Μετά το ιταλικό δημοψήφισμα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μετά το ιταλικό δημοψήφισμα

Τι θα επακολουθήσει

Το τρίτο μεγάλο θέμα - τα προβλήματα του προϋπολογισμού της χώρας- είναι εν μέρει αποτέλεσμα της σχέσης της Ιταλίας με την υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτή την στιγμή, η ιταλική κυβέρνηση προσπαθεί να οριστικοποιήσει τον προϋπολογισμό της για το επόμενο έτος. Αυτός ο προϋπολογισμός περιλαμβάνει προβλέψεις για το πόσο θα χρειαστεί να δανειστεί η κυβέρνηση, κάτι που με την σειρά του στηρίζεται σε παραδοχές για την ανάπτυξη, τα έσοδα, και τις απαιτήσεις για δαπάνες. Στην Ευρώπη, αυτή η συμβατική μέθοδος πρόβλεψης γίνεται πιο περίπλοκη από τους κανόνες της ΕΕ που απαιτούν από την Ιταλία να ξεκινήσει την βελτίωση των κυβερνητικών λογαριασμών της με την εξισορρόπηση των εσόδων και των δαπανών, ενώ θα αναπτύσσει επίσης ένα σχέδιο για την διαχείριση του μεγάλου δημόσιου χρέους -που τώρα φθάνει πάνω από το 130% του ΑΕΠ της χώρας.

Για το παρελθόν έτος, η κυβέρνηση Renzi διαπληκτιζόταν με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με αυτές τις προβλέψεις. Η κυβέρνηση χρειάζεται περισσότερη ευελιξία στο πλαίσιο των υφιστάμενων κανόνων, ανεξάρτητα από το πώς θα υπολογίζονται στο τέλος αυτοί οι αριθμοί, αλλά τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα από το γεγονός ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι αλλάζουν με κάθε νέα εκτίμηση για την ανάπτυξη. Παρά το γεγονός ότι η ρητορική συχνά θερμαίνεται, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Jean-Claude Juncker, βρίσκει συνήθως έναν τρόπο για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της Ιταλίας. Αλλά το ίδιο δεν μπορεί να λεχθεί και για άλλους Ευρωπαίους αξιωματούχους. Ο Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο Ολλανδός υπουργός Οικονομικών και πρόεδρος του Eurogroup, κατέστησε σαφές ότι είναι απίθανο να είναι ευέλικτος με την Ιταλία [10]. Δεδομένου ότι το Eurogroup, το οποίο αποτελείται από τους 19 υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης, θα πρέπει τελικά να συνυπογράψει τις προτάσεις του προϋπολογισμού της Ιταλίας, η ιταλική κυβέρνηση θα πρέπει να βρει κάποιο τρόπο να εξευμενίσει ή να παρακάμψει τον Ντάισελμπλουμ.

Τα δημοσιονομικά προβλήματα της Ιταλίας περιπλέκονται από την τέταρτη μεγάλη πρόκληση της: Την αντιμετώπιση της μετανάστευσης [11] (κάτι για το οποίο ο Renzi έχει επανειλημμένα διαμαρτυρηθεί). Ήδη από το 2016, περισσότερα από 173.000 άτομα [12] έχουν διασχίσει την Μεσόγειο για να εισέλθουν στην Ιταλία, που είναι 20.000 περισσότερα από όσα ήρθαν το 2015 και περισσότερα από όσα έχουν φτάσει μέχρι στιγμής φέτος στην Ελλάδα. Ο ρυθμός της μετανάστευσης δεν δείχνει σημάδια επιβράδυνσης, και το κόστος –οικονομικό και άλλο- είναι πιθανό να είναι σημαντικό. Το γεγονός ότι πολλοί από τους γείτονες της Ιταλίας έχουν εντείνει τους ελέγχους στα σύνορα κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Εκεί που η Ιταλία ήταν το σημείο εισόδου πολλών μεταναστών στην Ευρώπη, αυτές τις μέρες όλο και περισσότεροι μένουν εκεί, γεμίζοντας τα κέντρα υποδοχής της χώρας.

Η δυσκολία που δημιουργεί η μετανάστευση [13] είναι τόσο πολιτική όσο και οικονομική. Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση Renzi έχει μοιράσει τους μετανάστες σε πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά σε όλη την χώρα. Όλο και περισσότερο, όμως, αυτές οι κοινότητες έχουν αρχίσει να διαμαρτύρονται για τις νέες αφίξεις. Οι Ιταλοί παραμένουν φιλόξενοι, αλλά δεν μπορούν να απορροφούν νέες αφίξεις επ’ αόριστον, και η ανοχή τους γρήγορα εξατμίζεται. Αισθάνονται επίσης ότι έχουν εγκαταλειφθεί από την υπόλοιπη Ευρώπη. Σύμφωνα με πρόσφατες ιδιωτικές δημοσκοπήσεις που ανατέθηκαν από την Macro Advisory Partners στην SWG, μια ιταλική εταιρεία έρευνας αγοράς, το 50% των Ιταλών πιστεύουν τώρα ότι η ΕΕ «εμποδίζει την Ιταλία στην διαχείριση της μετανάστευσης», και 79% πιστεύουν ότι η μεταναστευτική πολιτική της ΕΕ είναι δυσμενής για την Ιταλία. Η αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος είναι επομένως σημαντική όχι μόνο για την Ιταλία, αλλά και για την συνοχή της ΕΕ ως σύνολο.

ΣΚΟΤΟΣ ΚΑΙ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ

Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ιταλίας, ωστόσο, δεν είναι το χρέος, η οικονομία, ή ακόμη και η μετανάστευση. Είναι η ευρεία απογοήτευση της νεολαίας της Ιταλίας. Η πιο εντυπωσιακή αποκάλυψη που προέκυψε από τις δημοσκοπήσεις πριν από το δημοψήφισμα ήταν ο βαθμός στον οποίο οι νέοι αισθάνονται αποκλεισμένοι από το πολιτικό σύστημα. Η Macro Advisory Partners, μια εταιρεία συμβούλων με έδρα το Λονδίνο, βρήκε στην τελική δημοσκόπηση πριν από το δημοψήφισμα ότι η αντίθεση στις μεταρρυθμίσεις του Renzi ήταν ισχυρότερη μεταξύ των νεότερων ψηφοφόρων. Το 58% των Ιταλών μεταξύ των ηλικιών 18 και 24 αναφέρουν ότι απορρίπτουν το πακέτο των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, όπως έκανε και το 51% των Ιταλών μεταξύ 25 και 34. Η αντίθεση μεταξύ των φοιτητών ήταν 59%. Ο νεαρός και χαρισματικός Renzi ήλπιζε ότι η νεολαία θα υποστήριζε το μεταρρυθμιστικό μήνυμά του «ελπίδα και αλλαγή». Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν πιο πιθανό να υποστηρίξουν τον πρώην κωμικό Beppe Grillo [14] και το λαϊκιστικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων του.

Οι νεαροί Ιταλοί έχουν βάσιμο λόγο να είναι απογοητευμένοι. Παρά το γεγονός ότι είναι, κατά μέσο όρο, πιο μορφωμένοι από τους γονείς τους, πολλοί είναι υποαπασχολούμενοι ή άνεργοι και εξακολουθούν να ζουν στα σπίτια που μεγάλωσαν. Η αντιμετώπιση αυτής της απογοήτευσης [15], η οποία οδηγεί σε μια έξοδο των νέων από την χώρα και στην μείωση της συμμετοχής τους μεταξύ των κατεστημένων πολιτικών κομμάτων, πρέπει να είναι κορυφαία προτεραιότητα της επόμενης κυβέρνησης, ειδικά τώρα που η διχαστική εκστρατεία για το δημοψήφισμα έχει τελειώσει. Εάν η πολιτική ηγεσία της Ιταλίας δεν μπορεί να υποσχεθεί στην ανερχόμενη γενιά καλύτερες υλικές συνθήκες ή πραγματική πολιτική δέσμευση, θα πρέπει σύντομα να αντιμετωπίσει τις συνέπειες.