Πλουσιότερος κόσμος, φτωχότερα έθνη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πλουσιότερος κόσμος, φτωχότερα έθνη

Το πρόβλημα με την άνοδο των υπολοίπων

Ως αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών, η διάκριση μεταξύ «πλούσιων» και «φτωχών» χωρών έγινε πολύ λιγότερο έντονη και μάλιστα άρχισε να θολώνει. Μέχρι το 2011 δεν υπήρχε πλέον η έντονη διαίρεση όπως το 1988 στο μέσο εισόδημα μεταξύ των ανεπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων χωρών. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της ανόδου της νέας «παγκόσμιας μεσαίας τάξης» στον αναπτυσσόμενο κόσμο και της στασιμότητας των εισοδημάτων των μεσαίων τάξεων στις πλουσιότερες χώρες.

Οι χώρες που κάποτε ήταν ασήμαντοι παίκτες στην παγκόσμια οικονομία ξαφνικά εμφανίστηκαν ως μεγάλες οικονομικές δυνάμεις, και η αλλοτινή κυριαρχία των Δυτικών εθνών άρχισε να ξεθωριάζει. Το 1980, η οικονομία των ΗΠΑ ήταν πάνω από δέκα φορές [μεγαλύτερη από] το μέγεθος της Κίνας, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), παρ’ όλο που η Κίνα ήταν η μεγαλύτερη οικονομία στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Το ΑΕΠ της ήταν μόνο το 8% εκείνου των Ηνωμένων Πολιτειών. Μέχρι το 2014, η οικονομία της Κίνας ήταν ελαφρώς μεγαλύτερη από εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών, αν προσαρμοστεί στις ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης. Και από το 2014, η Ινδία έχει επίσης αναπτυχθεί εντυπωσιακά, επιτυγχάνοντας ένα ΑΕΠ που ήταν το 40% εκείνου των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Βραζιλία ήταν στο σχεδόν 20%.

Από ευρωπαϊκής απόψεως, οι αλλαγές μέσα στον αναπτυσσόμενο κόσμο είναι ακόμη πιο εντυπωσιακές. Το 1975, σε τρέχοντα διεθνή δολάρια, η οικονομία της Γαλλίας ήταν περισσότερο από δύο φορές μεγαλύτερη από της Κίνας και σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερη από της Βραζιλίας. Μέχρι το 2014, η οικονομία της Κίνας ήταν σχεδόν τέσσερις φορές μεγαλύτερη από της Γαλλίας, και η οικονομία της Βραζιλίας ήταν μόνο οριακά μικρότερη. Αυτές είναι συντριπτικές αλλαγές, και συνέβησαν σε μόλις μια γενιά.

Έτσι, τα τελευταία 40 χρόνια, η ταχεία ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων χωρών έχει συρρικνώσει δραματικά την ανισότητα μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών. Ένας μεγάλος αριθμός των πρώην αναπτυσσόμενων χωρών έχουν γίνει οι κορυφαίες 20 πλουσιότερες στον κόσμο: Η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, η Ινδονησία, το Μεξικό, κατά σειρά μεγέθους, όλες έχουν μεγαλύτερες οικονομίες από την Ιταλία (η οποία είναι η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρώπη). Ακόμα και η Αίγυπτος, το Πακιστάν και η Ταϊλάνδη έχουν τώρα μεγαλύτερες οικονομίες από την Ολλανδία, η οποία μέχρι το 1945 ήταν η μεγαλύτερη αποικιακή δύναμη στη Νοτιοανατολική Ασία. Με βάση την κατάταξη κατά κεφαλήν, οι πλούσιες χώρες παραμένουν οι πλουσιότερες, αλλά κατά πολύ λιγότερο από όσο πριν. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, όταν τα εισοδήματα προσαρμοστούν σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης, το κατά κεφαλήν εισόδημα των χωρών όπως η Γαλλία, η Γερμανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν 20 έως 30 φορές εκείνο της Κίνας και της Ινδίας το 1980. Μέχρι το 2014, η διαφορά είχε συρρικνωθεί στις έξι έως δέκα φορές για την Ινδία και μόλις τρεις έως τέσσερις φορές για την Κίνα. Οι μεσαίες τάξεις στα σημερινά πλουσιότερα έθνη είναι τώρα όχι σε τόσο πολύ καλύτερη κατάσταση από ό, τι οι μεσαίες τάξεις σε ορισμένες χώρες αναπτυσσόμενων αγορών.

