Μια βεστφαλιανή ειρήνη για την Μέση Ανατολή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια βεστφαλιανή ειρήνη για την Μέση Ανατολή

Γιατί ένα παλιό πλαίσιο θα μπορούσε να λειτουργήσει ξανά

Η τελική διευθέτηση της Βεστφαλίας αποτελείτο από τρία κύρια στοιχεία: Ένα μεταρρυθμισμένο αυτοκρατορικό συνταγματικό-πολιτικό σύστημα˙ σχετικός με αυτό, ένας ανανεωμένος θρησκευτικός διακανονισμός για την αυτοκρατορία˙ και μια διεθνής συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των κυριότερων ευρωπαϊκών εμπόλεμων, την Γαλλία και την Σουηδία. Παρά το γεγονός ότι χρειάστηκαν πέντε χρόνια, η τελική επιτυχία των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων στα συνέδρια των πόλεων της Βεστφαλίας Münster και Osnabrück, οφειλόταν σε σημαντικό βαθμό στην συμμετοχή των περισσότερων αυτοκρατορικών φέουδων. Μια συμμετοχική σύνοδος κορυφής αυτής της κλίμακας ήταν πρωτοφανής εκείνη την εποχή και ήταν η προθυμία των συμμετεχόντων να εξερευνήσουν άγνωστο διπλωματικό έδαφος που την βοήθησε να πετύχει. Αυτό, το μετέτρεψε σε ένα «καθολικό» συνέδριο, και επέτρεψε μια διευθέτηση που ήταν ικανοποιητική σε όλα τα μέλη της αυτοκρατορίας. Ο ρόλος των άτυπων συζητήσεων μεταξύ των απεσταλμένων και των αξιωματούχων στην ανάπτυξη πιο επίσημων δομών, και τελικά, διατάξεων της Συνθήκης, ήταν σημαντικός για την επιτυχία της Βεστφαλίας. Επίσης, ζωτικής σημασίας ήταν η καθυστερημένη άφιξη στην σκηνή ενός πυρήνα πριγκίπων και από τις δύο θρησκείες που ήταν πρόθυμοι να συμβιβαστούν και οι οποίοι λειτούργησαν ως άτυποι μεσολαβητές μεταξύ του αυτοκράτορα και των ξένων στεμμάτων. Μια τέτοια δια-θρησκειακή ομαδοποίηση ήταν άνευ προηγουμένου και σε μεγάλο βαθμό προώθησε την ειρηνευτική διαδικασία στην τελική της φάση. Η συμμετοχή των αυτοκρατορικών πριγκίπων στην ειρηνευτική διαδικασία το 1647-1648 οδήγησε σε ένα τελεσίγραφο προς τον αυτοκράτορα Φερδινάνδο τον ΙΙΙ, ο οποίος βασίλεψε από το 1637 ως το 1657, αναγκάζοντάς τον να καταλήξει σε συμβιβασμό ή να κινδυνεύσει να χάσει την υποστήριξή τους εντελώς. Η παρέμβαση αυτή έλαβε χώρα σε μια κρίσιμη στιγμή, όταν το συνέδριο κινδύνευε με πλήρη κατάρρευση όταν είχε γίνει ξεκάθαρο ότι η ισπανο-γαλλική συμφωνία ειρήνης, που επίσης ήταν υπό διαπραγμάτευση, δεν θα ήταν εφικτή στο Münster. (Συνήφθη πολύ αργότερα, το 1659.) Η παρέμβαση αυτής της «τρίτης πλευράς» διασφάλισε έτσι ότι, αν και μια συνολική ειρηνευτική συμφωνία θα ήταν ανέφικτη, η ειρήνη θα ασφαλιζόταν στο κρίσιμο κεντρο-ευρωπαϊκό θέατρο της αυτοκρατορίας.

