Πώς να δημιουργηθεί μια κοινωνία των ίσων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς να δημιουργηθεί μια κοινωνία των ίσων

Ξεπερνώντας την σημερινή κρίση της ανισότητας

Υπήρξε πολλή συζήτηση [1] για την αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων στον ανεπτυγμένο κόσμο πρόσφατα, μαζί με μια γενικευμένη αίσθηση ότι το πρόβλημα έχει πάρει απαράδεκτες διαστάσεις [2]. Αλλά την ίδια στιγμή, υπήρξαν λίγες κινήσεις για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση˙ Αντ' αυτού, υπάρχει σιωπηρή αποδοχή πολλών ειδικών μορφών ανισότητας και των διεργασιών που τις παράγουν. Το αποτέλεσμα είναι μια ευρέως διαδεδομένη δυσαρέσκεια και στην πράξη μια παθητικότητα.

Θα μπορούσε κάποιος να το αποκαλέσει αυτό ως το παράδοξο του Bossuet, από τον θεολόγο του 17ου αιώνα, Jacques -Benigne Bossuet [3], ο οποίος είπε: «Ο Θεός γελάει με τους ανθρώπους οι οποίοι διαμαρτύρονται για τις συνέπειες, ενώ λατρεύουν τις αιτίες». Σήμερα, οι άνθρωποι θρηνούν για τις ανισότητες γενικά, φρίττουν με πληθώρα από κοινωνικά στατιστικά στοιχεία ή ακραία παραδείγματα πλούτου και φτώχειας, αλλά συχνά συναινούν σ' αυτήν σε ειδικές περιπτώσεις, όσον αφορά μικρότερες διακυμάνσεις στα αποτελέσματα ζωής που προκύπτουν από κατά τεκμήριο νόμιμες ατομικές επιλογές και περιστάσεις. Για παράδειγμα, μια πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη στην Γαλλία σχετικά με την «αντίληψη της ανισότητας και τα συναισθήματα της αδικίας» διαπίστωσε ότι σχεδόν το 90% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι οι εισοδηματικές ανισότητες θα πρέπει να μειωθούν, και ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό αισθάνεται ότι μια δίκαιη κοινωνία θα πρέπει να εγγυάται την εκπλήρωση των βασικών αναγκών του καθενός (για την εκπαίδευση, τα τρόφιμα, την υγειονομική περίθαλψη και την στέγη). Ωστόσο, το 57% αισθάνεται επίσης ότι οι ανισότητες εισοδήματος ήταν αναπόφευκτες σε μια δυναμική οικονομία, και το 85% είπε ότι οι διαφορές εισοδήματος είναι αποδεκτές όταν ανταμείβουν ατομικά προσόντα.

Η κατάσταση αυτή είναι το προϊόν μιας ισχυρής γενικής ηθικής αποστροφής στην υπερβολική ανισότητα σε συνδυασμό με την αδύναμη συναίνεση σχετικά με τα θεωρητικά πεδία για δράση προς την μείωσή τους. Κάποιοι μπορεί να πιστεύουν ότι το τελευταίο σημαίνει πως τίποτα δεν μπορεί ή δεν πρέπει να γίνει για το πρόβλημα αυτό. Αλλά κατά την διάρκεια των αρχικών και των μέσων δεκαετιών του εικοστού αιώνα, οι Δυτικές κυβερνήσεις κατάφεραν να μειώσουν την ανισότητα δραματικά, ακόμη και χωρίς ένα κοινό όραμα για την ανάγκη να το πράξουν. Αντί για αυτό, είχαν κίνητρο από τρεις αντικειμενικούς παράγοντες: Τον φόβο ότι η έλλειψη μεταρρυθμίσεων θα προκαλέσει κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές, τις πρακτικές επιπτώσεις των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, και την μείωση της πίστης στην ατομική ευθύνη για την μοίρα των ανθρώπων. Μαζί, αυτά οδήγησαν σε πολιτικές όπως η κοινωνική ασφάλιση, ο ελάχιστος μισθός, το ισχυρό κράτος πρόνοιας, και ο προοδευτικός φόρος εισοδήματος, πράγματα τα οποία βοήθησαν να γίνουν οι οικονομίες και οι κοινωνίες πιο δίκαιες.

Τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, όλοι αυτοί οι αντικειμενικοί παράγοντες έχουν εξαφανιστεί, και μαζί τους έχει εξαφανιστεί η υποστήριξη για την εξισωτική δημόσια πολιτική. Όσοι ασχολούνται με την καταπολέμηση της αύξησης της ανισότητας [4] σήμερα, ως εκ τούτου, πρέπει να ξεκινήσουν πρώτα σε θεωρητικό επίπεδο, με την διαμόρφωση ενός εννοιολογικού πλαισίου που να δικαιολογεί τις προσπάθειες αυτές με ξεκάθαρο τρόπο.

ΤΙ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

Η ανάπτυξη των κινημάτων των εργαζομένων στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, μαζί με την έλευση της καθολικής ψηφοφορίας, παρουσίασαν στις Δυτικές ελίτ μια δύσκολη επιλογή: Να δεχθούν μια δημοσιονομική επανάσταση ή να διακινδυνεύσουν μια κοινωνική. Στο πιο διάσημο παράδειγμα, ο συντηρητικός καγκελάριος Otto von Bismarck πρωτοστάτησε στο σύγχρονο κράτος πρόνοιας στην αυτοκρατορική Γερμανία, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει την εξάπλωση των σοσιαλιστικών ιδεών με το να δείξει ότι η κυβέρνηση ενδιαφερόταν για την εργατική τάξη. Μετά το 1918, οι φόβοι για επανάσταση αυξήθηκαν, χάρη στην κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές στην Ρωσία και την εξάπλωση των μιμητικών εξεγέρσεων σε όλη την Ευρώπη. Οι καταστροφές της Μεγάλης Ύφεσης μόνο συνέβαλαν στο πρόβλημα, όπως έκανε και ο επίμονος φόβος του κομμουνισμού στις δεκαετίες μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το αποτέλεσμα ήταν ένας ρεφορμισμός από φόβο, με την μείωση της ανισότητας να γίνεται μια σημαντική προτεραιότητα της κυβέρνησης.

Η εμπειρία του Α' Παγκοσμίου Πολέμου επίσης παρήγαγε ένα νέο όραμα ενός κοινωνικού δεσμού που δένει μαζί τις χώρες. Κατά μια έννοια, ο πόλεμος «εθνικοποίησε» τις ζωές των ανθρώπων. Ακριβώς καθώς απειλούσε την ύπαρξη του καθενός, έτσι προωθούσε την ιδέα ότι καθένας όφειλε ένα χρέος προς την ευρύτερη κοινότητα. Επιπλέον, τα εκατομμύρια των θανάτων σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο ανάγκασαν τους ανθρώπους να σκέφτονται με νέους τρόπους σχετικά με το τι τους ένωνε. «Αν ο πόλεμος δεν σε σκότωνε, σε έκανε να ξεκινήσεις να σκέφτεσαι», όπως το έθεσε ο Τζορτζ Όργουελ. Φυσικά, η ομάδα των στρατιωτών ήταν η πιο δύσκολη. Κάθε πολεμιστής έμαθε στην λάσπη των χαρακωμάτων ότι η ζωή του ήταν εξίσου ευάλωτη με εκείνη του συντρόφου του. Όπως έγραψε ένας από αυτούς, «Η συνείδηση μιας φυσικής κοινότητας οδήγησε σε ένα πολύ ζωντανό και παρήγορο συναίσθημα ισότητας». Και ο πόλεμος συνέβαλε στην ανάπτυξη κοινών εθνικών ταυτοτήτων. Όπως παρατήρησε ο Γερμανός συγγραφέας Robert Musil, «Πολλοί Γερμανοί στρατιώτες αισθάνθηκαν για πρώτη φορά την ανώτερη αίσθηση ότι έχουν κάτι κοινό με όλους τους άλλους Γερμανούς. Ο καθένας ξαφνικά έγινε ένα απλό, ταπεινό κομμάτι σε ένα γεγονός που ξεπερνούσε το προσωπικό. Ενταγμένος στο έθνος, κάποιος θα μπορούσε σχεδόν να το νιώσει».

Ακόμη και οι Ηνωμένες Πολιτείες αναδύθηκαν από τον πόλεμο ριζικά αλλαγμένες. Η εμπειρία έφερε επανάσταση στην αμερικανική στάση απέναντι στην φορολογία και την αναδιανομή. Όταν ψηφίστηκε ο νόμος για τα Έσοδα του Πολέμου το 1917, γινόταν λόγος για «επίταξη των εισοδημάτων» και για «στρατολόγηση του πλούτου» σε μια εποχή που οι νέοι άνδρες είχαν στρατευθεί μαζικά. «Ας πεθάνουν και τα δολάριά τους για την πατρίδα τους επίσης», είπε ένας γερουσιαστής. Η έκκληση για δημοσιονομικό πατριωτισμό βοήθησε στην νομιμοποίηση του προοδευτικού φόρου εισοδήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες, και από το 1944, η κορυφαία κλίματα [φόρου] είχε ανέλθει τόσο ψηλά μέχρι το 94%.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο και την ηπειρωτική Ευρώπη, εν τω μεταξύ, μια πνευματική και ηθική επανάσταση βοήθησαν να γίνει δυνατή η αναδιανομή: Η οικονομία και η κοινωνία ήταν «απο-εξατομικευμένες» από στοχαστές που απέρριπταν τις παλιότερες απόψεις της ατομικής ευθύνης και του ταλέντου. Η ιδέα μιας κοινωνίας που αποτελείται από κυρίαρχα, αυτάρκη άτομα έδωσε την θέση της σε μια προσέγγιση που βασίζεται στην αλληλεξάρτηση. «Ο απομονωμένος άνθρωπος δεν υπάρχει», υποστήριξε ο Γάλλος πολιτικός Léon Bourgeois, και ο Βρετανός φιλόσοφος L. T. Hobhouse υποστήριξε ομοίως ότι κάθε άτομο είχε διαμορφωθεί από την «κοινωνική ατμόσφαιρα» γύρω του.

Σε αυτό το νέο πλαίσιο, οι έννοιες του δικαιώματος και του καθήκοντος, της αξίας και της ευθύνης, και της αυτονομίας και της αλληλεγγύης ήταν εντελώς επαναπροσδιορισμένες. Κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα, ο πυρήνας του κοινωνικού ζητήματος είχε επικεντρωθεί στην προσωπική ευθύνη. Η βασική δραστηριότητα του κράτους και των φιλανθρωπικών θεσμών θεωρείτο ότι διέκριναν τους «άξιους φτωχούς», η κατάσταση των οποίων προερχόταν από καθαρά εξωτερικές συνθήκες, από τους «ανάξιους φτωχούς», των οποίων τα προβλήματα προκλήθηκαν από τα δικά τους παραπτώματα και τις κακές συνήθειες. Ο πρώτοι θεωρείτο ότι θα πρέπει να υποστηρίζονται, αλλά οι δεύτεροι έπρεπε να τιμωρούνται (ας πούμε, με το να μπαίνουν σε ένα πτωχοκομείο) ή απλά να εγκαταλείπονται στην τύχη τους.

Περί τις μεσαίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, αντίθετα, η ατομική συμπεριφορά δεν θεωρείτο πλέον ως η κινητήρια δύναμη των κοινωνικών αποτελεσμάτων˙ αντί γι' αυτό πιστευόταν ως αληθές μάλλον το αντίθετο. Η φτώχεια ήταν η συνέπεια, όχι η αιτία, των κοινωνικών δυσλειτουργιών, και το κράτος πρόνοιας ενεργούσε παγκοσμίως, πίσω από ένα «πέπλο άγνοιας». [5] Από την ανεργία μέχρι την ασθένεια ή την αναπηρία, τα προβλήματα των πολιτών θεωρήθηκαν κίνδυνοι σε μεγάλο βαθμό πέρα από τον ατομικό έλεγχο, με τις κυβερνήσεις να απαιτείται να παρεμβαίνουν και να διαχειρίζονται αυτούς τους κινδύνους συλλογικά μέσα από ευρέα προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης.

Αυτές οι διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά με την ατομική ευθύνη συνοδεύτηκαν από μια νέα προσέγγιση στην οικονομική επίδοση. Αντί για τον έπαινο στους επιχειρηματίες και την καινοτομία ως τους παράγοντες που ωθούν την οικονομική ανάπτυξη, οι διανοούμενοι στα μέσα του 20ου αιώνα, τόνισαν το ρόλο των διευθυντών και των οργανισμών. Συγγραφείς όπως ο Peter Drucker, ο John Kenneth Galbraith και ο Andrew Shonfield παραδειγμάτισαν στο έργο τους μια νέα και ισχυρή προσέγγιση στις επιχειρήσεις. «Στην ώριμη επιχείρηση», έγραψε ο Galbraith το 1967, «... η εξουσία έχει περάσει, αναπόφευκτα και αμετάκλητα, από το άτομο στην ομάδα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μόνο η ομάδα έχει την πληροφορία που απαιτεί η απόφαση». Ο Schumpeter ήταν εκτός μόδας: «Ο επιχειρηματίας δεν υφίσταται πλέον ως ένα μεμονωμένο άτομο στην ώριμη βιομηχανική επιχείρηση»˙ είχε αντικατασταθεί από την «τεχνοδομή» (technostructure), τον συλλογικό νου. Η επιτυχία εξαρτάτο περισσότερο από την ποιότητα της οργάνωσης της επιχείρησης και την αποτελεσματικότητα της διοίκησής της από όσο στα εξαιρετικά ταλέντα συγκεκριμένων ατόμων, ακόμη και στην κορυφή της εταιρικής πυραμίδας: «Η συνταξιοδότηση, ο θάνατος και η αντικατάσταση [ενός CEO, δηλαδή ενός διευθύνοντα συμβούλου] ... δεν έχουν καμία αισθητή επίδραση στην απόδοση της General Motors ή της IBM».

Μέσα σε ένα τέτοιο οικονομικό μοντέλο, η οικονομική αποτελεσματικότητα θεωρήθηκε ως ένα συλλογικό επίτευγμα. Κανείς δεν μπορούσε να διεκδικήσει τα επιτεύγματα μιας εταιρείας ως δικά του. Τα στελέχη αμείβονταν καλύτερα από τους εργαζομένους, αλλά μόνο στο πλαίσιο μιας λειτουργικής ιεράρχησης δεξιοτήτων. Ο γκουρού του μάνατζμεντ Drucker υποστήριξε ότι η αναλογία των αμοιβών μεταξύ των κορυφαίων στελεχών και των ταπεινότερων εργαζομένων σε μια εταιρεία δεν θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 20 προς 1.

Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ

Ο συνδυασμός αυτών των τάσεων δημιούργησε μια πολιτική και πνευματική βάση για τις πολιτικές που αναδιανέμουν τον πλούτο και μειώνουν την οικονομική ανισότητα στις προηγμένες βιομηχανικές δημοκρατίες σε όλες τις μέσες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ακόμη και χωρίς καμία θεωρητική συναίνεση σχετικά με την δικαιοσύνη ή την ισότητα. Κατά την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, ωστόσο, κάθε μια από αυτές τις τάσεις είχε αντιστραφεί.

Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, δεν υπήρχε πλέον ανάγκη για ρεφορμισμό από φόβο. Η εποχή των επαναστάσεων, με την κλασική έννοια του όρου, έχει πλέον τελειώσει. Εξακολουθούν να υπάρχουν κοινωνικοί φόβοι, αλλά αφορούν θέματα όπως η μετανάστευση, η ασφάλεια και η τρομοκρατία. Αποτελούν δέλεαρ για ένα αυταρχικό κράτος, όχι ένα αλληλέγγυο. Οι περισσότερες από τις χώρες που συμμετείχαν σε μεγάλο βαθμό στους δύο παγκόσμιους πολέμους, εν τω μεταξύ, έχουν εισέλθει εδώ και καιρό σε μια περίοδο ειρήνης, και η αίσθησή τους περί μιας εθνικής κοινότητας ως έκφραση ενός αμοιβαίου χρέους και κοινού πεπρωμένου έχει αποδυναμωθεί. Τα κράτη πρόνοιας έχουν εισέλθει σε μια περίοδο βαθιάς κρίσης, τόσο για οικονομικούς λόγους όσο και επειδή η έννοια του κοινωνικού κινδύνου έχει διαβρωθεί από μια ανανεωμένη πίστη στην ατομική ευθύνη ως συστατικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής. Και ένα νέο είδος καπιταλισμού [6] έχει αντικαταστήσει το στυλ των επιχειρήσεων που περιγράφετο από τον Drucker και τον Galbraith. Οι σουμπετεριανοί [στμ: από τις θεωρίες του Schumpeter] επιχειρηματίες και καινοτόμοι έχουν ορμήσει πίσω στο προσκήνιο της οικονομικής ζωής, με την ατομική επίδοση και την προσωπική ευθύνη να εξυμνείται παντού ως κεντρικής σημασίας για την επιτυχία και την αποτελεσματικότητα.

Αυτό που σημαίνει ετούτο, είναι ότι δεν υπάρχουν πλέον ισχυροί εξωγενείς παράγοντες που ωθούν τις αναπτυγμένες χώρες προς τις πολιτικές οι οποίες κρατούν την ανισότητα σε λογαριασμό -και όπως είναι αναμενόμενο, ελλείψει των παραγόντων αυτών, οι πολιτικές αυτές έχουν διαβρωθεί, συμβάλλοντας στην αύξηση της ανισότητας [7] που ο καθένας έχει παρατηρήσει. Για να μειωθεί ακόμη μια φορά η ανισότητα, ως εκ τούτου, η προσπάθεια θα πρέπει να εδράζεται σε μια στερεή, κοινή αντίληψη του τι συνεπάγεται η ισότητα και γιατί αξίζει να προωθηθεί.

Υπάρχουν δύο κύριοι αντίπαλοι σήμερα για μια τέτοια σύλληψη. Η μια, η λαϊκιστική επιλογή, επαναπροσδιορίζει την ισότητα ως κοινωνική ταυτότητα ή ομοιογένεια. Η άλλη, η επιλογή των σοσιαλ-φιλελεύθερων, δίνει έμφαση στην ισότητα των ευκαιριών. Και οι δύο έχουν ελαττώματα.

Η λαϊκιστική επιλογή αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στην Ευρώπη κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, σε μια παλαιότερη εποχή εντατικής παγκοσμιοποίησης. Θα μπορούσε επίσης να ονοματιστεί ως «εθνικός προστατευτισμός», και πρέπει να γίνει κατανοητή ως η διαπνεόμενη από αλληλεγγύη εναλλακτική λύση απέναντι στον αχαλίνωτο καπιταλισμό. Αυτό υποστηρίζεται από έναν καθαρά αρνητικό ορισμό της ισότητας, με τον σχηματισμό μιας κοινότητας μερικών, αποκλείοντας τους άλλους. Ο Γάλλος ακτιβιστής Maurice Barres το έθεσε ωμά: «Η ιδέα της "πατρίδας" υπονοεί ένα είδος ανισότητας, αλλά σε βάρος των αλλοδαπών». Σε μια νέα εποχή εντατικής παγκοσμιοποίησης [8], με οικονομική στασιμότητα μεταξύ των μεσαίων και κατώτερων τάξεων στις ανεπτυγμένες χώρες και το κράτος πρόνοιας να βρίσκεται σε κρίση, οι εν λόγω ξενοφοβικές απόψεις επιστρέφουν και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού ως μια ισχυρή πολιτική δύναμη, με τους αουτσάιντερ -τους ξένους, τους μετανάστες, τους πρόσφυγες [9]- να περιγράφονται ως εχθροί που εκμεταλλεύονται και υπονομεύουν τις υφιστάμενες εθνικές κοινότητες [10 ].

24012017-1.jpg

Εργαζόμενοι της Εθνικής Υπηρεσίας Απασχόλησης διαδηλώνουν στην Μασσαλία, τον Νοέμβριο του 2009. Το πανό γράφει «Απεργία». JEAN-PAUL PELISSIER / REUTERS
-------------------------------------------------------------------

Η σοσιαλ-φιλελεύθερη επιλογή, αντίθετα, επιδιώκει να επικαιροποιήσει και να επεκτείνει την παραδοσιακή φιλελεύθερη έννοια της ισότητας των ευκαιριών, πέρα από τον κλασικό αρνητικό ορισμό της (η εξάλειψη των εμποδίων για την ανοδική κινητικότητα) για να συμπεριλάβει ευρύτερες θετικές προσπάθειες [11] προς την επίτευξη του ίδιου υποκείμενου στόχου. Έχουν προταθεί διαφορετικές κατευθύνσεις για ακτιβισμό, συνδεόμενες από την κοινή τους επιθυμία να μπλοκάρουν τους μηχανισμούς μέσω των οποίων αναπαράγονται οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ανισότητες από γενιά σε γενιά. Εν γένει περιλαμβάνουν κάποιου είδους αναδιανομή -χρήματος, αγαθών, προνομίων, κοινωνικού κεφαλαίου, και ούτω καθεξής. Όλες επιδιώκουν να εξισώσουν τις συνθήκες υπό τις οποίες τα άτομα ανταγωνίζονται σε έναν δίκαιο διαγωνισμό για τις αξιοκρατικές ανταμοιβές.

Η αυστηρή εφαρμογή όλων αυτών των θετικών παραλλαγών της ισότητας των ευκαιριών, ωστόσο, δημιουργεί προβλήματα. Για να αντιμετωπίζονται ως αληθινά ίσα, τα άτομα θα πρέπει να «ανα-κοινωνικοποιηθούν» -ξεχωριστά από τις οικογένειές τους, τις κληρονομιές τους και το προσωπικό τους περιβάλλον. Αυτή η εφαρμογή θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε μια ιεραρχική και καταθλιπτική κοινωνία, μια κοινωνία στην οποία θα προσδιορίζεται το αποτέλεσμα της ζωής του καθενός, μετά από την επανα-κοινωνικοποίησή του, αποκλειστικά και μόνο από τα προσωπικά χαρακτηριστικά και τις προσπάθειές του. Μια τέτοια αξιοκρατία θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια σκληρή και χωρίς έλεος κοινωνία, μια κοινωνία στην οποία τα άτομα πρέπει να εσωτερικεύουν την απελπισία τους για τυχόν προβλήματα που αντιμετωπίζουν.

Το λαϊκιστικό όραμα της ισότητας, με λίγα λόγια, είναι πιο σχετικό με τον αποκλεισμό παρά με την ένταξη και έχει λίγο ελκυστικό θετικό περιεχόμενο. Και παρ'όλο που το σοσιαλ-φιλελεύθερο όραμα θέτει την βάση για μια σειρά από πολύτιμες πρακτικές πολιτικές, είναι ακατάλληλο για την θέσπιση μιας γενικής και καθολικής κοινωνικής θεωρίας της ισότητας, δεδομένου ότι επικεντρώνεται αποκλειστικά στα άτομα. Έτσι, περισσότερο χρειάζεται να γίνει, μια θετική θεωρία στην οποία θα μπορούσε να ενσωματωθεί η πολιτική της ισότητας των ευκαιριών.

ΤΡΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ

Αυτές τις μέρες, η ισότητα συνήθως ορίζεται μαθηματικά, ως μια σύγκριση των οικονομικών θέσεων των ατόμων ή των ομάδων του πληθυσμού. Αυτή η έννοια έχει τις χρήσεις της. Αλλά η ισότητα θα πρέπει επίσης, και ίσως κυρίως, να καθορίζεται κοινωνικά, ως μέτρο των κοινοτικών δεσμών. Μια θεωρία ισότητας πρέπει να επικεντρώνεται στην δομή της κοινωνίας. Θα πρέπει να βασίζεται σε τρεις αρχές: Την αναγνώριση της μοναδικότητας των ανθρώπων (σε αντίθεση με τον ατομικισμό), την οργάνωση της αμοιβαιότητας (στην σχέση των πολιτών, του καθενός με τον άλλο), και την σύνθεση των κοινών χαρακτηριστικών (για την κοινότητα στο σύνολό της).

Η κλασική σύγχρονη επαναστατική ιδέα ήταν να καταργηθεί το προνόμιο και να δημιουργηθεί ένας κόσμος ομοίων, και σε παρόμοια κατάσταση, ανθρώπων (κάτι που εκφράζεται καλύτερα από την γαλλική λέξη semblable). Αλλά η ομοιότητα δεν απαιτεί ταυτοσημία, ούτε σημαίνει έλλειψη ατομικότητας ή αυτονομίας. Κάθε άτομο μπορεί να ξεχωρίσει λόγω των μοναδικών ιδιοτήτων που αυτός ή αυτή μόνο κατέχει, με την πολυμορφία να γίνεται το πρότυπο της ισότητας. Κάθε άτομο επιδιώκει την δική του διαδρομή και τον έλεγχο της ιστορίας του. Ο καθένας είναι παρόμοιος όντας μοναδικός και ασύγκριτος.

Η ισότητα που βασίζεται στην ιδιομορφία απαιτεί ένα είδος κοινωνίας που στηρίζεται όχι στην αφηρημένη καθολικότητα ούτε στον βασισμένο στην ταυτότητα κοινοτισμό, αλλά μάλλον στην δυναμική κατασκευή και αναγνώριση των ιδιαιτεροτήτων. Η μοναδικότητα δεν είναι ένα σημάδι απόσυρσης από την κοινωνία (ο ατομικισμός ως καταφύγιο ή απόσχιση). Αντίθετα, σηματοδοτεί μια προσδοκία αμοιβαιότητας, αμοιβαίας αναγνώρισης. Αυτό σηματοδοτεί την έλευση μιας πλήρως δημοκρατικής εποχής [4]: Η βάση της κοινωνίας δεν βρίσκεται στην φύση, αλλά μόνο σε μια κοινή φιλοσοφία ισότητας. Η δημοκρατία ως ένα είδος πολιτικού καθεστώτος αντικατοπτρίζεται από την δημοκρατία ως μια μορφή της κοινωνίας.

Όσον αφορά τις σχέσεις που τα άτομα διατηρούν το ένα με το άλλο, ο Tocqueville υποστήριξε ότι ο εγωισμός είναι «για τις κοινωνίες ό,τι η σκουριά για το μέταλλο». Και σήμερα, η πιο σημαντική πηγή της διάβρωσης είναι η απουσία της αμοιβαιότητας. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι η πολιτική δέσμευση αποτελεί προϋπόθεση: Οι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να συνεισφέρουν προσπάθειες ή κεφάλαια εάν πιστεύουν ότι οι άλλοι πολίτες θα κάνουν το ίδιο. Αντίθετα, οποιαδήποτε αντιληπτή διακοπή της αμοιβαιότητας μπορεί να οδηγήσει σε απόσυρση με την μια μορφή ή την άλλη. Η ανισότητα είναι αισθητή πιο έντονα όταν οι πολίτες πιστεύουν ότι οι κανόνες εφαρμόζονται με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικούς ανθρώπους. Απεχθάνονται τα διπλά μέτρα και σταθμά και εκείνους που καταφέρνουν να χειραγωγήσουν το παιχνίδι προς όφελός τους. Τέτοια συναισθήματα αποτελούν μια κρίσιμη πηγή κοινωνικής δυσπιστίας, η οποία με την σειρά της υπονομεύει την νομιμοποίηση του κράτους πρόνοιας, ενισχύει την αποστροφή τους φόρους, νομιμοποιεί τις διάφορες μορφές του αυτο-βολέματος (ως δικαιολογημένη αποζημίωση για τις καταπατήσεις των άλλων), και διαβρώνει το δημόσιο πνεύμα.

Μια γενική αίσθηση ότι η αμοιβαιότητα έχει κλονιστεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχει τροφοδοτήσει τις απογοητεύσεις που έχουν αξιοποιηθεί από εξτρεμιστικά πολιτικά κινήματα σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες -ομάδες που κατευθύνουν τα πυρά τους σε προνομιούχες ελίτ και σε φτωχούς μετανάστες, αμφότεροι οι οποίοι υποτίθεται ότι εκμεταλλεύονται τους υποτιθέμενα σκληρά εργαζόμενους, την μεσαία και την εργατική τάξη. Η αποκατάσταση της αμοιβαιότητας, ως εκ τούτου, αποτελεί ένα κρίσιμο πρώτο βήμα προς την δημιουργία μιας κοινωνίας ίσων. Η ισότητα ως αμοιβαιότητα σημαίνει πάνω απ' όλα την ίση μεταχείριση και την [ίση] συμμετοχή. Η κατάχρηση των συστημάτων πρόνοιας και φόρων [12] πρέπει να αποτρέπεται σθεναρά, προκειμένου να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη σε αυτούς τους θεσμούς καθώς και η παροχή εύνοιας σε ειδικά συμφέροντα και οποιαδήποτε έλλειψη ισότητας ή διαφάνειας στις λειτουργίες του κράτους, γενικότερα.

24012017-2.jpg

Περίπατος στην Μανίλα, στις Φιλιππίνες, τον Ιανουάριο του 2014. GETTY IMAGES / AFP / NOEL CELIS
-------------------------------------------------------------------

Το τρίτο στοιχείο που απαιτείται για μια κοινωνία ίσων είναι η ανάπτυξη κάποιας αίσθησης κοινότητας για την κοινωνία στο σύνολό της. Η πολιτική ιθαγένεια και η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που πηγαίνει μαζί της έχουν αναδιαμορφώσει ακριβώς την ιδέα του ατόμου. Αλλά η ιθαγένεια είναι επίσης μια κοινωνική μορφή. Ο πολίτης δεν είναι απλώς ένα άτομο προικισμένο με ορισμένα δικαιώματα˙ επίσης ορίζεται από την σχέση του με τους άλλους, τους συμπολίτες του. Αυτό που η Γαλλίδα γλωσσολόγος Émile Benveniste μάς λέει για την ετυμολογία της λέξης civis είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό από αυτή την άποψη. Το λατινικό civis, υποστήριξε, ήταν αρχικά ένας όρος που εφαρμοζόταν σε ανθρώπους που μοιράζονταν το ίδιο ενδιαίτημα. Σιωπηρή στην έννοια της λέξης ήταν μια συγκεκριμένη ιδέα αμοιβαιότητας. Ήταν, επομένως ένας όρος σχετικής τάξεως, όπως μπορεί να φανεί από την σύγκριση με την ρίζα των σανσκριτικών και γερμανικών λέξεων για τον «φίλο», τον «συγγενή» και τον «σύμμαχο». Ο civis ήταν ένας άνθρωπος που ενωνόταν με τους ομολόγους του στην κατασκευή μιας civitas, μιας κοινής κοινωνίας. Προτείνω τον όρο «κοινοτικότητα» (commonality) ως όνομα για αυτήν την διάσταση της ιδιότητας του πολίτη, την ιθαγένεια ως κοινωνική μορφή, διακριτή από τον νομικό ορισμό της.

Η κοινοτικότητα βρίσκεται σήμερα υπό σοβαρή επίθεση, χάρη σε διάφορες μορφές κοινωνικού διαχωρισμού και υποχώρησης. Ο αναχωρητισμός των πλουσίων στους δικούς τους ιδιωτικούς παραδείσους είναι η πιο ορατή και επαίσχυντη από αυτές τις μορφές, αλλά δεν είναι η μόνη˙ οι περιφερειακές αποσχιστικές τάσεις, για παράδειγμα, είναι επίσης σε άνοδο. Η απάντηση σε αυτές τις διολισθήσεις, άλλωστε, είναι συχνά μια εξίσου καταστροφική επιδίωξη για πολιτικές ομοιογένειας και ταυτότητας, η κινητήρια δύναμη πίσω από πολλά λαϊκιστικά κινήματα. Εκείνο που η δημοκρατία χρειάζεται αντί για αυτά, είναι μια πιο ενεργή, δημιουργική γενική ιδέα, μια πιο σύνθετη κατανόηση του ποια στοιχεία της ζωής και της εμπειρίας μπορεί και πρέπει να διατηρηθούν και να ζήσουν μαζί.

Χωρίς αντικειμενικούς παράγοντες να καθοδηγούν την υποστήριξη για πολιτικές ισότητας, ο μόνος τρόπος για την καταπολέμηση της οικονομικής ανισότητας σήμερα είναι να πλαισιωθεί η αναζήτηση από ένα ευρύτερο σχέδιο για την δημιουργία μιας κοινωνίας ίσων. Ούτε η λαϊκιστική εναλλακτική λύση που ψάχνει για ανακούφιση σε μια ομοιογενή ομάδα η οποία αποκλείει τους ξένους, ούτε το σοσιαλ-φιλελεύθερο σχέδιο που προσπαθεί να επιτύχει την ισότητα των ευκαιριών μπορούν να προσφέρουν ό, τι χρειάζεται. Μόνο ένα πιο ισχυρό όραμα δημοκρατικής ισότητας -βασισμένο στην ιδιαιτερότητα των ατόμων, στις αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ τους και μια κοινωνική κοινότητα- μπορεί να παρέχει τα θεμέλια για τις ευρέως αποδεκτές δημόσιες πολιτικές που μπορούν να επιτεθούν στις τάσεις προς την ανισότητα οι οποίες υποσκάπτουν τις σύγχρονες οικονομίες και πολιτείες. Και μόνο ένα τέτοιο όραμα μπορεί να παρέχει καθοδήγηση σχετικά με το πώς να γίνουν δίκαιες οι απαραίτητες πολιτικές ανακατανομής: Με το να θεωρούνται ως ένας τρόπος όχι μόνο για την αντιμετώπιση των οικονομικών ανισοτήτων, αλλά και για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας που γεννά την κοινωνική ειρήνη και την συνεργασία.

Copyright © 2016 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved. T

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/2015-12-14/how-create-society-eq...

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2015-12-08/inequality
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/2015-06-16/will-humans-go-way-ho...
[3] http://www.britannica.com/biography/Jacques-Benigne-Bossuet
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/equality-and-american-democracy
[5] http://plato.stanford.edu/entries/original-position/#VeiIgn
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2014-06-04/new-wor...
[7] https://www.foreignaffairs.com/reviews/review-essay/capital-punishment
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/2015-12-14/inequality-and-global...
[9] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2015-12-09/dont-fe...
[10] https://www.foreignaffairs.com/reviews/review-essay/2013-12-16/let-peopl...
[11] https://www.foreignaffairs.com/articles/how-spread-wealth
[12] http://www.bbc.com/news/magazine-20560359

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition