Μια βεστφαλιανή ειρήνη για την Μέση Ανατολή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια βεστφαλιανή ειρήνη για την Μέση Ανατολή

Γιατί ένα παλιό πλαίσιο θα μπορούσε να λειτουργήσει ξανά

Μεταξύ 1618 και 1648, η κεντρική Ευρώπη και ιδίως η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, επλήγησαν από μια σειρά συγκρούσεων που προκλήθηκαν από ανταγωνιστικά οράματα περί πολιτικής τάξης, από μεγάλες δυνάμεις και δυναστικές αντιπαλότητες, που επιδεινώθηκαν από θρησκευτικές διαφορές. Αυτές οι συγκρούσεις σύντομα αποκλήθηκαν ως ο Τριακονταετής Πόλεμος. Ωστόσο, η ειρήνη της Βεστφαλίας, η οποία τερμάτισε με επιτυχία την γερμανική φάση της σύγκρουσης, υπήρξε πολύ παρεξηγημένη.

Η διευθέτηση του 1648 πιστεύεται ευρέως ότι εγκαινίασε το σύγχρονο σύστημα των κυρίαρχων ανεξάρτητων εθνών-κρατών στην Ευρώπη (συχνά αναφέρεται ως το βεστφαλιανό σύστημα). Και, όπως λέει το επιχείρημα, όταν η έννοια αυτή εφαρμόστηκε αργότερα στην Μέση Ανατολή μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην πραγματικότητα συνέβαλε σε μεγάλο ποσοστό στην τρέχουσα δυσλειτουργία της περιοχής. Αλλά στην πραγματικότητα, η διευθέτηση της Βεστφαλίας έκανε κάτι εντελώς διαφορετικό από ό, τι συνήθως πιστεύεται. Δημιούργησε ένα σύστημα περιορισμένης κυριαρχίας για τα πολυάριθμα κράτη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (επισήμως γνωστά ως αυτοκρατορικά φέουδα, τα οποία ήταν τα συστατικά εδάφη της αυτοκρατορίας, που κυβερνώντο από πρίγκιπες ή δημοτικά συμβούλια). Δημιούργησε, επίσης, νομικούς μηχανισμούς για την επίλυση των διαφορών και προσέφερε αμοιβαίες εγγυήσεις για την τήρηση των όρων της Συνθήκης, τα οποία, όλα μαζί, σχημάτιζαν ένα σύστημα συλλογικής ασφάλειας.

Η διόρθωση αυτού του λανθασμένου χαρακτηρισμού δεν είναι μόνο σημαντική για την κατανόηση των σύγχρονων συγκρούσεων στην Μέση Ανατολή, αλλά και για την εξεύρεση τρόπων για να σταματήσουν. Η Βεστφαλία μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι ως προσχέδιο για μια νέα συνθήκη για την περιοχή, αλλά μάλλον ως οδηγός και μια εργαλειοθήκη ιδεών και τεχνικών για την διαπραγμάτευση μιας μελλοντικής ειρήνης.

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΒΕΣΤΦΑΛΙΑ

Ο Τριακονταετής Πόλεμος ξεκίνησε με μια εξέγερση από Προτεστάντες ευγενείς στην Αψβούργια Βοημία (την σημερινή Δημοκρατία της Τσεχίας) ενάντια στις συγκεντρωτικές πολιτικές του Αψβούργου αυτοκράτορα Φερδινάνδου II (που βασίλεψε από το 1619 ως το 1637), οι οποίες ήταν δυσμενείς για τους μη Καθολικούς. Ο πόλεμος εξαπλώθηκε από τα εδάφη των Αψβούργων και βύθισε μεγάλα τμήματα της Γερμανίας αφότου ο [Γερμανός πρίγκιπας] εκλέκτορας του Παλατινάτου (ο κυβερνήτης της σημαντικής προτεσταντικής εδαφικής περιοχής και επίσης ένας φεουδάρχης υποτελής στον αυτοκράτορα) αποφάσισε να αποδεχθεί το στέμμα της Βοημίας, το οποίο οι αντάρτες είχαν αποσπάσει από τον Φερδινάνδο. Αντιμέτωπος με αυτή την πιο σοβαρή, μεγαλύτερης κλίμακας εξέγερση, η οποία απείλησε την σταθερότητα της αυτοκρατορίας στο σύνολό της, ο Φερδινάνδος έλαβε βοήθεια τόσο από καθολικές όσο και προτεσταντικές γερμανικές δυνάμεις όπως η Βαυαρία και η Σαξονία, καθώς και από τα ξαδέρφια του, τους Αψβούργους της Ισπανίας. Οι Προτεστάντες αντίπαλοί του στην αυτοκρατορία, εν τω μεταξύ, έλαβαν υποστήριξη από ξένες δυνάμεις και των δύο πίστεων: Την Δανία, την Σουηδία, και την Καθολική Γαλλία. Αυτές οι διαδοχικές ξένες επεμβάσεις παρέτειναν τον πόλεμο και τον έκαναν πολύ πιο καταστροφικό.

Το θεμελιώδες πρόβλημα πίσω από τον πόλεμο ήταν τα ανταγωνιστικά οράματα της συνταγματικής ισορροπίας, τα οποία προέκυψαν σε δύο επίπεδα: Μεταξύ των προνομιών του αυτοκράτορα και των πριγκίπων, καθώς και μεταξύ των πριγκίπων (συμπεριλαμβανομένου και του αυτοκράτορα των Αψβούργων ως ηγέτη αυτοκρατορικού φέουδου) και των αντίστοιχων υποτελών πληθυσμών εντός της επικράτειάς τους. Το θέμα της ισορροπίας της πίστεως, και το πώς οι διαιρέσεις που προκαλούνται από την Μεταρρύθμιση θα πρέπει να τυγχάνουν διαχείρισης και διευθέτησης από το αυτοκρατορικό σύνταγμα, ήταν συνυφασμένα με τα δύο αυτά ζητήματα.

Η τελική διευθέτηση της Βεστφαλίας αποτελείτο από τρία κύρια στοιχεία: Ένα μεταρρυθμισμένο αυτοκρατορικό συνταγματικό-πολιτικό σύστημα˙ σχετικός με αυτό, ένας ανανεωμένος θρησκευτικός διακανονισμός για την αυτοκρατορία˙ και μια διεθνής συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των κυριότερων ευρωπαϊκών εμπόλεμων, την Γαλλία και την Σουηδία. Παρά το γεγονός ότι χρειάστηκαν πέντε χρόνια, η τελική επιτυχία των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων στα συνέδρια των πόλεων της Βεστφαλίας Münster και Osnabrück, οφειλόταν σε σημαντικό βαθμό στην συμμετοχή των περισσότερων αυτοκρατορικών φέουδων. Μια συμμετοχική σύνοδος κορυφής αυτής της κλίμακας ήταν πρωτοφανής εκείνη την εποχή και ήταν η προθυμία των συμμετεχόντων να εξερευνήσουν άγνωστο διπλωματικό έδαφος που την βοήθησε να πετύχει. Αυτό, το μετέτρεψε σε ένα «καθολικό» συνέδριο, και επέτρεψε μια διευθέτηση που ήταν ικανοποιητική σε όλα τα μέλη της αυτοκρατορίας. Ο ρόλος των άτυπων συζητήσεων μεταξύ των απεσταλμένων και των αξιωματούχων στην ανάπτυξη πιο επίσημων δομών, και τελικά, διατάξεων της Συνθήκης, ήταν σημαντικός για την επιτυχία της Βεστφαλίας. Επίσης, ζωτικής σημασίας ήταν η καθυστερημένη άφιξη στην σκηνή ενός πυρήνα πριγκίπων και από τις δύο θρησκείες που ήταν πρόθυμοι να συμβιβαστούν και οι οποίοι λειτούργησαν ως άτυποι μεσολαβητές μεταξύ του αυτοκράτορα και των ξένων στεμμάτων. Μια τέτοια δια-θρησκειακή ομαδοποίηση ήταν άνευ προηγουμένου και σε μεγάλο βαθμό προώθησε την ειρηνευτική διαδικασία στην τελική της φάση. Η συμμετοχή των αυτοκρατορικών πριγκίπων στην ειρηνευτική διαδικασία το 1647-1648 οδήγησε σε ένα τελεσίγραφο προς τον αυτοκράτορα Φερδινάνδο τον ΙΙΙ, ο οποίος βασίλεψε από το 1637 ως το 1657, αναγκάζοντάς τον να καταλήξει σε συμβιβασμό ή να κινδυνεύσει να χάσει την υποστήριξή τους εντελώς. Η παρέμβαση αυτή έλαβε χώρα σε μια κρίσιμη στιγμή, όταν το συνέδριο κινδύνευε με πλήρη κατάρρευση όταν είχε γίνει ξεκάθαρο ότι η ισπανο-γαλλική συμφωνία ειρήνης, που επίσης ήταν υπό διαπραγμάτευση, δεν θα ήταν εφικτή στο Münster. (Συνήφθη πολύ αργότερα, το 1659.) Η παρέμβαση αυτής της «τρίτης πλευράς» διασφάλισε έτσι ότι, αν και μια συνολική ειρηνευτική συμφωνία θα ήταν ανέφικτη, η ειρήνη θα ασφαλιζόταν στο κρίσιμο κεντρο-ευρωπαϊκό θέατρο της αυτοκρατορίας.

Η συμπερίληψη των αυτοκρατορικών φέουδων στην ειρηνευτική διαδικασία μετατόπισε επίσης την συνταγματική ισορροπία δυνάμεων μεταξύ του αυτοκράτορα και των πριγκίπων στο κείμενο της Συνθήκης. Ένας από τους συμβιβασμούς στην συνθήκη αφορούσε στην επιβεβαίωση της «εδαφικής υπεροχής» των πριγκίπων ή την πολιτική αυτονομία τους, καθώς και τα δικαιώματά τους να συμμετέχουν στην λήψη αποφάσεων για σημαντικούς τομείς της αυτοκρατορικής πολιτικής, να συνάπτουν συμμαχίες με άλλα αυτοκρατορικά φέουδα και ξένες δυνάμεις, να διατηρούν στρατεύματα, να διεξάγουν πόλεμο και να κάνουν ειρήνη. Αλλά μια κρίσιμη προϋπόθεση ήταν ότι οι πρίγκιπες δεν θα μπορούσαν να σφυρηλατήσουν συμμαχίες (όπως είχαν κάνει κατά την διάρκεια του πολέμου των τριάντα ετών) που θα στρέφονται εναντίον του αυτοκράτορα, της αυτοκρατορίας, ή της ειρηνικής διευθέτησης. Οι πρίγκιπες παρέμειναν υποτελείς του αυτοκράτορα, ο οποίος διατήρησε την εξουσία του ως ο φεουδαρχικός και δικαστικός άρχοντάς τους. Ομοίως, η αυτοκρατορία και τα ανώτατα δικαστήριά της διατήρησαν τη νομική εποπτεία και δικαιοδοσία επί των πριγκιπικών εδαφών. Η κοινή άποψη ότι η Βεστφαλία δημιούργησε ένα σύστημα ίσων, κυρίαρχων κρατών που ήταν απρόσβλητα από την παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις τους είναι λοιπόν απατηλή -πολλώ δε μάλλον δεδομένης της υπονόμευσης των εκτεταμένων προνομίων που είχαν οι πρίγκιπες στο παρελθόν σχετικά με τις θρησκευτικές υποθέσεις, καθώς και το δικαίωμα των εξωτερικών εγγυητών που καθιερώθηκε στην Βεστφαλία να παρεμβαίνουν στην αυτοκρατορία.

Η πραγματική διπλωματική μαεστρία του ειρηνευτικού διακανονισμού ήταν το προσαρμοσμένο θρησκευτικό σύνταγμά του, το οποίο βελτίωσε την «δικαστικοποίηση» της θρησκευτικής σύγκρουσης -με άλλα λόγια, με την παροχή νομικών και όχι στρατιωτικών μέσων για την επίλυση των διαφορών. Οι θρησκευτικές ρήτρες ανέπτυξαν ένα βασικό πλαίσιο που υπήρχε στην αυτοκρατορία ήδη από το 1555, το οποίο προσπάθησε να διαχειριστεί την θρησκευτική συνύπαρξη νομικά και πολιτικά, ενώ απομόνωνε αμφιλεγόμενα και δυσεπίλυτα ζητήματα θεολογικής αλήθειας. Οι συνθήκες της Βεστφαλίας το έκαναν αυτό με την επέκταση της νομικής προστασίας στους Καλβινιστές ως τρίτο αναγνωρισμένο δόγμα, και μειώνοντας την εξουσία των πριγκίπων στους υπηκόους τους σχετικά με τα θρησκευτικά θέματα, αντιμετωπίζοντας έτσι τις ανησυχίες των υποτελών πληθυσμών. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις και αριθμητικά παζάρια, τα μέρη επέλεξαν το έτος 1624 ως «κανονιστικό έτος», ημερομηνία κατά την οποία η εκκλησιαστική περιουσία (εκκλησίες και κληροδοτημένη μοναστική γη, για παράδειγμα), τα δικαιώματα για δημόσια λατρεία, και η κατάσταση της πίστεως κάθε περιοχής θα κλειδώνονταν. Αυτό σήμαινε ότι οι πρίγκιπες δεν θα μπορούσαν πλέον να επιβάλουν την πίστη τους στους υποτελείς τους, και οι πρίγκιπες που επέλεγαν μια άλλη πίστη δεν μπορούσαν πλέον να αλλάξουν την θρησκευτική κατάσταση στα εδάφη τους. Ήταν ένα καινοτόμο όχημα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών. Καθώς τα Καθολικά αυτοκρατορικά φέουδα ήταν περισσότερα από τα Προτεσταντικά, αποφασίστηκε ότι η πλειοψηφική ψήφος δεν θα ήταν πλέον καθοριστική σε αντιπροσωπευτικά όργανα όπως το Ράιχσταγκ (την αυτοκρατορική Δίαιτα) για θέματα πίστεως. Αντ’ αυτού, οι εκπρόσωποι των πριγκίπων έπρεπε να χωριστούν σε θρησκευτικά κόμματα και να επιτυγχάνουν λύσεις μέσω διαπραγματεύσεων. Αυτή η αρχή της ισοτιμίας των δογμάτων εφαρμόστηκε επίσης στο αυτοκρατορικό δικαστικό σώμα, με τα προτεσταντικά μέλη των δύο ανώτατων δικαστηρίων να απολαμβάνουν de facto δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο).

ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ

Φυσικά, η αναλογία μεταξύ του 17ου αιώνα στην Ευρώπη και της σημερινής Μέσης Ανατολής απαιτεί ένα ευφάνταστο άλμα, δεδομένων των τεσσάρων αιώνων που μεσολάβησαν και των αντικρουόμενων πολιτικών, κοινωνικο-πολιτιστικών, και οικονομικών πλαισίων. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν αξιοσημείωτες ομοιότητες σε πολλά βασικά επίπεδα. Για αρχή, υπάρχει η διάρκεια και η ένταση της σύγκρουσης, η απίστευτη πολυπλοκότητα των σημείων διαφωνίας, ο ρόλος των εσωτερικών εξεγέρσεων που κλιμακώνονται σε ευρύτερες συγκρούσεις, και η συμμετοχή των ξένων δυνάμεων. Υπάρχει επίσης η ένταση της θρησκευτικής εχθρότητας μεταξύ των μαχητών, η πολυπολικότητα της διεθνούς σκηνής, η αντιπαλότητα των πολυάριθμων μοναρχικών πριγκιπικών δυναστειών, και η συγχώνευση (και σύγχυση) των θρησκευτικών και πολιτικών-συνταγματικών θεμάτων. Αμφότερες οι συγκρούσεις έχουν δει να χρησιμοποιούνται μικρότεροι πληρεξούσιοι από τις μεγαλύτερες δυνάμεις για να παλεύουν για τα παράπονά τους˙ την ανάδειξη περισσότερο ή λιγότερο παρανοϊκών φόβων ασφάλειας μέσω των θρησκευτικών προκαταλήψεων˙ και την προσέλκυση νέων δυνάμεων στην σύγκρουση, για το φόβο ότι τα συμφέροντα ασφαλείας τους θα πληγούν εάν παραμείνουν αδρανείς. Αμφότερες έχουν δει την εκμετάλλευση των νέων μορφών της τεχνολογίας των πληροφοριών να επιδεινώνει τον σεχταρισμό (η εκτύπωση τον 17ο αιώνα και το Ίντερνετ σήμερα) και αμφότερες έχουν οδηγήσει σε φοβερή ένταση του ανθρώπινου πόνου. (Πιστεύεται ότι η Γερμανία έχασε έως και το ένα τρίτο του πληθυσμού της μεταξύ 1618 και 1648, και μεγάλοι αριθμοί εκτοπίστηκαν ως πρόσφυγες). Αν και ο σεχταρισμός έτυχε εκμετάλλευσης για σκοπούς ισχύος και πολιτικής και στα δύο πλαίσια, ήταν επίσης ένας αποσταθεροποιητικός παράγοντας από μόνος του. Πριν τον Τριακονταετή Πόλεμο υπήρξε ένας λειτουργικός συμβιβασμός μεταξύ Καθολικών και Λουθηρανών πριγκίπων, αλλά η αυτοκρατορική πολιτική έγινε πιο επιθετική και δογματική και πάλι στα τέλη του 16ου αιώνα. Ομοίως, οι σεχταριστικές σχέσεις στην Μέση Ανατολή μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών έχουν επιδεινωθεί τα τελευταία 30 ή περίπου τόσο χρόνια, και οι προηγούμενες κοσμικού σκεπτικού δυνάμεις στην περιφερειακή πολιτική έχουν πεταχτεί έξω και περιθωριοποιήθηκαν.

Το κύριο δίδαγμα από την ευρωπαϊκή εμπειρία είναι ότι για την επίτευξη της ειρήνης, μια αποτελεσματική λύση θα πρέπει να αρχίζει με μια πολυμερή διάσκεψη ή συνέδριο όπου όλοι οι πρωτογενείς περιφερειακοί φορείς προσέρχονται για να διαπραγματευτούν. Η συμμετοχή πρέπει να είναι όσο πιο συμπεριληπτική είναι δυνατόν˙ Ωστόσο, ορισμένοι διασπαστικοί ή άλλως δυσάρεστοι φορείς μπορεί να πρέπει να αποκλειστούν. Εξόριστοι που είχαν εξεγερθεί εναντίον των Αψβούργων είχαν αποκλειστεί από την συμμετοχή στην Βεστφαλία, ακριβώς όπως θα ήταν σήμερα το Ισλαμικό Κράτος (ή ISIS). Οι συμμετέχοντες πρέπει να είναι πρόθυμοι να εργαστούν με ευελιξία και να δημιουργήσουν νέο διπλωματικό έδαφος. Με την ενθάρρυνση του συνεδρίου, και ως μέρος της διαδικασίας, οι συμμετέχοντες πρέπει να είναι προετοιμασμένοι, όπως είπε ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαγιερ σε μια πρόσφατη ομιλία του στο Αμβούργο, να ανοίξουν τα συμφέροντα ασφαλείας τους με διαφάνεια, και να κάνουν κάποιες θυσίες και συμβιβασμούς για την επίτευξη της ειρήνης. Αν η Μέση Ανατολή δεν είναι ακόμη έτοιμη για αυτό, η εμπειρία του τριακονταετούς πολέμου υποδηλώνει ότι η περιοχή θα πρέπει να υπομείνει μεγαλύτερη αιματοχυσία, πριν τελικά αναγκαστεί να υιοθετήσει τις θετικές και συνεργατικές συμπεριφορές που απαιτούνται για την επίτευξη ειρήνης. Ο Steinmeier ανέφερε επίσης ότι σε κρίσιμες συγκυρίες, ο ρόλος μιας «τρίτης πλευράς» από τις μικρότερες δυνάμεις θα μπορούσε να είναι καθοριστικός για να αποκτήσει η ειρηνευτική διαδικασία μια κρίσιμη ώθηση προς την ολοκλήρωση, όπως συνέβη το 1647-1648. Σημείωσε ότι τα ευρωπαϊκά κράτη θα μπορούσαν να διαδραματίσουν έναν τέτοιο ρόλο στην Μέση Ανατολή σήμερα. Αξίζει να προστεθεί εδώ ότι οι διαπραγματευτές στην Βεστφαλία δεν επέμειναν σε μια διαρκή κατάπαυση του πυρός πριν από την έναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν και συνεχίστηκαν καθώς οι μάχες μαίνονταν ακόμα, και επηρεάζονταν από τις εναλλαγές της μοίρας του πολέμου. Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων της Βεστφαλίας ήταν απαραίτητο οι συμμετέχοντες να αναπτύξουν έναν βαθμό αμοιβαίας εμπιστοσύνης, για να διευκολυνθεί η μεγαλύτερη διαφάνεια μεταξύ τους σχετικά με τις ανησυχίες για την ασφάλεια τους, και να ενισχυθεί η αίσθηση του κοινού σκοπού προς την διαρκή ειρήνη. Αυτό δεν ήταν εύκολο τότε, και δεν θα ήταν εύκολο ούτε τώρα -αλλά είναι δυνατόν. Χρειάζεται χρόνο.

14102016-1.jpg

Ο Οίκος των Αψβούργων (μωβ). Ο Οίκος των Hohenzollern (μπλε). Η μοναρχία της Δανίας. Τα βρετανικά νησιά. Η Γαλλία (κόκκινο). Η Γερμανία. Η δημοκρατία της Πολωνίας. Τα δυτικά σύνορα της Ρωσίας.
----------------------------------------------

Ένα κεντρικό ζήτημα σήμερα είναι η αντιπαλότητα μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας. Αν η Μέση Ανατολή πρόκειται να επιτύχει την δική της Βεστφαλία, εκπρόσωποι από τους δύο κύριους αντιπάλους της περιοχής, την Σαουδική Αραβία και το Ιράν, πρέπει να συμμετάσχουν ενεργά και εποικοδομητικά στις διαπραγματεύσεις. Σε αυτό το πνεύμα, είναι χρήσιμο να μελετηθούν οι παραλληλισμοί μεταξύ της κυβέρνησης της Σαουδικής Αραβίας, δεδομένης της κεντρικότητάς της στον σουνιτισμό στην σύγχρονη Μέση Ανατολή, και του Αψβούργου αυτοκράτορα, ο οποίος ήταν παρόμοια στο επίκεντρο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της διευθέτησης της Βεστφαλίας. Υπάρχουν ορισμένα σημεία ομοιότητας μεταξύ της οικογένειας αλ Σαούντ και των Αψβούργων του 17ου αιώνα. Οι Σαούντ παλεύουν με την διαφορά μεταξύ της κυρίαρχης θέσης τους ως προστάτες των ιερών τόπων της Μέκκα και την Μεδίνα και του γεγονότος ότι δεν είναι χαλίφηδες˙ οι Αυστριακοί Αψβούργοι πάλευαν με την διαφορά μεταξύ της θεωρητικής τους υπεροχή ως αυτοκράτορες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της γεωπολιτικής πραγματικότητας. Οι Αψβούργοι φοβούνταν και αγανακτούσαν με την διάβρωση της περιφερειακής υπεροχής που απολάμβαναν προηγουμένως, όπως κάνουν οι Σαουδάραβες τώρα. Αντί για το σαουδικό πετρέλαιο, υπήρχε ο χρυσός και το ασήμι της Αμερικής, το οποίο πλήρωνε για την στρατιωτική υποστήριξη που προωθούσαν στον αυτοκράτορα τα ξαδέλφια του οι Αψβούργοι της Ισπανίας. Αντί για τον υποστηριζόμενο από τους Σαούντ Ουαχαμπιτισμό και το μίσος για τον Σιιτισμό, υπήρχε η Καθολική Αντιμεταρρύθμιση, που προσπάθησε να ακυρώσει τα προτεσταντική κέρδη μέσα από μια στενή Καθολική ερμηνεία της αυτοκρατορικής νομοθεσίας, γεγονός που επιβεβαιώνεται από το Διάταγμα της Αποκατάστασης το 1629. Η ανάσχεση (τουλάχιστον) του σαουδικού Ουαχαμπιτισμού θα πρέπει να είναι ένα σημαντικό μέρος κάθε μελλοντικής διευθέτησης στην Μέση Ανατολή. Αλλά η Σαουδική Αραβία θα πρέπει να τύχει προσοχής μέσω οποιασδήποτε τέτοιας διαδικασίας διαπραγμάτευσης, όπως ακριβώς και τα άλλα μέρη στην Βεστφαλία έπρεπε να λάβουν μέριμνα για τα συμφέροντα του αυτοκράτορα.

ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ

Κάθε νέα διευθέτηση στην Μέση Ανατολή πρέπει να στηρίζεται σε παραδοσιακές θρησκευτικές, νομικές και άλλες δομές που προέρχονται από την περιοχή, όπως ακριβώς η Βεστφαλία βασιζόταν ξεκάθαρα σε ένα προϋπάρχον, αλλά επαναδιαπραγματευόμενο αυτοκρατορικό σύστημα. Η επιβολή ενός ευρωπαϊκού προτύπου είναι τελείως εκτός συζήτησης˙ αντί γι’ αυτό η ιδέα είναι να εφαρμοστούν οι βασικές αρχές και η εμπειρία της Βεστφαλίας στην Μέση Ανατολή.

Η πρώτη αρχή αφορά τον περιορισμό της κυριαρχίας των περισσότερων κρατών ή ηγεμόνων της περιοχής, δίνοντας ένα βαθμό προστασίας στους πολίτες έναντι των δικών τους αρχόντων, και δίνοντας στους υπηκόους ή στους πολίτες το δικαίωμα να ασκούν έφεση σε ανώτερη νομική αρχή. Αυτό θα μπορούσε να είναι κάποιας μορφής δικαστήριο, όπως συνέβη στην περίπτωση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπου οι δικαστικοί αγώνες απέκτησαν ζωτική σημασία για την εκτόνωση των εντάσεων και την πρόληψη των συγκρούσεων.

Τα δύο ανώτατα δικαστήρια της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν ζωτικής σημασίας για την υπεράσπιση των βεστφαλιανών όρων και δικαιωμάτων. Τα δικαστήρια πιο συχνά μεσολαβούσαν μεταξύ συγκρουόμενων πριγκίπων παρά εξέδιδαν ετυμηγορίες μετά από μια δίκη, αλλά αυτό ήταν ένα καλό παράδειγμα όπου άτυποι μηχανισμοί επίλυσης συγκρούσεων λειτούργησαν καλύτερα από τους επίσημους. Με το να συμπεριλάβουν τόσο Καθολικούς όσο και Προτεστάντες μεταξύ των δικαστών τους, τα δικαστήρια ανέκτησαν ένα βαθμό εμπιστοσύνης μεταξύ των διαφόρων δογμάτων πίστης, και πολλές υποθέσεις επιλύθηκαν χωρίς καν να εκδοθεί μια επίσημη απόφαση.

Με την αποδοχή προσφυγών από άτομα που μπορούσαν να μηνύσουν τους κυβερνήτες τους στα δικαστήρια, το αυτοκρατορικό δικαστικό σύστημα λειτουργούσε ως βαλβίδα ασφαλείας κατά της καταπιεσμένης λαϊκής δυσαρέσκειας. Τα δικαστήρια βοήθησαν να διατηρηθεί το status quo, και ιδίως, η υπό όρους κυριαρχία που περιόριζε την εξουσία των αυτοκρατορικών πριγκίπων επιβλέποντας και αστυνομεύοντας την συμπεριφορά τους, συμπεριλαμβανομένης της συμπεριφοράς προς τους υπηκόους τους. Η Μέση Ανατολή δεν έχει καμία προϋπάρχουσα «κράτος εν κράτει» δικαστική δομή ως τέτοια, αλλά τα Ηνωμένα Έθνη ως θεσμός έχουν ένα διεθνές δικαστικό σύστημα και μηχανισμούς επίλυσης συγκρούσεων που θα μπορούσαν να προσαρμοστούν για τον σκοπό αυτό. Ορισμένα κράτη μπορεί να είναι απρόθυμα να δεχτούν περιορισμούς στην κυριαρχία τους, αλλά αν οι περιορισμοί αυτοί έρθουν με την ταμπέλα του ΟΗΕ μπορεί να είναι πιο εύπεπτοι, ειδικά καθώς γίνεται σαφές ότι η μόνη εναλλακτική λύση είναι η ατέλειωτη βία.

Μια δεύτερη αρχή είναι η αναγνώριση ότι η ειρήνη θα διαρκέσει μόνο αν εξωτερικοί εγγυητές επιβάλλουν συλλογικά μέσα στα κράτη τον σεβασμό για τα βασικά δικαιώματα των ανθρώπων τους, για την θρησκεία, την ιδιοκτησία και την δέουσα διαδικασία. Μια από τις βασικές κληρονομιές του συστήματος της Βεστφαλίας ήταν το καινοτόμο σύστημα των εγγυητών του, το οποίο έδωσε την δυνατότητα στους υπογράφοντες να επιβάλουν τους όρους του διακανονισμού και να δημιουργήσουν ένα συλλογικό σύστημα ασφάλειας που κάλυψε τόσο τους εσωτερικούς εγγυητές (τον αυτοκράτορα και τους πρίγκιπες) όσο και τους εξωτερικούς εγγυητές (την Γαλλία και την Σουηδία). Οι τελευταίοι ενσωμάτωσαν αυτό το σύστημα στην ευρύτερη διεθνή τάξη της πρώιμης σύγχρονης Ευρώπης.

Η εγγύηση ήταν πιο εμφανής όταν η ακεραιότητα και η συνταγματική ισορροπία της αυτοκρατορίας ετίθετο υπό απειλή, κάτι που σε ορισμένες περιπτώσεις προερχόταν από έναν ή περισσότερους από τους ίδιους τους εγγυητές -κυρίως από τον Γάλλο μονάρχη, Λουδοβίκο 14ο, στο τελευταίο μέρος του 17ου αιώνα. Οι εγγυητές που δεν είχαν εμπλακεί στην διένεξη συνήθως παρενέβαιναν και υπερασπίζονταν την βεστφαλιανή τάξη -είτε από μια πεποίθηση βασισμένη σε αρχές είτε από γεωπολιτική ιδιοτέλεια, είτε από έναν συνδυασμό και των δύο.

Δεδομένου ότι κανένας από τους εσωτερικούς δικαστικούς μηχανισμούς δεν μπορούσε να εξαναγκάσει τον αυτοκράτορα να συμμορφώνεται με τον αυτοκρατορικό νόμο, η εξωτερική εγγύηση ήταν ένα απαραίτητο συμπλήρωμα˙ ενθάρρυνε την αυτοσυγκράτηση εκ μέρους τόσο του αυτοκράτορα όσο και των πριγκίπων, αποθαρρύνοντας προφανείς παραβιάσεις της ειρηνευτικής συμφωνίας και του νόμου, καθώς και δίνοντας κίνητρα για τον σεβασμό των θρησκευτικών δικαιωμάτων και των πριγκιπικών προνομίων που επιβεβαιώθηκαν στην Βεστφαλία. Το σύστημα των εγγυητών επίσης αποδείχθηκε ικανό να εξελιχθεί και να αναπτυχθεί ανταποκρινόμενο στις μεταβαλλόμενες διεθνείς τάσεις: Η γεωπολιτική πτώση της Σουηδίας κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα την κατέστησε λιγότερο ικανή να ασκήσει αποτελεσματικά την εγγυοδοσία (αν και από τυπικής απόψεως, διατήρησε την πλήρη ιδιότητα του εγγυητή μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας το 1806), ενώ η αυξανόμενη δύναμη της Ρωσίας την έβαλε στο καθεστώς του εγγυητή το 1779. Ένα σύστημα εγγυητών για την Μέση Ανατολή θα πρέπει να είναι εξίσου ευέλικτο.

Αν και ο Λουδοβίκος ο 14ος και άλλοι μονάρχες προσπάθησαν να επωφεληθούν από το κύρος τους ως εγγυητές για να προωθήσουν την ισχύ ή την πολιτική ιδιοτέλειά τους, οι κανόνες που καθορίστηκαν από την Βεστφαλία υπηρέτησαν ως ανασχετικοί ακόμα και όταν παραβιάζονταν. Για παράδειγμα, το θέμα της παραβίασης συζητήθηκε, μεταξύ άλλων και από τον ίδιο τον βασιλιά, από την άποψη των κανόνων της Βεστφαλίας, με μια εγγενή προκατάληψη υπέρ της ειρήνης. Τελικά, οι γεωπολιτικές περιπέτειες του Λουδοβίκου του 14ου κατέληξαν σε αποτυχία και οι κανόνες συμπεριφοράς που καθορίζονταν από την Βεστφαλία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην παρεμπόδιση των φιλοδοξιών του και στο να φέρουν τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη σε μια συμμαχία εναντίον του. Η επιτυχία του συστήματος των εγγυητών οφειλόταν, εν μέρει, σε μια ευρεία κανονιστική αποδοχή της εξωτερικής παρέμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών. Υπήρχε επίσης μια αντίστοιχη, εδραιωμένη παράδοση στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας για επιζήτηση βοήθειας από το εξωτερικό. Αυτό, μαζί με τον αποκεντρωμένο χαρακτήρα της αυτοκρατορίας, βοήθησαν να γίνει αποτελεσματικό το σύστημα των εξωτερικών εγγυητών.

Για να βρεθούν οι κατάλληλοι εξωτερικοί εγγυητές για μια μελλοντική διευθέτηση στην Μέση Ανατολή, κάποιος θα πρέπει να θεσπίσει μηχανισμούς που αντικατοπτρίζουν τις τρέχουσες κατανομές ισχύος, αλλά που διαθέτουν επίσης περιφερειακή νομιμοποίηση. Μερικοί έχουν υπονοήσει ότι το ευρωπαϊκό σύστημα στις αρχές της σύγχρονης περιόδου είχε έναν μεγαλύτερο βαθμό πολιτιστικής ομοιογένειας από όσο έχει τώρα η Μέση Ανατολή. Υπό αυτήν την έννοια, το να έχουν την Σουηδία και την Γαλλία να χρησιμεύουν ως εγγυητές δεν φαίνεται τόσο «εξωγενές», όπως θα είναι, για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση στην Μέση Ανατολή σήμερα. Τα Ηνωμένα Έθνη μπορεί να είναι ο μόνος πιθανός εξωτερικός εγγυητής με πραγματική νομιμοποίηση, δεδομένου ότι περιλαμβάνει εκπροσώπηση της Μέσης Ανατολής, αλλά η νομιμοποίησή του έρχεται σε βάρος της αποτελεσματικότητας, σε κάποιο βαθμό.

Για να είναι αποτελεσματικό ένα εξωτερικό σύστημα εγγυήσεων πρέπει να υποστηρίζεται από στρατιωτική δύναμη, ακόμα και αν αυτή η δύναμη δεν χρησιμοποιείται ποτέ. Παρά το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ θα είναι απρόθυμες να δεσμευθούν σε μια τέτοια ρύθμιση, περιφερειακές δυνάμεις όπως η Σαουδική Αραβία και το Ιράν θα μπορούσαν να είναι πιο πρόθυμες. Η Τουρκία θα μπορούσε επίσης να είναι πρόθυμη να αναλάβει μεγαλύτερο ρόλο. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει κανείς να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο των παρεμβάσεων των εγγυητών που θα επιδεινώνουν τις υφιστάμενες εντάσεις στο έδαφος, αν μη τι άλλο καθώς θα εκλαμβάνεται ότι καθοδηγούνται από προσωπικό συμφέρον, όπως ήταν η περίπτωση της Γαλλίας του Λουδοβίκου του 14ου. Ως εκ τούτου, θα ήταν επιθυμητό, όταν καθορίζεται το σύστημα των εγγυητών να ταιριάξουν τα συμφέροντα των εγγυητών με ό, τι χρειάζεται για να διατηρηθεί το σύστημα. Για την Σαουδική Αραβία, είναι σημαντικό να διατηρηθεί η θέση του καθεστώτος ως το εξέχον κράτος του σουνιτικού Ισλάμ, ενισχυμένο από τον ρόλο του ως θεματοφύλακα των ιερών τόπων της Μέκκας και της Μεδίνας. Οι ηγέτες του Ιράν αισθάνονται κάποια υποχρέωση να μιλήσουν για τις περισσότερο ή λιγότερο καταπιεσμένες σιιτικές μειονότητες στην περιοχή.

Μια τρίτη αρχή ή στοιχείο που προέρχεται από την Βεστφαλία θα μπορούσε να είναι για η Μέση Ανατολή να καθορίσει το δικό της «κανονιστικό έτος» -για να επαναφέρει τα δικαιώματα της δημόσιας λατρείας και της διακοινοτικής ισορροπίας των τοπικών κρατών και παραγόντων σε μια ισορροπημένη, συμφωνημένη από πριν ημερομηνία. Κανένας υπήκοος ή πολίτης δεν θα μπορεί να εξαιρεθεί νόμιμα από πολιτική υπηρεσία λόγω θρησκείας. Μέσα σε κάθε κράτος, θα υπάρχει μια εγγύηση τουλάχιστον για ένα ελάχιστο επίπεδο δικαιωμάτων και προστασίας για τις μειονοτικές ομάδες. Η διάταξη αυτή συνεπάγεται επίσης ότι τα καθιερωμένα σύνορα μεταξύ των κρατών της περιοχής θα πρέπει να διατηρηθούν και να γίνουν δεκτά ως μέρος της διευθέτησης, όπως συνέβη στην Βεστφαλία. Το να επιλεγεί μια ημερομηνία για το «κανονιστικό έτος» θα είναι αμφιλεγόμενο, και θα μπορούσε να είναι πιο χρήσιμο να γίνει σε ορισμένα πλαίσια αντί σε άλλα. Αλλά το να εφαρμοστεί με σύνεση και ευελιξία (στις Συνθήκες της Βεστφαλίας υπήρξε κάποια ευελιξία επί του σημείου αυτού, με το 1624 να είναι το γενικό κανονιστικό έτος, αλλά με το 1618 να χρησιμοποιείται σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις) θα μπορούσε να είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για την αποκατάσταση της ειρήνης. Αντί οι δογματικές συγκρούσεις να εξαλειφθούν από την Βεστφαλία, μετατράπηκαν σε νομικές διαδικασίες -ένα άλλο παράδειγμα της «δικαστικοποίησης» των συγκρουσιακών χαρακτηριστικών της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι δικαστικοί αγώνες, η διαπραγμάτευση και η διπλωματία έγιναν ζωτικής σημασίας για την εκτόνωση των εντάσεων και την μεταστροφή θερμών συγκρούσεων σε διπλωματικές εντάσεις, κυρίως κατά την διάρκεια της γερμανικής δογματικής κρίσης του 1719. Αυτό προκλήθηκε από τις προσπάθειες αρκετών Καθολικών πριγκίπων στην Ρηνανία να υπονομεύσουν τα θρησκευτικά δικαιώματα των Προτεσταντών υπηκόων τους. Σε απάντηση, οι δυνάμεις των Προτεσταντών της βόρειας Γερμανίας απείλησαν με ένοπλη επέμβαση. Η ένοπλη σύγκρουση αποφεύχθηκε επειδή τα εμπλεκόμενα μέρη συμμορφώθηκαν με πολιτικο-δικαστικές εντολές από την Βιέννη για να επαναφέρουν τα κράτη στις προ της κρίσης συνθήκες τους.

Είναι σχεδόν κοινή πεποίθηση ότι η ετερογένεια των φορέων στην Μέση Ανατολή υπονομεύει τις πιθανότητες επίτευξης μιας συνολικής διευθέτησης όπως εκείνη της Βεστφαλίας. Αλλά η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία περιείχε επίσης ένα ετερογενές σύνολο παραγόντων και συμφερόντων, τραυματικά διχασμένο από τον πόλεμο και την αγριότητα. Ακόμα κι αν είναι αδύνατο (και ίσως ανεπιθύμητο) να προσπαθηθεί να μεταφερθούν λύσεις χονδρικά ως πρότυπα ή φόρμουλες από περιοχή σε περιοχή, η εμπειρία της Βεστφαλίας είναι πολύτιμη. Δείχνει, με σημαντικό τρόπο, ότι η ειρήνη μπορεί πάντα να τύχει διαμεσολάβησης -ανεξάρτητα από την πολυπλοκότητα, την διάρκεια και την ένταση της σύγκρουσης- με κάποια βοήθεια, όπως δήλωσε ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Steinmeier, από διακριτικές, έμπειρες και έγκυρες διπλωματικές διαπραγματεύσεις. Και, αιώνες αργότερα, η Βεστφαλία μας δείχνει πώς μπορεί να επιτευχθεί μια τέτοια ειρήνη.

Copyright © 2016 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/2016-10-10/westphalian-pe...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition