο, είναι άστοχο να επικρίνεται το ΔΝΤ για την υπερβολική λιτότητα: Ο ισολογισμός ΔΝΤ ήταν μοχλευμένος ως, ή ίσως και πέραν, το σημείο εκείνο που ήταν συνετό δεδομένης της ανάγκης εκείνη την στιγμή για να διατηρήσει την δύναμη πυρός του σε περίπτωση εξάπλωσης της κρίσης, και τα ευρωπαϊκά προγράμματα που υποστήριζε δεν θα μπορούσαν να ήταν πολύ πιο γενναιόδωρα δεδομένου το ποσού της χρηματοδότησης που ήταν διαθέσιμο από τις περιφερειακές κυβερνήσεις. Μια πιο σκληρή κριτική είναι ότι τα ευρωπαϊκά προγράμματα του Ταμείου, και ιδιαίτερα το ελληνικό πρόγραμμά του, ήταν υπερφορτωμένο με διαρθρωτικά μέτρα που ήταν απίθανο να εφαρμοστούν. Το να διατηρηθεί η πίεση προς την Ελλάδα με ένα πιο περιορισμένο σύνολο μεταρρυθμίσεων ανοίγματος της αγοράς θα μπορούσε να είναι περισσότερο πολιτικά βιώσιμο και θα παρείχε μια πολυπόθητη ώθηση στην ζήτηση.

Η απόφαση του Ταμείου να αναλάβει ένα τρίτο της ευθύνης για την χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών πακέτων αρωγής, επιπλέον, κόστισε στον οργανισμό κάποια αξιοπιστία μεταξύ των χωρών στις αναδυόμενες αγορές όπως η Βραζιλία, και έθεσε μη βιώσιμες απαιτήσεις στον ισολογισμό του. Στο μέλλον, όταν οι χώρες χωρίς ανεξάρτητη νομισματική πολιτική και με σημαντικούς περιορισμούς στην δημοσιονομική πολιτική τους αντιμετωπίσουν μια κρίση που αξίζει την υποστήριξη του ΔΝΤ, το Ταμείο θα πρέπει να αναπτύξει ισχυρότερες συνεννοήσεις με τους εταίρους του στην νομισματική ένωση σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις της χρηματοδοτικής στήριξης και να σχεδιάσει την ανάκαμψη πιο προσεκτικά.

Η απόφαση του ΔΝΤ να καθυστερήσει την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους -πρώτα το 2010, όταν κανένας σημαντικός πολιτικός δεν ήταν διατεθειμένος να διακινδυνεύσει την μετάδοση [της κρίσης] που θα μπορούσε να προκύψει από μια άτακτη χρεοκοπία και έξοδο από την ευρωζώνη και, στην συνέχεια, πιο ανησυχητικά, το 2011- κατέστησε σαφές ότι οι πολιτικές του Ταμείου, σε συνδυασμό με την τάση των πιστωτριών και οφειλετών χωρών να καθυστερούν τις δύσκολες αποφάσεις, ενθάρρυνε αναδιαρθρώσεις που ήταν ανεπαρκείς τόσο από πλευράς χρόνου όσο και σκοπού. Όσον αφορά την Ουκρανία [6], επίσης, οι πολιτικές του ΔΝΤ φάνηκε ότι ήταν εκτός χρόνου και τόπου: Η απόφαση του Ταμείου να προχωρήσει με ένα άκρως επικίνδυνο δάνειο προς το Κίεβο το 2014 ήταν δικαιολογημένη για γεωπολιτικούς λόγους, αλλά ανάγκασε το ΔΝΤ να υιοθετήσει μη ρεαλιστικές υποθέσεις για την ανάπτυξη και τα οικονομικά για την κάλυψη των δανειστικών όρων του˙ η αποτυχία αυτού του προγράμματος και της αναδιάρθρωσης του χρέους που ακολούθησε απέδειξε ότι οι κανόνες δανεισμού του Ταμείου δεν ταιριάζουν με τις απαιτήσεις των χωρών με μεγάλες ανάγκες χρηματοδότησης και αβέβαιες οικονομικές προοπτικές.

29022016-1.jpg