Την ίδια στιγμή, οι μεσαίες τάξεις των πλουσιότερων εθνών έχουν επίσης βιώσει μεγάλες αυξήσεις στην ανισότητα στο εσωτερικό των κοινωνιών τους. Η ενσωμάτωση της ασιατικής εργασίας και των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού εμπορευμάτων στην παγκόσμια οικονομία έχει μετατοπίσει τον πλούτο προς τα πάνω, στους διευθυντές των παγκόσμιων επιχειρήσεων. Αυτοί, μαζί με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που παρέχουν πίστωση για τις παγκόσμιες επενδύσεις, το εμπόριο και τις κατασκευές, έχουν δει το μερίδιό τους στο παγκόσμιο εισόδημα να κάνει άλμα προς τον ουρανό. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το μερίδιο του συνολικού εισοδήματος που πηγαίνει στο κορυφαίο 1% των μισθωτών σχεδόν διπλασιάστηκε κατά την διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών, από 8% το 1980 σε 18% το 2010. Στην Αυστραλία, τον Καναδά, την Ιρλανδία, τη Νέα Ζηλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, το ποσοστό που πηγαίνει στο κορυφαίο 1% έχει ομοίως αυξηθεί κατά μιάμιση έως δύο φορές από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Στην Ευρώπη, τα μερίδια που πηγαίνουν στο κορυφαίο 1% δεν έχουν πάντα αυξηθεί τόσο πολύ, ανεβαίνοντας κατά ένα κλάσμα από τα επίπεδα του 1980 στην Γερμανία και καθόλου στην Ολλανδία. Στις περισσότερες Σκανδιναβικές και νοτιο-ευρωπαϊκές χώρες, ωστόσο, το μερίδιο που πηγαίνει στο κορυφαίο 1% σχεδόν διπλασιάστηκε κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Αλλά ευρύτερα, η ανισότητα εξακολουθεί να είναι σε άνοδο. Στην Γερμανία, για παράδειγμα, ακόμη και αν τα κέρδη στο κορυφαίο 1% ήταν περιορισμένα, η ανισότητας σε ολόκληρη την κατανομή του εισοδήματος εξακολουθεί να αυξάνεται: Ο συντελεστής Gini για το διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε από 0,25 το 1985 σε 0,29 το 2011, μια μεγαλύτερη αύξηση σε αναλογικούς όρους από ό, τι στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου αυξήθηκε από 0,34 σε 0,39 κατά την ίδια χρονική περίοδο.

Η άνοδος του Διαδικτύου, στο οποίο ανταλλάσσονται τρισεκατομμύρια δολάρια και εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια εσόδων δημιουργούνται με λίγους ή χωρίς καθόλου εργαζομένους μεσαίας ειδίκευσης ή χειρώνακτες, έχει μετατοπίσει περαιτέρω την κατανομή του πλούτου και του εισοδήματος. Έτσι, η Alphabet Inc., ιδιοκτήτρια της Google και η πιο πολύτιμη επιχείρηση στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα, απασχολεί 61.000 εργαζόμενους στις Ηνωμένες Πολιτείες˙ η επόμενη πιο πολύτιμη εταιρεία, η Apple, απασχολεί 76.000 άτομα στην χώρα. Αντίθετα, στο αποκορύφωμά της, η General Motors είχε 618.365 εργαζόμενους στις ΗΠΑ. Ακόμη και η Airbnb με συνολικά 1.600 εργαζόμενους έχει χρηματιστηριακή αξία πάνω από 25 δισεκατομμύρια δολάρια. Απλά δεν είναι πλέον απαραίτητο να υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός εργαζομένων που φτιάχνει πράγματα ή παρέχει υπηρεσίες για να δημιουργηθεί αξία δισεκατομμυρίων δολαρίων.