Ο Άσαντ αντεπιτίθεται | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο Άσαντ αντεπιτίθεται

Γιατί η Συρία αποφάσισε να απαντήσει στους ισραηλινούς βομβαρδισμούς για πρώτη φορά

Η 17η Μαρτίου 2017 ξημέρωσε με νέα δεδομένα που τείνουν να περιπλέξουν ακόμα περισσότερο το συριακό κουβάρι. Το καθεστώς Άσαντ, για πρώτη φορά από την απαρχή του εμφυλίου της χώρας, αποφάσισε να μην αφήσει αναπάντητη μια από τις αλλεπάλληλες επιχειρήσεις της ισραηλινής πολεμικής αεροπορίας κατά στόχων που βρίσκονται σε περιοχές που ελέγχει ο τακτικός στρατός.

Συγκεκριμένα, όπως ανακοίνωσε η κυβέρνηση της Δαμασκού, τις πρώτες πρωινές ώρες της 17.3.2017 , τέσσερα ισραηλινά πολεμικά αεροσκάφη παραβίασαν τον συριακό εναέριο χώρο μέσω του εναέριου χώρου του Λιβάνου και βομβάρδισαν στόχους – που δεν κατονομάσθηκαν – στην ευρύτερη περιοχή της συριακής πόλης Χομς. Σύμφωνα μάλιστα με Σύριους αξιωματούχους, ένα από τα τέσσερα ισραηλινά αεροσκάφη κατερρίφθη ενώ ένα ακόμα επλήγη από συριακά αντιαεροπορικά πυρά. Εν τω μεταξύ, η ισραηλινή ραδιοφωνία ανακοίνωσε νωρίς το πρωί της ίδιας μέρας, ότι περί τις 4 π.μ. καταρρίφθηκε από το σύστημα αεράμυνας «Arrow» («Χετς») ένας συριακός πύραυλος τύπου SA5 (S-200), με τα συντρίμμια του να διασκορπίζονται στην μεθόριο Ισραήλ-Ιορδανίας και οι σφοδροί ήχοι των εκρήξεων της κατάρριψης να ακούγονται μέχρι και τα βόρεια προάστια της Ιερουσαλήμ. Παράλληλα, οι ιορδανικές ένοπλες δυνάμεις ανακοίνωσαν ότι συντρίμμια του ίδιου πυραύλου είχαν καταπέσει στα περίχωρα της πόλης Ίρμπιντ, στα βορειοδυτικά της χώρας. Ο ισραηλινός στρατός διέψευσε ότι ένα από τα πολεμικά του αεροσκάφη κατερρίφθη, ενώ συγχρόνως επιβεβαίωσε την πραγματοποίηση αεροπορικής επιδρομής σε συριακές αποθήκες με ιρανικό οπλισμό, που προοριζόταν για την Χεζμπολάχ του Νοτίου Λιβάνου.

19032017-1.jpg

Πύραυλοι εκτοξεύονται από την Τουρκία προς την Συρία, όπως φαίνονται από την συριακή πόλη al-Rai, βόρεια του Χαλεπίου, στις 3 Μαρτίου 2017. REUTERS/Khalil Ashawi
-----------------------------------------------------------------------

Η ΜΑΚΡΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΣΥΡΙΑΚΗΣ ΑΥΤΟΣΥΓΚΡΑΤΗΣΗΣ

Δεν είναι η πρώτη φορά που το Ισραήλ πραγματοποιεί αεροπορική επιδρομή κατά στόχων εντός της Συρίας. Πολύ πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος, στις 6 Σεπτεμβρίου 2007, η ισραηλινή πολεμική αεροπορία βομβάρδισε μια εργοστασιακή εγκατάσταση στα περίχωρα της πόλης Ντιρ αλ-Ζορ στις ανατολικές επαρχίες της Συρίας, κοντά στα σύνορα με το Ιράκ. Επίσημες ανακοινώσεις δεν υπήρξαν από καμία πλευρά, ωστόσο στον ισραηλινό και διεθνή Τύπο διέρρευσαν πληροφορίες ότι στο σημείο εκείνο λειτουργούσε πυρηνικός αντιδραστήρας που χρησίμευε στην παραγωγή του χημικού οπλοστασίου του συριακού καθεστώτος. Η Συρία δεν αντέδρασε και επί χρόνια δεν επιβεβαίωνε ότι ο βομβαρδισμός των εγκαταστάσεων στο Ντιρ Αλ-Ζορ είχε πραγματοποιηθεί. Ήταν η εποχή που η Συρία, το Ιράν και η Βόρειος Κορέα συναποτελούσαν για τις ΗΠΑ και την Δύση τον «Άξονα του Κακού». Οι διεθνείς συσχετισμοί καθιστούσαν αδύνατον στην Συρία να ανεβάσει τους τόνους και να φέρει στα άκρα τις σχέσεις της με το Ισραήλ, που σαφώς υπερτερούσε σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο. Εκείνη την περίοδο, η Δαμασκός αποφάσισε να επιλέξει την απόλυτη σιωπή, φοβούμενη χειρότερα αντίποινα όχι μόνο από το Ισραήλ, αλλά και από την διεθνή κοινότητα, που τότε έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Όταν η Ρωσία αποφάσισε να αναλάβει τον ρόλο του προστάτη του καθεστώτος Άσαντ αποστέλλοντας στην χώρα χερσαίες, αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις, το Ισραήλ ανέλαβε την πρωτοβουλία να καθορίσει εκ των προτέρων τις νέες ισορροπίες που θα διαμορφώνονταν. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Βενιαμίν Νετανιάχου, κατέστησε σαφές στη ρωσική πλευρά ότι για τις ισραηλινές δυνάμεις, η ενίσχυση του οπλοστασίου και της δραστηριότητας της φιλοϊρανικής Χεζμπολλάχ στον Νότιο Λίβανο και στις πέραν των Υψωμάτων του Γκολάν συριακές επαρχίες, θα αποτελούσε ‘κόκκινη γραμμή’ για τα στρατιωτικά επιτελεία στο Τελ Αβίβ. Το αίτημα των Ισραήλ έγινε αποδεκτό από τη Μόσχα, δηλαδή να υπάρχει συντονισμός μεταξύ της ρωσικής και της ισραηλινής πολεμικής αεροπορίας, ούτως ώστε η μεν πρώτη, να πλήττει τις αντικαθεστωτικές δυνάμεις και το Ισλαμικό Κράτος, η δε δεύτερη να πραγματοποιεί βομβαρδισμούς με σκοπό να αποτρέπει την μεταφορά οπλισμού από την Συρία προς την Χεζμπολάχ. Ο οπλισμός αυτός, κατά το μεγαλύτερό του μέρος, ήταν ιρανικής προέλευσης.

Αυτή η ρωσο-ισραηλινή συνεννόηση, την οποία ο τότε πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ουδέποτε αποθάρρυνε, δεν χαροποίησε το καθεστώς Άσαντ. Παρ’ όλα αυτά, η Δαμασκός αναγκάσθηκε να ανεχθεί τον διακανονισμό, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι χωρίς τη ρωσική στρατιωτική μηχανή η επιβίωση του προέδρου Άσαντ θα ήταν αδύνατη. Έτσι, ενόσω οι Ισραηλινοί συνέχιζαν να βομβαρδίζουν ανενόχλητοι συριακές αποθήκες με ιρανικό οπλισμό που προοριζόταν για την Χεζμπολάχ, στα μέσα του 2016 η Μόσχα και η Δαμασκός ανακαταλάμβαναν την Παλμύρα, αναπτερώνοντας το ηθικό των υποστηρικτών του καθεστώτος Άσαντ ότι η ώρα της τελικής επικράτησης πλησίαζε. Παράλληλα, κάθε φορά που η ισραηλινή πολεμική αεροπορία έπληττε στρατιωτικές αποθήκες, κονβόϊ και άλλες εγκαταστάσεις του τακτικού συριακού στρατού – προφανώς κατόπιν συντονισμού με τα ρωσικά επιτελεία -, το καθεστώς Άσαντ αρκείτο σε έντονες επίσημες ανακοινώσεις, χωρίς ποτέ να αναλαμβάνει δράση ή να αντιδρά, συνεχίζοντας την ίδια παράδοση που έτεινε πλέον να παγιώνεται, αρχής γενομένης από τον Σεπτέμβριο του 2007.

ΟΙ ΙΡΑΝΙΚΕΣ ΑΞΙΩΣΕΙΣ, Η ΑΒΟΛΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΔΑΜΑΣΚΟΥ
ΚΑΙ Ο ΡΩΣΟ-ΙΣΡΑΗΛΙΝΟΣ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ

Παρ’ όλα αυτά, το καθεστώς Άσαντ δεν στηρίζεται αποκλειστικά από την Ρωσία.
Μπορεί η Μόσχα, ήδη από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, να στηρίζει την Δαμασκό, ωστόσο μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, το Ιράν ανέλαβε τον ρόλο του προστάτη του καθεστώτος Άσαντ έναντι της εχθρικής Δύσης. Αναμφίβολα, το Ιράν έχει επενδύσει πολλά στον συριακό εμφύλιο. Ήδη από τις πρώτες εβδομάδες των εμφυλίων συγκρούσεων, η Τεχεράνη παρείχε απλόχερα στον καθεστωτικό στρατό χερσαίες δυνάμεις, οπλισμό και τεχνογνωσία. Ως εκ τούτου, όσο περνάει ο καιρός – και μοιραία, όσο πλησιάζει η ώρα που τελικά και αυτός ο πόλεμος θα λήξει – είναι αυτονόητο ότι η Τεχεράνη θα επιδιώξει ανταλλάγματα.

Μέχρι σήμερα, τα οφέλη που αποκόμισε το Ιράν από την ανάμιξή του τόσο στον συριακό εμφύλιο όσο και στον αγώνα που διεξάγεται κατά του Ισλαμικού Κράτους και εκτός Συρίας, δεν είναι λίγα: Εάν η Δύση δεν είχε τόσο μεγάλη ανάγκη την ιρανική συμβολή στην αντιμετώπιση του ISIS στο Ιράκ και στην Συρία, η Ουάσινγκτον δεν θα αποδεχόταν ποτέ τον διακανονισμό που επετεύχθη για τον έλεγχο του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης. Δεν θα απελευθερώνονταν τα ιρανικά κεφάλαια που ήταν δεσμευμένα επί χρόνια στις αμερικανικές και βρετανικές τράπεζες, ούτε θα αίρονταν οι περιορισμοί που είχαν επιβληθεί σε ιρανικά προϊόντα και επιχειρήσεις στις διεθνείς αγορές. Παράλληλα, η ενεργός ανάμιξη του Ιράν στα πεδία των μαχών στην Συρία εξυπηρετούσε και την Ρωσία: Οι καλά εκπαιδευμένοι Ιρανοί στρατιώτες έφερναν εις πέρας επιχειρήσεις δύσκολες, ενόσω το ρωσικό στρατιωτικό προσωπικό παρέμενε στα μετόπισθεν.

Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, η Τεχεράνη αντιλαμβάνεται ότι δεν απολαμβάνει προνόμια ανάλογα με τις υπηρεσίες που παρέχει, βλέποντας μάλιστα την επιχειρησιακή δυνατότητα της σιιτικής οργάνωσης Χεζμπολάχ να μειώνεται σημαντικά, την στιγμή μάλιστα που η συχνότητα των ισραηλινών αεροπορικών βομβαρδισμών αυξήθηκε κατακόρυφα από τον Ιανουάριο του 2017 και εντεύθεν. Παράλληλα, η άνοδος του Τραμπ στην ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών και τα πολλαπλά μηνύματα που στέλνει ο νέος πρόεδρος προς τον Ρώσο ομόλογό του για μια ενδεχόμενη σύμπραξη των δύο υπερδυνάμεων στην αντιμετώπιση της συριακής κρίσης, κάθε άλλο παρά χαροποιούν την Τεχεράνη. Το Ιράν αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο όχι μόνο θα παγιοποιήσει την ισραηλινή επιχειρησιακή άνεση εντός της συριακής επικράτειας, αλλά και θα το θέσει «εκτός νυμφώνος», όταν θα έρθει η στιγμή που η «πίτα» της μετεμφυλιακής Συρίας θα πρέπει να κοπεί.

Έτσι, θέλοντας να αξιοποιήσει την σχετικά μακρά περίοδο «εγκλιματισμού» του Ντόναλντ Τραμπ και των συνεργατών του στα νέα τους καθήκοντα, το Ιράν επιχειρεί να θέσει επί τάπητος τις δικές του αξιώσεις. Αποδέκτης των ιρανικών αιτημάτων είναι η Ρωσία. Συγκεκριμένα, όπως συμπεραίνεται από όσα διέρρευσαν στον Τύπο μετά την πρόσφατη έκτακτη συνάντηση Πούτιν-Νετανιάχου στη Μόσχα, είναι πλέον σαφές ότι το Ιράν απαιτεί μετ’ επιτάσεως από την Ρωσία να του παραχωρηθεί ναυτική βάση στα συριακά παράλια, κατά τα πρότυπα των ρωσικών ναυτικών βάσεων στο Ταρτούς. Η Τεχεράνη έχει διαπιστώσει εδώ και χρόνια ότι η δυναμικότητα της Χεζμπολάχ στον Νότιο Λίβανο δεν αρκεί για να υποστηρίξει την πολυπόθητη έξοδο του Ιράν προς τη Μεσόγειο, επιτρέποντάς του την άμεση πρόσβαση στο νέο ενεργειακό σκηνικό που σχεδιάζεται στην Ανατολική Μεσόγειο τα τελευταία επτά χρόνια. Από την άλλη πλευρά όμως, η Ρωσία, ενώ από τη μια πλευρά αντιλαμβάνεται ότι η ιρανική παρουσία στη Συρία την εξυπηρετεί σε επιχειρησιακό επίπεδο, από την άλλη δεν είναι διατεθειμένη να δεθεί στο άρμα του Ιράν, ενόψει μάλιστα ενός «φιλικού διακανονισμού» με τον πρόεδρο Τραμπ για το Συριακό – έναν διακανονισμό που η Μόσχα ελπίζει ότι θα της ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στην παρουσία της στην, άλλοτε δυσπρόσιτη για εκείνην, Μέση Ανατολή.

19032017-2.jpg

Ένα ρωσικό ελικόπτερο πάνω από το Ναό του Μπελ στην ιστορική Παλμύρα, στην Συρία, στις 4 Μαρτίου 2017. REUTERS/Omar Sanadiki
-------------------------------------------------------------------

Εκτός όμως από το Ιράν, το καθεστώς Άσαντ έχει κάθε λόγο να ανησυχεί για την συνεχιζόμενη ρωσο-ισραηλινή συγκυριακή συνεργασία. Οι αλλεπάλληλες ισραηλινές αεροπορικές επιχειρήσεις πλήττουν όχι μόνο το ηθικό αλλά και την καθαυτή ηθική νομιμοποίηση του προέδρου Άσαντ στα μάτια των υποστηρικτών του. Ακόμα και όταν κάποτε ο τακτικός συριακός στρατός καταφέρει να ελέγξει την κατάσταση στην Συρία, οι πολλαπλές αναπάντητες ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές σίγουρα θα αποτελέσουν ένα πολύ αποτελεσματικό επιχείρημα για τους δελφίνους της εξουσίας. Η τακτική της «μη-ανταπόδοσης» που ο πρόεδρος Άσαντ ακολουθεί κάθε φορά που γίνεται γνωστό ότι οι Ισραηλινοί βομβαρδίζουν ανενόχλητοι αποθήκες και στρατιωτικές βάσεις, είναι σίγουρο ότι θα αποτελέσουν ένα πολύ πειστικό επιχείρημα όσων δελφίνων θελήσουν να διαδεχθούν τον Μπασάρ Αλ-Άσαντ δια της βίας.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες λοιπόν, και ενόσω η Ρωσία δεν δείχνει να βιάζεται να αποφασίσει εάν τελικά θα ικανοποιήσει τις ιρανικές αξιώσεις, η Δαμασκός έχει κάθε λόγο να πιστεύει ότι μια μόνιμη και θεσμοθετημένη στρατιωτική παρουσία του Ιράν εντός της συριακής επικράτειας θα αποτελέσει την μόνη σοβαρή εγγύηση για την μακροημέρευση του Σύρου προέδρου. Έτσι, εάν η Δαμασκός ήταν σε θέση να αποφασίσει από μόνη της να παραχωρήσει στο Ιράν ναυτική βάση στα παράλιά του, ευχαρίστως θα το έπραττε – καταδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο και προς πάσα κατεύθυνση, ότι ο πραγματικός εχθρός ολόκληρου του συριακού λαού (όπως τουλάχιστον αυτός οριζόταν προεμφυλιακά) είναι μόνο ένας: Ο σιωνισμός.

Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ 17ης ΜΑΡΤΙΟΥ 2017

Και κάπως έτσι φτάσαμε στα ξημερώματα της 17ης Μαρτίου 2017.

Είχε προηγηθεί η συνάντηση Πούτιν-Νετανιάχου στη Μόσχα, όπου η ισραηλινή πλευρά ζήτησε από την Ρωσία να μην ενδώσει στο αίτημα του Ιράν να αποκτήσει μόνιμη ναυτική βάση στα συριακά παράλια. Όπως σαφώς υπονοήθηκε στα ισραηλινά ΜΜΕ, η Ρωσία δεν έδειξε να βιάζεται να αποφασίσει, προφανώς εξ αιτίας των πιέσεων που ασκούν από κοινού εδώ και καιρό όχι μόνο η Τεχεράνη, αλλά και η Δαμασκός –στον βαθμό που μπορεί.

Διαπιστώνοντας την ρωσική διστακτικότητα, το Ισραήλ αποφάσισε να δοκιμάσει την αντοχή του διακανονισμού με τη Μόσχα και επέλεξε, ειδικά υπό τις παρούσες συγκυρίες, να πραγματοποιήσει ακόμα μια αεροπορική επιδρομή στην Συρία. Δια στόματος του Ισραηλινού πρωθυπουργού, υποστηρίχθηκε και πάλι ότι στόχος των βομβαρδισμών ήταν αποθήκες του συριακού στρατού στις οποίες φυλασσόταν ιρανικός οπλισμός που προοριζόταν για την Χεζμπολάχ του Νοτίου Λιβάνου.

Αυτήν την φορά όμως, το καθεστώς Άσαντ αποφάσισε να σπάσει την μακρά «παράδοση» που είχε αρχίσει από τον Σεπτέμβριο του 2007. Για πρώτη φορά από την έναρξη του εμφυλίου, εκτόξευσε κατά του Ισραήλ πύραυλο ρωσικής κατασκευής, τύπου SA5, ανακοινώνοντας συγχρόνως ότι η περίοδος της αυτοσυγκράτησης έληξε και ότι στο εξής προτίθεται να απαντά σε κάθε ισραηλινό βομβαρδισμό εντός της συριακής επικράτειας.

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ

Με την δραστική αλλαγή της στάσης του έως τώρα, το καθεστώς Άσαντ δηλώνει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι αντιτίθεται στον παγιωμένο επιχειρησιακό συντονισμό Ρωσίας-Ισραήλ για το συριακό. Εκτιμάται δηλαδή ότι ο βασικός αποδέκτης του μηνύματος της συριακής αντεπίθεσης είναι ο πρόεδρος Πούτιν, προκειμένου να αντιληφθεί ότι ήρθε η ώρα να περιορισθεί δραστικά η ενίσχυση του ισραηλινού παράγοντα σε ό,τι αφορά την διαχείριση του συριακού εμφυλίου. Κατά την θεώρηση του καθεστώτος Άσαντ, ίσως τώρα να είναι η κατάλληλη στιγμή να αναθεωρηθούν οι όροι και οι προϋποθέσεις της ρωσο-ισραηλινής σύμπραξης, μιας και η νέα ηγεσία στον Λευκό Οίκο δείχνει να μην έχει πλήρως εγκλιματισθεί στα νέα της καθήκοντα. Παράλληλα, η Δαμασκός, εμμέσως πλην σαφώς, θέλει να υποδείξει στην Ρωσία ότι είναι αναγκαία η ικανοποίηση της ιρανικής αξίωσης για ναυτική βάση στη Μεσόγειο. Μια τέτοια απόφαση όμως, θα ανοίξει έναν δρόμο χωρίς επιστροφή – με το Ιράν να επεκτείνει την παρουσία του στην ενεργειακά άκρως ενδιαφέρουσα Ανατολική Μεσόγειο. Αμφίβολο παραμένει εάν πράγματι η Μόσχα θα επέτρεπε ποτέ κάτι τέτοιο, πόσω μάλλον ενόσω οι προθέσεις του προέδρου Τραμπ δεν έχουν ακόμα αποσαφηνισθεί.

Ένα δεύτερο συμπέρασμα, που προκύπτει μετά την απρόσμενη συριακή αντίδραση έναντι του Ισραήλ, είναι ότι η επιρροή του Ιράν στα κέντρα αποφάσεων της Δαμασκού δείχνει να αυξάνεται. Ο πρόεδρος Άσαντ έχει αποδείξει ότι δεν του αρέσει να ρισκάρει. Επομένως δεν θα ήταν σώφρον να ανοίξει τώρα ακόμα ένα μέτωπο με το Ισραήλ. Δεδομένης της ρωσικής αναποφασιστικότητας, η μόνη χώρα που είναι σε θέση να ενθαρρύνει το συριακό καθεστώς να απαντήσει στα ισραηλινά κτυπήματα είναι το Ιράν. Διαμέσω της επιρροής επί του προέδρου Άσαντ, το Ιράν επιδιώκει να υπενθυμίσει σε Μόσχα και Ουάσινγκτον ότι χωρίς την διασφάλιση των προνομίων του στην μετεμφυλιακή Συρία, πολιτική λύση στο πρόβλημα δεν νοείται. Από την άλλη πλευρά όμως, το Ισραήλ έχει καταστήσει σαφές σε όλους τους τόνους και στις δύο Υπερδυνάμεις, ότι δεν πρόκειται με κανέναν τρόπο να αποδεχθεί οιαδήποτε περαιτέρω περιφερειακή αναβάθμιση του Ιράν, πολλώ μάλλον όταν γίνεται λόγος για απόδοση μόνιμης ιρανικής ναυτικής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Κατόπιν των ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι η μεταβολή της στάσης του καθεστώτος Άσαντ ως προς τον τρόπο που αντέδρασε στους ισραηλινούς βομβαρδισμούς της 17ης Μαρτίου 2017, πηγάζει ουσιαστικά από την μεταβολή της στάσης του Ιράν τόσο ως προς την Ρωσία, όσο βέβαια και ως προς την πρόθεσή του να θέσει σε νέες βάσεις το γενικότερο πλαίσιο συνεννόησης με τις Ηνωμένες Πολιτείες του Ντόναλντ Τραμπ.

Όσο παρατείνεται η διαδικασία εγκλιματισμού της αμερικανικής ηγεσίας στα νέα της καθήκοντα και δεν λαμβάνονται αποφάσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας για το τι μέλλει γενέσθαι στο συριακό, τόσο ο περιφερειακός ανταγωνισμός Ισραήλ-Ιράν θα εντείνεται, φέρνοντας σε αμηχανία τις δύο Υπερδυνάμεις και την διεθνή κοινότητα.

Copyright © 2015 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition