Φόρος στους φορολογικούς παραδείσους | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Φόρος στους φορολογικούς παραδείσους

Ποια πρέπει να είναι η αντίδραση στα έγγραφα του Παναμά
Περίληψη: 

Η πρότασή μας περιλαμβάνει την επιβολή ενός διακρατικού Φόρου Ανώνυμης Περιουσίας (Anonymous Wealth Tax, AWT) σε ένα μικρό ετήσιο ποσοστό 0,5%. Αν εφαρμοστεί προσεκτικά από μια αποφασισμένη συμμαχία πλούσιων χωρών και βασικών αναπτυσσόμενων χωρών, ακόμη και αυτό το μικρό ποσοστό θα μπορούσε να αποφέρει δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο.

Ο JAMES S. HENRY είναι ερευνητικός οικονομολόγος και δικηγόρος, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος στην McKinsey & Co., ανώτερος συνεργάτης στο Κέντρο για τις Διατηρήσιμες Επενδύσεις στο Πανεπιστήμιο Columbia, συνεργάτης για την Παγκόσμια Δικαιοσύνη στο Yale, και ανώτερος σύμβουλος στο Tax Justice Network. Από την δεκαετία του 1970 έχει γράψει και συμμετάσχει σε πολλά βιβλία και άρθρα για τους φορολογικούς παραδείσους και την παγκόσμια υπόγεια οικονομία, συμπεριλαμβανομένων των Banqueros y Lavadolares [1] (Tercer Mundo, 1996), The Blood Bankers [2] (Basic, 2005), A Game As Old As Empire [3] (Barrett Koehler, 2007), Global Tax Fairness [4] (Oxford University Press, April 2016), και το επερχόμενο Pirate Bankers (Columbia University Press). Είναι ο συγγραφέας του «The Price of Offshore Revisited» (Tax Justice Network, 2012), της πιο λεπτομερούς μελέτης μέχρι σήμερα σχετικά με το μέγεθος και την ανάπτυξη της παγκόσμιας βιομηχανίας φορολογικών παραδείσων.
Το παρόν κείμενο είναι προσαρμοσμένο από το βιβλίο Global Tax Fairness [5], επεξεργασμένο από τους Thomas Pogge και Krishen Mehta (April 2016, Oxford University Press).

Τα έγγραφα του Παναμά, μια κρύπτη 11,5 εκατ. εγγράφων που ανήκουν στο δικηγορικό γραφείο Mossack Fonseca στον Παναμά [6] και διέρρευσαν, έχει εμπλέξει δεκάδες παγκόσμιους ηγέτες και διασημότητες σε υπεράκτια τραπεζική και φοροδιαφυγή. Και όμως, αυτές οι αποκαλύψεις είναι μικρές σε σύγκριση με το πραγματικό μέγεθος του παγκόσμιου οικονομικού εγκλήματος. Ο Παναμάς, στο κάτω-κάτω, είναι μόνο μια από περισσότερες από 90 δικαιοδοσίες οικονομικού απόρρητου σε όλο τον κόσμο σήμερα, σε σύγκριση με μόνο μια δωδεκάδα ή περίπου τόσες στις αρχές του 1970. Όλες μαζί, το 2015, κατείχαν τουλάχιστον από 24 μέχρι 36 τρισεκατομμύρια δολάρια σε ανώνυμο ιδιωτικό οικονομικό πλούτο, ο περισσότερος εκ του οποίου ανήκει στο κορυφαίο 0,1% των πλουσιότερων ανθρώπων του πλανήτη.

Αυτά τα «νησιά του θησαυρού» [7] δεν περιορίζονται σε αποπνικτικούς τροπικούς παραδείσους όπως οι Μπαχάμες, η Ανγκουίλα, η Αρούμπα, τα Μπαρμπάντος, το Μπελίζ, οι Βερμούδες, τα BVI (British Virgin Islands), οι Νήσοι Κέιμαν, ο Παναμάς, η Αγία Λουκία, ο Άγιος Χριστόφορος και ο Άγιος Βικέντιος. Περιλαμβάνουν επίσης πολύ παλαιότερους παραδοσιακούς ευρωπαϊκούς παραδείσους, συμπεριλαμβανομένων της Ανδόρας, των νησιών της Μάγχης, της Κύπρου, του Γιβραλτάρ, της Νήσου του Μαν, του Τζέρσεϋ, του Guernsey, του Λιχτενστάιν, της Μάλτας και του Μονακό. Υπάρχουν επίσης πολλά άλλα νεότερα, ακόμα πιο απομακρυσμένα καταφύγια, συμπεριλαμβανομένων και των Νήσων Κουκ, του Μαυρίκιου, των Νήσων Μάρσαλ, του Ναούρου, των Σεϋχέλλων και του Βανουάτου. Για ορισμένους σκοπούς, αρκετές αξιόπιστες δικαιοδοσίες «onshore» απορρήτου -το City του Λονδίνου, η Ελβετία, το Delaware, η Νεβάδα, το Λουξεμβούργο, το Ντουμπάι, η Σιγκαπούρη, η Μαλαισία και το Χονγκ Κονγκ- έχουν γίνει επίσης σημαντικά μέλη της ομάδας.