Η συμπερίληψη των αυτοκρατορικών φέουδων στην ειρηνευτική διαδικασία μετατόπισε επίσης την συνταγματική ισορροπία δυνάμεων μεταξύ του αυτοκράτορα και των πριγκίπων στο κείμενο της Συνθήκης. Ένας από τους συμβιβασμούς στην συνθήκη αφορούσε στην επιβεβαίωση της «εδαφικής υπεροχής» των πριγκίπων ή την πολιτική αυτονομία τους, καθώς και τα δικαιώματά τους να συμμετέχουν στην λήψη αποφάσεων για σημαντικούς τομείς της αυτοκρατορικής πολιτικής, να συνάπτουν συμμαχίες με άλλα αυτοκρατορικά φέουδα και ξένες δυνάμεις, να διατηρούν στρατεύματα, να διεξάγουν πόλεμο και να κάνουν ειρήνη. Αλλά μια κρίσιμη προϋπόθεση ήταν ότι οι πρίγκιπες δεν θα μπορούσαν να σφυρηλατήσουν συμμαχίες (όπως είχαν κάνει κατά την διάρκεια του πολέμου των τριάντα ετών) που θα στρέφονται εναντίον του αυτοκράτορα, της αυτοκρατορίας, ή της ειρηνικής διευθέτησης. Οι πρίγκιπες παρέμειναν υποτελείς του αυτοκράτορα, ο οποίος διατήρησε την εξουσία του ως ο φεουδαρχικός και δικαστικός άρχοντάς τους. Ομοίως, η αυτοκρατορία και τα ανώτατα δικαστήριά της διατήρησαν τη νομική εποπτεία και δικαιοδοσία επί των πριγκιπικών εδαφών. Η κοινή άποψη ότι η Βεστφαλία δημιούργησε ένα σύστημα ίσων, κυρίαρχων κρατών που ήταν απρόσβλητα από την παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις τους είναι λοιπόν απατηλή -πολλώ δε μάλλον δεδομένης της υπονόμευσης των εκτεταμένων προνομίων που είχαν οι πρίγκιπες στο παρελθόν σχετικά με τις θρησκευτικές υποθέσεις, καθώς και το δικαίωμα των εξωτερικών εγγυητών που καθιερώθηκε στην Βεστφαλία να παρεμβαίνουν στην αυτοκρατορία.

Η πραγματική διπλωματική μαεστρία του ειρηνευτικού διακανονισμού ήταν το προσαρμοσμένο θρησκευτικό σύνταγμά του, το οποίο βελτίωσε την «δικαστικοποίηση» της θρησκευτικής σύγκρουσης -με άλλα λόγια, με την παροχή νομικών και όχι στρατιωτικών μέσων για την επίλυση των διαφορών. Οι θρησκευτικές ρήτρες ανέπτυξαν ένα βασικό πλαίσιο που υπήρχε στην αυτοκρατορία ήδη από το 1555, το οποίο προσπάθησε να διαχειριστεί την θρησκευτική συνύπαρξη νομικά και πολιτικά, ενώ απομόνωνε αμφιλεγόμενα και δυσεπίλυτα ζητήματα θεολογικής αλήθειας. Οι συνθήκες της Βεστφαλίας το έκαναν αυτό με την επέκταση της νομικής προστασίας στους Καλβινιστές ως τρίτο αναγνωρισμένο δόγμα, και μειώνοντας την εξουσία των πριγκίπων στους υπηκόους τους σχετικά με τα θρησκευτικά θέματα, αντιμετωπίζοντας έτσι τις ανησυχίες των υποτελών πληθυσμών. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις και αριθμητικά παζάρια, τα μέρη επέλεξαν το έτος 1624 ως «κανονιστικό έτος», ημερομηνία κατά την οποία η εκκλησιαστική περιουσία (εκκλησίες και κληροδοτημένη μοναστική γη, για παράδειγμα), τα δικαιώματα για δημόσια λατρεία, και η κατάσταση της πίστεως κάθε περιοχής θα κλειδώνονταν. Αυτό σήμαινε ότι οι πρίγκιπες δεν θα μπορούσαν πλέον να επιβάλουν την πίστη τους στους υποτελείς τους, και οι πρίγκιπες που επέλεγαν μια άλλη πίστη δεν μπορούσαν πλέον να αλλάξουν την θρησκευτική κατάσταση στα εδάφη τους. Ήταν ένα καινοτόμο όχημα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών. Καθώς τα Καθολικά αυτοκρατορικά φέουδα ήταν περισσότερα από τα Προτεσταντικά, αποφασίστηκε ότι η πλειοψηφική ψήφος δεν θα ήταν πλέον καθοριστική σε αντιπροσωπευτικά όργανα όπως το Ράιχσταγκ (την αυτοκρατορική Δίαιτα) για θέματα πίστεως. Αντ’ αυτού, οι εκπρόσωποι των πριγκίπων έπρεπε να χωριστούν σε θρησκευτικά κόμματα και να επιτυγχάνουν λύσεις μέσω διαπραγματεύσεων. Αυτή η αρχή της ισοτιμίας των δογμάτων εφαρμόστηκε επίσης στο αυτοκρατορικό δικαστικό σώμα, με τα προτεσταντικά μέλη των δύο ανώτατων δικαστηρίων να απολαμβάνουν de facto δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο).

ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