Η επιστροφή των εθνών-κρατών στην Ευρώπη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επιστροφή των εθνών-κρατών στην Ευρώπη

Το θετικό της κρίσης της ΕΕ

Το τέχνασμα της Μόσχας, από μόνο του, δεν αρκεί για να παραλύσει την ΕΕ. Αλλά σύντομα χτύπησε μια άλλη κρίση, και αυτό έσπρωξε την Ένωση σχεδόν στο σημείο της διάλυσής της. Το 2015, πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες -σχεδόν οι μισοί από αυτούς δραπέτες από τον εμφύλιο πόλεμο στην Συρία- εισήλθαν στην Ευρώπη, και από τότε, πολλοί περισσότεροι ακολούθησαν. Από νωρίς, αρκετές χώρες, κυρίως η Γερμανία και η Σουηδία, αποδείχθηκαν ιδιαίτερα φιλόξενες, και οι ηγέτες των κρατών αυτών επέκριναν θυμωμένα εκείνους τους γείτονές τους που προσπάθησαν να κρατήσουν τους μετανάστες έξω [από τα σύνορά τους]. Πέρυσι, αφότου η Ουγγαρία κατασκεύασε έναν φράχτη από αγκαθωτό συρματόπλεγμα κατά μήκος των συνόρων της με την Κροατία, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ καταδίκασε την κίνηση ως υπενθυμιστική του Ψυχρού Πολέμου, και ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Λοράν Φαμπιούς είπε ότι αυτό δεν έδειχνε «σεβασμό στις κοινές αξίες της Ευρώπης». Αλλά νωρίς φέτος, πολλοί από αυτούς τους ίδιους ηγέτες άλλαξαν τον τόνο τους και άρχισαν να πιέζουν τις χώρες στα σύνορα της Ευρώπης [5] να αυξήσουν τα μέτρα ασφαλείας τους. Τον Ιανουάριο, αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προειδοποίησαν την Ελλάδα ότι, αν δεν κατάφερε να βρει τον τρόπο να σταματήσει την ροή των προσφύγων, θα την αποβάλλουν από τον χώρο Σένγκεν, την ελεύθερη διαβατηρίων ζώνη εντός της ΕΕ.

Συνειδητά ή όχι, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί που υποστηρίζουν τα ανοιχτά σύνορα έχουν αποτύχει να δώσουν προτεραιότητα στους δικούς τους πολίτες έναντι των αλλοδαπών. Οι προθέσεις αυτών των ηγετών μπορεί να είναι ευγενείς, αλλά αν ένα κράτος αδυνατεί να περιορίσει την προστασία του σε μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων -τους πολίτες του- η κυβέρνησή του κινδυνεύει να χάσει τη νομιμοποίησή της. Πράγματι, ο βασικός δείκτης μέτρησης της επιτυχίας μιας χώρας είναι το πόσο καλά μπορεί να εξασφαλίσει τους ανθρώπους της και τα σύνορά της από εξωτερικές απειλές, είτε πρόκειται για εχθρικούς γείτονες, την τρομοκρατία, είτε την μαζική μετανάστευση. Σε αυτόν τον τομέα, η ΕΕ και οι υποστηρικτές της αποτυγχάνουν. Και οι ψηφοφόροι το έχουν παρατηρήσει. Οι Βρετανοί απηύθυναν μια ισχυρή μομφή στο [ευρωπαϊκό] μπλοκ τον Ιούνιο όταν ψήφισαν για να εγκαταλείψουν την ΕΕ με μια διαφορά 52% με 48%, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Τράπεζας της Αγγλίας, και του Υπουργείου Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου ότι κάτι τέτοιο θα σπείρει οικονομική καταστροφή. Στην Γαλλία, σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα του Pew, το 61% του πληθυσμού έχει δυσμενείς απόψεις για την ΕΕ˙ στην Ελλάδα, το 71% του πληθυσμού συμμερίζεται αυτές τις απόψεις.

Στο παρελθόν, όταν η Ευρώπη δεν αντιμετώπιζε καθόλου πιεστικές απειλές ασφαλείας -όπως ήταν στο μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων δύο δεκαετιών- τα μέλη της ΕΕ μπορούσαν να αντέξουν να επιδιώκουν πιο υψηλόφρονες στόχους, όπως η διάλυση των συνόρων στο εσωτερικό της Ένωσης. Τώρα που οι κίνδυνοι έχουν επιστρέψει, όμως, και η ΕΕ έχει δείξει ότι είναι ανίκανη να τους αντιμετωπίσει, οι εθνικοί ηγέτες της Ευρώπης πρέπει να εκπληρώσουν το πιο βασικό καθήκον τους: Να υπερασπιστούν τους δικούς τους.