Ο βασικός ρόλος των εν λόγω «νησιών του θησαυρού» είναι να νοικιάζουν την κυριαρχία τους σε πλούσιους αλλοδαπούς. Παρέχουν ανωνυμία για οικονομικό και εταιρικό κεφάλαιο, πνευματική ιδιοκτησία, και μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, βοηθώντας να τεθεί ο υπεράκτιος ιδιωτικός πλούτος των αλλοδαπών [8] έξω από την πρόσβαση της φορολογίας, των κανονισμών και της επιβολής του νόμου.

Αλλά εδώ είναι η παγίδα: Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του πλούτου δεν είναι στην πραγματικότητα επενδεδυμένο στα ίδια τα «νησιά του θησαυρού». Ο λόγος είναι απλός: Τα ίδια τα πράγματα που καθιστούν τα νησιά καλές τοποθεσίες για να κρυφτούν χρήματα, τα καθιστούν επίσης επικίνδυνα μέρη για κάτι τέτοιο. Έχουν γενικά μικρές κεφαλαιαγορές και χαλαρούς δημοσιονομικούς κανονισμούς˙ είναι οι τόποι που οι ρυθμιστικές Αρχές, η αστυνομία και οι δικαστές δεν είναι τόσο αδιαπέραστοι από επιρροές «της πίσω πόρτας» σε σύγκριση με τις Αρχές επιβολής του νόμου στον Πρώτο Κόσμο. Έτσι, οι υπεράκτιοι επενδυτές είναι γενικά απρόθυμοι να εμπιστευθούν μεγάλα ποσά του οικονομικού τους πλούτου σε τέτοιους χώρους. Όπως και οι συνήθεις εγχώριοι επενδυτές, οι φοροφυγάδες [9] θέλουν να είναι σε θέση να βασίζονται σε αξιόπιστα νομικά πλαίσια και σε κράτος δικαίου, όταν πρόκειται για την προστασία των επενδύσεών τους. Επίσης, προτιμούν να επενδύουν σε περιοχές με αγορές που έχουν ρευστότητα, πρόσβαση σε κορυφαίους διαχειριστές επενδύσεων, και οικονομική και πολιτική σταθερότητα.

Τα περισσότερα από αυτά τα οφέλη είναι άμεσα διαθέσιμα μόνο στις πιο προηγμένες αγορές κεφαλαίου στον κόσμο. Και αυτό εξηγεί γιατί ο περισσότερος υπεράκτιος πλούτος καταλήγει να κατευθύνεται μέσω των «νησιών θησαυρού» στους τελικούς παραδείσους -οικονομικά κέντρα του Πρώτου Κόσμου όπως η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, η Ζυρίχη, η Γενεύη, η Φρανκφούρτη, και, σε μικρότερο βαθμό, η Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ και το Ντουμπάι. Αυτοί είναι οι απόλυτοι παράδεισοι (και όχι το αρχιπέλαγος των υπεράκτιων αγωγών ή των νησιών του θησαυρού) που αποτελούν τον τελικό προορισμό για το μεγαλύτερο μέρος του λεγόμενου υπεράκτιου ιδιωτικού πλούτου.

Επιπλέον, οι αρχιτέκτονες και οι ελεγκτές της κυκλοφορίας του δικτύου που διαμορφώνουν την ανάδυση της παγκόσμιας βιομηχανίας [οικονομικών] καταφυγίων ήταν οι μεγαλύτερες ιδιωτικές τράπεζες του κόσμου –γιγάντια επώνυμα ιδρύματα, όπως η HSBC, η UBS, η Credit Suisse, η Citigroup, η Bank of America, η RBS, η Barclays, τα Lloyds, η Standard Chartered, η JPMorgan Chase, η Wells Fargo, η Santander, η Credit Agricole, η ING, η Deutsche Bank, η BNP Paribas, η Morgan Stanley και η Goldman Sachs. Από την δεκαετία του 1970, οι τράπεζες αυτές έχουν διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην προσέλκυση πλούσιων επενδυτών και ανώτερων στελεχών ως πελάτες, βοηθώντας τους να μετακινήσουν τον πλούτο τους στο εξωτερικό και να τον επενδύσουν αφορολόγητα υπό την κάλυψη υπεράκτιων αμοιβαίων κεφαλαίων και εταιρειών, παρέχοντας υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου, αλλά και βοηθώντας τους να έχουν πρόσβαση σε αυτά τα πλούτη τους από μακριά.

14042016-1.jpg

Το website της νομικής εταιρείας Mossack Fonseca, στις 4 Απριλίου 2016. REINHARD KRAUSE / REUTERS
-------------------------------------

Οι top 50 βασικοί παίκτες της διεθνούς ιδιωτικής τραπεζικής βιομηχανίας αντιπροσωπεύουν σήμερα τουλάχιστον το ήμισυ του συνόλου των διασυνοριακού ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού πλούτου (τουλάχιστον 12 με 14 τρισεκατομμύρια δολάρια από τα 24 ως 36 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2015). Και οι κορυφαίες δώδεκα τράπεζες από μόνες τους αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ήμισυ όλων αυτών των υπεράκτιων (offshore) ιδιωτικών τραπεζικών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων.