Η συνταγματική κρίση της Πολωνίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η συνταγματική κρίση της Πολωνίας

Πώς το Κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης απειλεί την δημοκρατία
Περίληψη: 

Το κυβερνών κόμμα της Πολωνίας είναι αποφασισμένο να νικήσει το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας, διότι αποτελεί ένα σημαντικό εμπόδιο στο σχέδιο του προέδρου του κόμματος Κατσίνσκι να εισαγάγει μια λαϊκιστική εκλογική απολυταρχία στην Πολωνία κατά μήκος των γραμμών του Viktor Orban στην Ουγγαρία.

Ο R. DANIEL KELEMEN είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Rutgers.

Αφότου σιγόβραζε για εννέα μήνες, η ένταση μεταξύ του κυβερνώντος κόμματος του Νόμου και της Δικαιοσύνης της Πολωνίας [1] (PiS) και του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας, του Συνταγματικού Δικαστηρίου, έφτασε σε σημείο βρασμού. Η κυβέρνηση του PiS επιχειρεί τον αντισυνταγματικό έλεγχο του δικαστηρίου -αγνοώντας τις αποφάσεις του, προσπαθώντας να το γεμίσει με νέους δικαστές, και, πιο πρόσφατα, απειλώντας τον επικεφαλής δικαστή με ποινική δίωξη. Αυτό που διακυβεύεται είναι η επιβίωση της συνταγματικής δημοκρατίας και του κράτους δικαίου στην Πολωνία.

Στις 27 Ιουλίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία επί μήνες έχει πιέσει το PiS να αλλάξει πορεία, κάλεσε την κυβέρνηση να διορθώσει την κατάσταση εντός τριών μηνών ή αλλιώς να κινδυνέψει να αντιμετωπίσει πειθαρχικές διαδικασίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κυρώσεις. Ο Γιάροσλαβ Καζίνσκι [2], ο πρόεδρος του PiS και ο άνθρωπος που κινεί τα νήματα πίσω από την κυβέρνηση της πρωθυπουργού Beata Szydło, απάντησε ότι «διασκεδάζει» με την προειδοποίηση των Βρυξελλών. Στις εβδομάδες που πέρασαν από τότε, το PiS έχει εντείνει τις επιθέσεις του.

Το PiS είναι αποφασισμένο να νικήσει το Συνταγματικό Δικαστήριο, διότι είναι ένα σημαντικό εμπόδιο στο σχέδιο του Κατσίνσκι να εισαγάγει μια λαϊκιστική εκλογική απολυταρχία στην Πολωνία κατά μήκος των γραμμών του Viktor Orban στην Ουγγαρία [3]. Όταν ο Orban έγινε πρωθυπουργός, το 2010, είχε μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία αρκετά μεγάλη για να ξαναγράψει νόμιμα το σύνταγμα της Ουγγαρίας και να βοηθήσει να παγιωθεί η λαβή του στην εξουσία. Αλλά στην Πολωνία, όπου οι διαδικασίες για την τροποποίηση του συντάγματος είναι πιο απαιτητικές, το PiS δεν έχει την δυνατότητα αυτή [4], και πολλές από τις πρωτοβουλίες του -συμπεριλαμβανομένων των νόμων που έχουν σχεδιαστεί για τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης, τον περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών, την πολιτικοποίηση της δημόσιας διοίκησης και την προσβολή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης- κινδυνεύουν να κηρυχθούν αντισυνταγματικές. Ως αποτέλεσμα, η κυβέρνηση έχει εμπλακεί σε μια κατάφωρα παράνομη προσπάθεια να υποτάξει το Συνταγματικό Δικαστήριο. Μέχρι στιγμής, οι δικαστές έχουν κρατήσει γερά, κρίνοντας αντισυνταγματικούς ακριβώς τους νόμους που η κυβέρνηση έχει περάσει για να τους επιτεθεί, όπως ο νόμος του Δεκεμβρίου του 2015 [5], ο οποίος προσπάθησε να ακρωτηριάσει το δικαστήριο με την αλλαγή των κανόνων που διέπουν την λειτουργία του. Αλλά το PiS γίνεται όλο και πιο ωμό και επιθετικό, και η πρόσφατη απειλή του να ασκήσει δίωξη στον κορυφαίο δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου [6] δείχνει ότι μπορεί να αναλάβει πιο δυναμική δράση για να συντρίψει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης πριν περάσει πολύς καιρός.

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, εν τω μεταξύ, βασανίζονται από κρίσεις [7] -από το Brexit μέχρι τους πρόσφυγες και την συνεχιζόμενη οικονομική αδυναμία στην ευρωζώνη, και πολλοί μπορεί να μπουν στον πειρασμό να αποφύγουν την σύγκρουση με την Βαρσοβία. Ωστόσο, η ΕΕ δεν έχει καμία δικαιολογία για αδράνεια. Στην περίπτωση της Ουγγαρίας, οι ηγέτες της ΕΕ μπορεί να αιφνιδιάστηκαν από τις επιθέσεις του Orban στην δημοκρατία. Αλλά ο Κατσίνσκι και οι συνάδελφοί του στο PiS δύσκολα χαρακτηρίζονται από λεπτότητα σχετικά με τις προθέσεις τους. Το να επιτραπεί να παταχθεί η συνταγματική δημοκρατία σε ένα από τα μεγαλύτερα και πιο στρατηγικά σημαντικά κράτη-μέλη της Ευρώπης θα σημάνει το τέλος των «ένωσης αξιών» της ΕΕ και θα βλάψει περαιτέρω την ταλαιπωρημένη φήμη της.

ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΑΤΑΞΙΑ

Οι ρίζες της σημερινής συνταγματικής κρίσης βρίσκονται, ειρωνικά, στο κεντρώο κόμμα Πλατφόρμα των Πολιτών (PO), το οποίο κυβέρνησε την Πολωνία από το 2007 έως το 2015. Κατά τον τελευταίο μήνα της θητείας της, η απερχόμενη κυβέρνηση διόρισε τρεις δικαστές στο Συνταγματικό Δικαστήριο για να αντικαταστήσει τρεις που συνταξιοδοτήθηκαν. Αυτό ήταν απολύτως νόμιμο. Αλλά το PO προσπάθησε να τακτοποιήσει περαιτέρω την τράπουλα με τον διορισμό αντικαταστατών για δύο επιπλέον δικαστές που θα συνταξιοδοτούντο τον Δεκέμβριο του 2015, αφότου η νέα κυβέρνηση του PiS θα αναλάμβανε τα καθήκοντά της. Ο συνδεδεμένος με το PiS πρόεδρος, ο Andrzej Duda [8], αρνήθηκε να ορκίσει οποιονδήποτε από τους πέντε δικαστές, ακόμα και αφότου το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι μόνο δύο είχαν διοριστεί παράνομα. Αντ’ αυτού, Duda όρκισε μια ομάδα από πέντε διαφορετικούς δικαστές που όρισε το νέο -υπό την ηγεσία του PiS- κοινοβούλιο. Το δικαστήριο αρνήθηκε να δικάσει υποθέσεις μαζί με τους παράνομα τοποθετημένους δικαστές και ακολούθησε μια αντιπαράθεση με την κυβέρνηση.

Από τότε, το PiS έχει περάσει νόμους που έχουν σχεδιαστεί για να περιορίσουν την εξουσία του δικαστηρίου και να είναι υποταγμένο στην τρέχουσα κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το δικαστήριο έκρινε ότι οι νέοι νόμοι είναι αντισυνταγματικοί, αλλά η κυβέρνηση με την σειρά της αρνήθηκε να αναγνωρίσει αυτές τις αποφάσεις. Πολύ απλά, η δημοκρατική συνταγματική τάξη στην Πολωνία έχει κλονιστεί.

Τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, η ΕΕ παρενέβη. Για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι θα αξιολογήσει την απειλή για το κράτος δικαίου στην Πολωνία με την ενεργοποίηση του λεγόμενου Πλαισίου Κράτους Δικαίου (Rule of Law Framework), το οποίο είχε θεσπιστεί τον Μάρτιο του 2014 για την αντιμετώπιση της διάβρωσης του κράτους δικαίου στην Ουγγαρία και την αποτυχία της ΕΕ να την αντιμετωπίσει. Πριν από τότε, το κύριο πειθαρχικό εργαλείο της ΕΕ –το άρθρο Επτά της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση- θεωρήθηκε από πολλούς ως μια μη πρακτική «πυρηνική» επιλογή: Επέτρεπε στην ΕΕ να αναστείλει τα δικαιώματα ψήφου και να επιβάλλει κι άλλες κυρώσεις σε ένα κράτος-μέλος, αλλά μόνο αφότου οι άλλες κυβερνήσεις συμφωνήσουν ομόφωνα ότι το εν λόγω κράτος ήταν σε «σοβαρή και διαρκή παραβίαση» των θεμελιωδών αξιών της ΕΕ. Το Πλαίσιο του Κράτους Δικαίου σχεδιάστηκε ως πρόδρομος του άρθρου Επτά -ένα μέσο για να αυξάνει σταδιακά την πίεση στην κυβέρνηση ενός κράτους-μέλους.