Υψηλή επιφυλακή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Υψηλή επιφυλακή

Μήπως τα Ηνωμένα Έθνη χρειάζονται ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης;
Περίληψη: 

Με λιγότερο από τέσσερις μήνες που απομένουν στην δεύτερη θητεία του Μπαν Κι-μουν, και με τον ΟΗΕ για να επιλέγει έναν νέο επικεφαλής, είναι καιρός οι υποψήφιοι να λάβουν μια στάση αρχών για την υπεράσπιση της προσφυγής στο άρθρο 99 και να μετατρέψουν την έγκαιρη προειδοποίηση και την ανίχνευση του ορίζοντα σε κάτι περισσότερο από μια ωραία υπόσχεση κάθε φορά που ο ΟΗΕ έχει να κάνει μια απολογία του τύπου «ποτέ ξανά».

Ο BRUNO STAGNO-UGARTE είναι αναπληρωτής εκτελεστικός διευθυντής για την Συνηγορία στο Human Rights Watch (Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων).

Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών έχει εδώ και καιρό λάβει προειδοποίηση ότι θα πρέπει να είναι σε θέση να παρέχει έγκαιρη προειδοποίηση για επικείμενες διεθνείς κρίσεις. Ήδη από το 1985, μιλώντας για την 40η επέτειο από την ίδρυση των Ηνωμένων Εθνών, ο τότε Γενικός Γραμματέας Javier Pérez de Cuéllar είχε ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «καθώς οι κρίσεις συχνά έχουν φθάσει ενώπιον του Συμβουλίου πολύ αργά για προληπτική δράση, φαίνεται επακόλουθο ότι το Συμβούλιο θα πρέπει κάλλιστα να καθιερώσει μια διαδικασία για να κρατήσει τον κόσμο κάτω από συνεχή επισκόπηση με σκοπό τον εντοπισμό εκκολαπτόμενων αιτίων έντασης».

Στα 30 χρόνια από την έκκληση του Pérez de Cuéllar, η ιδέα ενός συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης κέρδιζε έδαφος, με την Γενική Συνέλευση και το Συμβούλιο Ασφαλείας να εγκρίνουν πολλά ψηφίσματα για τον σκοπό αυτό.

Ωστόσο, το Συμβούλιο συνέχισε να υποαποδίδει στην πρόβλεψη και την πρόληψη των συγκρούσεων, σε μεγάλο βαθμό αυτοπεριοριζόμενο [μόνο στο] να αντιδρά [όταν υπάρχουν συγκρούσεις], πράγμα που σημαίνει μεγαλύτερο πολιτικό και οικονομικό κόστος, για να μην μιλήσουμε για ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν. Ο προϋπολογισμός του για την διατήρηση της ειρήνης έχει διογκωθεί πάνω από τα οκτώ δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο, και διατηρεί πάνω από 101.000 ειρηνευτές σε 16 διαφορετικές επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο. Αλλά, με τον ΟΗΕ να ζορίζεται κάτω από την πίεση του να έχει να διατηρήσει πάρα πολύ ειρήνη, και με τα μέλη του Συμβουλίου να ασκούν αυστηρό έλεγχο στην ατζέντα για να προστατεύσουν τους συμμάχους τους από έλεγχο και τον Γενικός Γραμματέα απρόθυμο να επιβάλλει έλεγχο σε καταστάσεις που δικαιολογούν ανησυχία, η αντίδραση είναι το προεπιλεγμένο υποκατάστατο της πρόληψης.

Τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας είναι απίθανο να αλλάξουν τον τρόπο τους σύντομα, οπότε η επόμενη καλύτερη επιλογή είναι να το πράξει ο επόμενος Γενικός Γραμματέας.

ΚΛΗΣΗ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ

Το άρθρο 99 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών παρέχει στον Γενικό Γραμματέα την εξουσία «να εφιστά την προσοχή του Συμβουλίου Ασφαλείας σε ζητήματα που κατά την γνώμη του μπορεί να απειλήσουν την διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας». Ο Γενικός Γραμματέας Dag Hammarskjöld -ο οποίος πρώτος επικαλέστηκε επίσημα το άρθρο 99 για την αντιμετώπιση της κατάστασης στο Κονγκό το 1960- το ερμήνευσε ως ότι σημαίνει πως είχε, όπως είπε, το «καθήκον να προσπαθήσει να προβλέψει τις καταστάσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέες συγκρούσεις ή σε σημεία έντασης και να προβεί στις κατάλληλες προτάσεις προς τις κυβερνήσεις».

Το άρθρο 99 είναι το μόνο ουσιαστικό προνόμιο που δόθηκε στον Γενικό Γραμματέα στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, και θεωρείται ότι είναι κάτι σαν «πυρηνική» επιλογή. Δεν θα πρέπει να είναι, όμως. Είναι σωστό για τον επικεφαλής του ΟΗΕ να κάνει το Συμβούλιο να ακούει ό, τι χρειάζεται να ξέρει, όχι αυτό που θέλει να ακούει. Σίγουρα, αυτό δεν είναι απαραιτήτως ένα εύκολο έργο.

Ο Hammarskjöld ήταν σε θέση να ελιχθεί μεταξύ «της πλατφόρμας και του ζουρλομανδύα», όπως ο πρώην αναπληρωτής ΓΓ του ΟΗΕ, Shashi Tharoor, το έχει περιγράψει. Άλλοι δεν ήταν τόσο επιτήδειοι. Για παράδειγμα, ο Γενικός Γραμματέας Kurt Waldheim έχει περιγραφεί χλευαστικά από διπλωμάτες και δημοσιογράφους διαπιστευμένους στον ΟΗΕ το 1970 ως «επικεφαλής σερβιτόρος» επειδή περίμενε και εκτελούσε τις διαταγές των βασικών μελών.

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΑΘΕΥΤΗΚΑΝ

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έμοιαζε να προσφέρει στο Συμβούλιο Ασφαλείας μια ιστορική ευκαιρία για να μετατρέψει τα λόγια σε πράξη. Κατά την πρώτη σύνοδο κορυφής του Συμβουλίου Ασφαλείας, το 1992, τα μέλη του ανέθεσαν στον Γενικό Γραμματέα να παράσχει «αναλύσεις και συστάσεις σχετικές με τους τρόπους που θα ενισχυθεί και θα γίνει πιο αποτελεσματική [...] η ικανότητα του ΟΗΕ για την προληπτική διπλωματία». Συγκεκριμένα συμφώνησαν ότι η ανάλυση και οι συστάσεις «θα μπορούσαν να καλύψουν τον ρόλο των Ηνωμένων Εθνών για τον εντοπισμό ενδεχόμενων κρίσεων και περιοχών αστάθειας».

Αλλά ποτέ δεν συνέβη, όπως επιβεβαιώνεται από δύο εκθέσεις-ορόσημο του 1999, σχετικά με τις αποτυχίες του ΟΗΕ στην Ρουάντα το 1994 και στην Σρεμπρένιτσα το 1995. Αμφότερες ανέφεραν την συνεχιζόμενη απουσία μιας ικανότητας έγκαιρης προειδοποίησης και συλλογής πληροφοριών μεταξύ των επικριτικών μαθημάτων σχετικά με την αντίδραση του ΟΗΕ σε αυτές τις συγκρούσεις. Η έκθεση για την Ρουάντα, για παράδειγμα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν «απαραίτητο τόσο το να συνεχίσει να βελτιώνεται η ικανότητα του οργανισμού να αναλύει και να ανταποκρίνεται σε πληροφορίες σχετικά με πιθανές συγκρούσεις όσο και η επιχειρησιακή ικανότητά του για προληπτική δράση». Η έκθεση, καλούσε περαιτέρω τον ΟΗΕ να «βελτιώσει την ροή των πληροφοριών προς το Συμβούλιο Ασφαλείας». Λίγο μετά την παραλαβή των εκθέσεων αυτών, ο Γενικός Γραμματέας Κόφι Ανάν θρήνησε ότι «η τραγική ειρωνεία αυτής της εποχής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων -όπου μεγαλύτεροι αριθμοί [ατόμων] απολαμβάνουν τα ανθρώπινα δικαιώματα από όσο ίσως ποτέ άλλοτε στην ιστορία- είναι ότι έχει επανειλημμένα σκοτεινιάσει από ξεσπάσματα αδιάκριτης βίας και οργανωμένες μαζικές δολοφονίες».

Περισσότερο από μια δεκαετία αργότερα, η απουσία έγκαιρης προειδοποίησης ήταν για άλλη μια φορά ένα από τα κύρια διδάγματα της έρευνας σχετικά με τις βίαιες επιθέσεις στους τελευταίους μήνες της κυβέρνησης εναντίον των Τίγρεων Ταμίλ στην Σρι Λάνκα το 2009. Η έκθεση του 2012 επεσήμανε μια «συστημική αποτυχία» βασισμένη στην απουσία μιας «επαρκούς και κοινής αίσθησης ευθύνης για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και μιας «συνεκτικής στρατηγικής ως απάντηση στις έγκαιρες προειδοποιήσεις και στα επακόλουθα διεθνή ανθρώπινα δικαιώματα και τις παραβιάσεις του ανθρωπιστικού δικαίου εναντίον αμάχων».