ΠΙΣΩ ΣΤΑ ΒΑΣΙΚΑ

Οι αρχιτέκτονες της ΕΕ δημιούργησαν ένα κεφάλι χωρίς σώμα: Έχτισαν μια ενιαία πολιτική και διοικητική γραφειοκρατία, αλλά όχι μια ενωμένη ευρωπαϊκή χώρα. Η ΕΕ φιλοδοξεί να ξεπεράσει τα έθνη-κράτη, αλλά το μοιραίο ελάττωμά της υπήρξε η μόνιμη αποτυχία της [6] να αναγνωρίσει την επιμονή των εθνικών διαφορών και την σημασία της αντιμετώπισης των απειλών στα σύνορά της.

Μια συνέπεια αυτής της παράβλεψης είναι η άνοδος των πολιτικών κομμάτων που στοχεύουν στην αποκατάσταση της εθνικής αυτονομίας, συχνά δελεάζοντας τα ακροδεξιά, λαϊκίστικα, και μερικές φορές ξενοφοβικά αισθήματα. Το 2014, το Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UK Independence Party, UKIP) [7] κέρδισε την λαϊκή ψήφο στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο -η πρώτη φορά από το 1906 που οποιοδήποτε κόμμα στο Ηνωμένο Βασίλειο είχα επικρατήσει επί των Εργατικών και των Συντηρητικών σε πανεθνικές εκλογές. Τον περασμένο Δεκέμβριο στην Γαλλία, το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο της Marine Le Pen κέρδισε τον πρώτο γύρο των περιφερειακών εκλογών της χώρας˙ στην συνέχεια, τον Μάρτιο στην Γερμανία, ένα δεξιό ευρωσκεπτικιστικό κόμμα, το «Εναλλακτική για την Γερμανία», κέρδισε σχεδόν το 25% των ψήφων στην Σαξονία-Άνχαλτ. Και τον Μάιο, ο Norbert Hofer, ένας υποψήφιος από το ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας, έχασε για πολύ λίγο τις προεδρικές εκλογές της Αυστρίας. (Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αυστρίας αργότερα ακύρωσε το αποτέλεσμα, επιβάλλοντας μια επανάληψη των εκλογών που διεξήχθησαν τον Οκτώβριο).

Μερικά από αυτά τα κόμματα έχουν επωφεληθεί από την ενθουσιώδη υποστήριξη της Ρωσίας, στο πλαίσιο της εκστρατείας της για να αγοράσει επιρροή στην Ευρώπη. Μέχρι πρόσφατα, η Μόσχα μπορούσε να στηρίζεται σε Ευρωπαίους ηγέτες που ήταν φιλικοί προς την Ρωσία, συμπεριλαμβανομένου του πρώην καγκελάριου της Γερμανίας, Γκέρχαρντ Σρέντερ, και του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας, Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Αλλά τώρα, καθώς νέα κόμματα παίρνουν την θέση των καθιερωμένων, το Κρεμλίνο χρειάζεται καινούργιους εταίρους. Έχει δώσει χρήματα στο Εθνικό Μέτωπο, και το Κογκρέσο των ΗΠΑ ζήτησε από τον James Clapper, τον διευθυντή των αμερικανικών Υπηρεσιών Πληροφοριών, να διερευνήσει τους δεσμούς του Κρεμλίνου με άλλα περιθωριακά κόμματα, συμπεριλαμβανομένης της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα και του Jobbik στην Ουγγαρία [8]. Ωστόσο, τα εν λόγω κόμματα θα εφορμούσαν, ακόμη και χωρίς ρωσική υποστήριξη. Πολλοί Ευρωπαίοι έχουν απογοητευτεί με τους πολιτικούς οι οποίοι υποστήριξαν την ένταξη στην ΕΕ, τα ανοιχτά σύνορα, και την σταδιακή διάλυση της εθνικής κυριαρχίας˙ έχουν μια βαθιά και διαρκή επιθυμία να επαναβεβαιώσουν την υπεροχή του έθνους-κράτους τους.