Προς τα πού να οδεύσουν οι ΗΠΑ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Προς τα πού να οδεύσουν οι ΗΠΑ

Επανεκκινώντας την αμερικανική εξωτερική πολιτική

Κάθε νέα διοίκηση των ΗΠΑ χρειάζεται αρκετούς μήνες για να στελεχωθεί σωστά, να επιβληθεί σε νέες και συχνά άγνωστες ευθύνες και να αναπτύξει μια ολοκληρωμένη στρατηγική για την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Η έναρξη της διοίκησης του Trump [2] ήταν ιδιαίτερα ταραχώδης. Όμως, η διοίκηση έχει ήδη πραγματοποιήσει μια αξιοσημείωτη αλλαγή πορείας στην εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς υποθέσεις, αλλάζοντας μερικές από τις πρώτες αμύητες ρητορείες και προσωπικό της με πιο συμβατικές επιλογές. Εάν μπορέσει να συνεχίσει να επεξεργάζεται και να βελτιώνει την ποιότητα της νέας της προσέγγισης, θα μπορούσε να επιτύχει κάποιον αριθμό επιτυχιών. Αλλά για να συμβεί αυτό, η διοίκηση θα πρέπει να ενεργήσει με πολύ μεγαλύτερη πειθαρχία και να εργαστεί για να πλαισιώσει τις πολιτικές της σε περιφερειακά και παγκόσμια ζητήματα ως τμήμα μιας συνεκτικής, στρατηγικής προσέγγισης στις διεθνείς σχέσεις που ωφελεί τις Ηνωμένες Πολιτείες [3], τους συμμάχους και τους εταίρους τους, και τον κόσμο γενικότερα [4].

13062017-1.jpg

Θα πάρω ό,τι και ο Xi: Ο Xi και ο Trump στο Mar-a-Lago της Φλόριντα, τον Απρίλιο του 2017. CARLOS BARRIA / REUTERS
---------------------------------------------------------------------

Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΣΙΑ

Ο πρόεδρος Donald Trump έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μεγαλύτερη απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ είναι τα επιταχυνόμενα πυρηνικά και πυραυλικά προγράμματα της Βόρειας Κορέας, τα οποία ενδέχεται να επιτρέψουν στην Πιονγιάνγκ να εκτοξεύσει πυρηνικούς πυραύλους στις ηπειρωτικές Ηνωμένες Πολιτείες σε διάστημα μηνών ή ετών το αργότερο. Ο πρόεδρος φαίνεται επίσης να έχει καταλήξει, ορθώς, στο συμπέρασμα ότι αρκετές δεκαετίες αμερικανικής πολιτικής, που συνίσταντο κυρίως σε κυρώσεις και επαναληπτικές διαπραγματεύσεις με στόχο την αποστασιοποίηση της Βόρειας Κορέας από τα πυρηνικά όπλα, απέτυχαν. Η πρόκληση τώρα είναι να επιλέξει μεταξύ των τριών πιθανών εναλλακτικών λύσεων για την πρόοδο: Αποδοχή, στρατιωτική παρέμβαση ή πιο δημιουργική διπλωματία [5]. Μια τέταρτη δυνατότητα, αυτή της αλλαγής του καθεστώτος, δεν προκρίνεται ως σοβαρή επιλογή, δεδομένου ότι είναι αδύνατο να εκτιμηθούν οι πιθανότητες ή οι συνέπειές της.

Θεωρητικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες δυνάμεις θα μπορούσαν να δεχθούν μια βορειοκορεατική πυρηνική ικανότητα και να στηριχθούν στην αποτροπή για να μειώσουν τον κίνδυνο επίθεσης, και στην πυραυλική άμυνα για να μειώσουν τις ζημιές εάν ποτέ προκύψουν. Το πρόβλημα είναι ότι η αποτροπή και η άμυνα μπορεί να μην λειτουργήσουν τέλεια -έτσι η επιλογή της αποδοχής σημαίνει μια ζωή υπό τον διαρκή κίνδυνο καταστροφής. Επιπλέον, ακόμη και αν η Πιονγιάνγκ αποτρεπόταν από την χρήση των όπλων που έχει αναπτύξει, θα ήταν ακόμα σε θέση να τα μεταβιβάσει σε άλλους δρώντες για την σωστή τιμή. Ακόμα και αν η πυρηνική της ικανότητα δεν χρησιμοποιηθεί ποτέ ή μεταβιβαστεί, η συναίνεση για την συνεχή κατοχή πυρηνικών όπλων από την Βόρεια Κορέα θα διέλυε περαιτέρω το καθεστώς μη διάδοσης και πιθανώς θα μπορούσε να οδηγήσει την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα να επανεξετάσουν την μη πυρηνική στάση τους.

13062017-2.jpg

Ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας, Kim Jong Un, παρακολουθεί στρατιωτική άσκηση, τον Μάρτιο του 2016. REUTERS / KCNA / FILE
---------------------------------------------------

Μια στρατιωτική παρέμβαση θα μπορούσε να είναι είτε προληπτική (προχωρώντας σκόπιμα για να καταστρέψει μια συσσωρευόμενη απειλή) είτε προκαταβολική (κινούμενη γρήγορα για να καταργηθεί μια άμεση απειλή). Το πρόβλημα εδώ είναι ότι κάθε τέτοιο χτύπημα θα αποτελούσε ένα τεράστιο άλμα στο άγνωστο με καταστροφικές συνέπειες. Οι αξιωματούχοι δεν μπορούν να γνωρίζουν εκ των προτέρων τι θα επετύγχανε μια στρατιωτική επιχείρηση και πώς θα αντιδρούσαν οι Βορειοκορεάτες. Δεδομένης της ικανότητας της Πιονγκγιάνγκ να καταστρέψει μεγάλα τμήματα της Σεούλ χρησιμοποιώντας συμβατικές, μη πυρηνικές δυνάμεις, η νοτιοκορεατική κυβέρνηση [6] είναι εύλογα επιφυλακτική ως προς την επιλογή μιας παρέμβασης, και έτσι οποιαδήποτε κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να σχεδιαστεί και να συντονιστεί με εξαιρετική προσοχή.

Η μη ελκυστικότητα τόσο της αποδοχής όσο και της παρέμβασης είναι αυτό που συνεχίζει να επαναφέρει τους φορείς χάραξης πολιτικής στην τρίτη επιλογή, προσπαθώντας να περιορίσουν και να αναστρέψουν την πυρηνική απειλή της Βόρειας Κορέας μέσω διαπραγματεύσεων. Όμως, όπως απέδειξαν δεκαετίες αποτυχημένων προσπαθειών, η διπλωματία δεν είναι πανάκεια. Έτσι, η πρόκληση σε αυτό το μέτωπο δεν είναι μόνο να επιστρέψουμε στο τραπέζι [των διαπραγματεύσεων] αλλά και να βρούμε το πώς να κάνουμε ταχεία πρόοδο μόλις φτάσουμε εκί. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με το μοίρασμα της επίλυσης του θέματος σε δύο στάδια, με μια ενδιάμεση συμφωνία που θα παγώσει τα πυρηνικά και πυραυλικά προγράμματα της Πιονγιάνγκ, ακολουθούμενη από πιο μακροπρόθεσμες προσπάθειες για την πλήρη μείωση και εξάλειψη των προγραμμάτων.

Η ενδιάμεση συμφωνία θα μπορούσε να υλοποιηθεί καλύτερα ως μια διμερής συμφωνία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βόρειας Κορέας [7], με άλλες κυβερνήσεις να συμμετέχουν και να ενημερώνονται μέσω διαβουλεύσεων. Οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να έχουν προθεσμία για την επίτευξη συμφωνίας, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η Πιονγιάνγκ δεν θα χρησιμοποιεί τις συνομιλίες απλώς για να αγοράζει χρόνο για περαιτέρω πρόοδο στα οπλισμό της. Ο Βορράς θα πρέπει να συμφωνήσει να σταματήσει τις δοκιμές κεφαλών και πυραύλων κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων και οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Νότια Κορέα θα πρέπει να συμφωνήσουν να μην χτυπήσουν την Βόρεια Κορέα κατά την ίδια περίοδο. Σε αντάλλαγμα για την αποδοχή ενός πλήρους και ανοικτού [ως προς την χρονική διάρκεια] παγώματος των πυρηνικών και πυραυλικών προγραμμάτων της, των διεισδυτικών επιθεωρήσεων που θα αποσκοπούν στην εξασφάλιση της τήρησης του παγώματος και της απαγόρευσης οποιασδήποτε μεταβίβασης πυρηνικών υλικών ή τεχνολογίας πυραύλων σε τρίτους, η Βόρεια Κορέα θα λάβει ανακούφιση από ορισμένες κυρώσεις και μια συμφωνία που θα τερματίζει επίσημα τον Κορεατικό πόλεμο, [δηλαδή] μια μορφή de facto αναγνώρισης. Οι επακόλουθες συνομιλίες θα ασχοληθούν με την αποπυρηνικοποίηση και άλλες ανησυχίες (όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα) με αντάλλαγμα τον τερματισμό των κυρώσεων και την εξομάλυνση των δεσμών.

Μια προσωρινή συμφωνία δεν θα έλυνε το πυρηνικό πρόβλημα της Βόρειας Κορέας, αλλά θα το συγκρατούσε από το να χειροτερεύει και θα μείωνε τους κινδύνους του πολέμου και της αστάθειας -ένα θετικό αποτέλεσμα όσο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί υπό τις παρούσες συνθήκες. Δεδομένου ότι η πίεση της Κίνας στην Βόρεια Κορέα θα ήταν απαραίτητη για την επίτευξη μιας τέτοιας συμφωνίας, η επιλογή αυτή θα βασιζόταν λογικά στην έγκαιρη επένδυση της διοίκησης σε καλές σχέσεις με την ομόλογή της στο Πεκίνο. Και ακόμα κι αν η διπλωματία αποτύγχανε και πάλι, τουλάχιστον οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είχαν δείξει ότι προσπάθησαν με διαπραγματεύσεις προτού στραφούν σε μια από τις άλλες, πιο αμφιλεγόμενες επιλογές.

Όσον αφορά τις σχέσεις των ΗΠΑ με την ίδια την Κίνα [8], ο πρωταρχικός στόχος της διοίκησης πρέπει να είναι να δώσει έμφαση στην συνεργασία σχετικά με την Βόρεια Κορέα, το πιο επείγον θέμα της ατζέντας εθνικής ασφάλειας. Η οικονομική ολοκλήρωση των δύο χωρών δίνει τόσο στην Ουάσινγκτον όσο και στο Πεκίνο ένα στήριγμα για την διατήρηση των σχέσεων. Οι ηγέτες της Κίνας ενδέχεται να επικεντρωθούν στο εγγύς μέλλον στις εγχώριες ανησυχίες περισσότερο από ό, τι στις εξωτερικές πολιτικές, και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να τους επιτρέψουν να το πράξουν. Αυτό σημαίνει να παραμείνουν σε ισχύ μακροχρόνιες πολιτικές των ΗΠΑ σε διμερή θέματα όπως η Ταϊβάν, το εμπόριο, οι πωλήσεις όπλων και η θάλασσα της Νότιας Κίνας. Σχετικά με αυτά τα ζητήματα, η διοίκηση Trump θα πρέπει να αποφύγει να υιοθετήσει θέσεις που θα μπορούσαν είτε να προκαλέσουν μια αποπροσανατολιστική κρίση είτε να θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα θα ήταν μια «Πρώτα η Βόρεια Κορέα», αλλά όχι μια «Η Βόρεια Κορέα μόνο» αμερικανική πολιτική έναντι της Κίνας.

Όσον αφορά την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού [9] γενικότερα, η διοίκηση θα πρέπει να καθησυχάσει τους συμμάχους των ΗΠΑ για την συνεχιζόμενη δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή -κάτι που αμφισβητήθηκε από την απότομη απόσυρση του Trump από την συμφωνία Trans-Pacific Partnership (TPP) και από διάφορες δηλώσεις του προέδρου και άλλων αξιωματούχων της διοίκησης. Θα ήταν πιο λογικό για την Ουάσιγκτον να συνεργαστεί με άλλους υπογράφοντες [την συμφωνία] για την τροποποίηση της TPP (όπως φαίνεται να κάνει με την Συμφωνία Ελεύθερων Συναλλαγών της Βόρειας Αμερικής, NAFTA) και να συμμετάσχει στο τροποποιημένο σύμφωνο. Αυτό παραμένει μια επιλογή, αν και μπορεί να είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Σε αντίθετη περίπτωση, η διοίκηση θα μπορούσε να επιδιώξει μια διευθέτηση με το Κογκρέσο που θα επιτρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες να ενταχθούν στην TPP, αλλά θα δεσμεύσει την χώρα σε ορισμένες οδούς τιμωρητικής δράσης για συγκεκριμένες περιστάσεις (χειραγώγηση νομισμάτων, κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, κ.λπ.), παρόμοια με ό, τι έγινε όταν επρόκειτο για συμφωνίες ελέγχου των όπλων μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης. Η συμφωνία θα κωδικοποιηθεί και θα ψηφιστεί ταυτόχρονα με το ίδιο το εμπορικό Σύμφωνο, ως δεσμευτικό πακέτο, για να καθησυχάσει τους επικριτές της ΤΡΡ.

ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΕΧΘΡΟΙ

Στην Ευρώπη, η Ουάσιγκτον πρέπει να επιδιώξει σταθερότητα. Η ΕΕ είναι ατελής [10] με πολλούς τρόπους, αλλά εξακολουθεί να αποτελεί πηγή ειρήνης και ευημερίας στην ήπειρο. Η συνεχιζόμενη διάβρωση ή διάσπασή της θα αποτελούσε σημαντική αποτυχία όχι μόνο για κρίσιμους συμμάχους των ΗΠΑ αλλά και για τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, τόσο στρατηγικά όσο και ουσιαστικά. Ήδη, τα επόμενα χρόνια της ΕΕ θα είναι έντονα χάρη στις διαπραγματεύσεις για το Brexit και τις πιθανές κρίσεις στην Ιταλία και αλλού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν λίγη μόχλευση να ασκήσουν στο άμεσο μέλλον της ηπείρου, αλλά τουλάχιστον η Ουάσινγκτον πρέπει να εκφράσει την υποστήριξή της προς την ΕΕ και να σταματήσει να σηματοδοτεί την συμπάθειά της προς τους αντιπάλους της.

Η Ρωσία υποστηρίζει επιθετικά ακριβώς τέτοιες αντι-ΕΕ δυνάμεις προκειμένου να αποδυναμώσει και να διαιρέσει αυτό που βλέπει ως εχθρικό ξένο παράγοντα, και η παρεμβολή της Ρωσίας σε Δυτικές εκλογές πρέπει να διερευνηθεί διεξοδικά και να αντιμετωπιστεί επιθετικά. Η πρόκληση της Ουάσινγκτον θα είναι να βρει το πώς να στηρίξει την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ και να ελέγξει την πολιτική πονηρία της Ρωσίας παραμένοντας ανοιχτή στην συνεργασία με την Μόσχα για να καταστήσει τουλάχιστον μέρη της Συρίας ασφαλή για τους κατοίκους, για την αντιτρομοκρατία και για άλλα θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Η διοίκηση έχει δηλώσει ότι τα μέλη του ΝΑΤΟ πρέπει να δαπανήσουν περισσότερα για την άμυνα˙ προχωρώντας προς τα εμπρός, θα ήταν πιο χρήσιμο να συζητήσουμε πώς να πάρουμε περισσότερο αμυντικό αποτέλεσμα με τα χρήματα που δαπανώνται. Και αν και δεν υπάρχει περίπτωση να έρθει η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ, υπάρχει μια [περίπτωση] να κάνει περισσότερα για να υποστηρίξει την αυτοάμυνα της. Σύμφωνα με αυτό, οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας που επιβλήθηκαν για τις ενέργειές της στην Ουκρανία θα πρέπει να συνεχιστούν μέχρι να σταματήσουν οι ενέργειες αυτές ή, στην περίπτωση της Κριμαίας, να αντιστραφούν.

13062017-3.jpg

Ο Trump στο Οβάλ Γραφείο, τον Απρίλιο του 2017. CARLOS BARRIA / REUTERS
--------------------------------------------------

Στη Μέση Ανατολή, η διοίκηση του Τραμπ βοηθήθηκε σημαντικά με το ταχύ, περιορισμένο αεροπορικό χτύπημα τον Απρίλιο ως απάντηση στην χρήση χημικών όπλων από την συριακή κυβέρνηση. Το χτύπημα ενίσχυσε τον διεθνή κανόνα κατά της χρήσης όπλων μαζικής καταστροφής και έστειλε ένα καθησυχαστικό μήνυμα στους τοπικούς εταίρους, οι οποίοι, κατά τα χρόνια του Ομπάμα, ανησυχούσαν όλο και περισσότερο για την προθυμία της Ουάσινγκτον να στηρίξει τις απειλές της με δράσεις. Η πρόκληση τώρα είναι να ενσωματωθούν τέτοιες ενέργειες σε μια ευρύτερη στρατηγική προς την συριακή κρίση και την Μέση Ανατολή γενικότερα.

Όσο επιθυμητή κι αν είναι η αλλαγή καθεστώτος στην Συρία, είναι απίθανο να συμβεί οποτεδήποτε σύντομα και θα ήταν απίστευτα δύσκολο και δαπανηρό να επιτευχθεί από έξω. Ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σε καλή θέση για να εξασφαλίσουν ότι ένα διάδοχο καθεστώς θα είναι πιο επιθυμητό. Για το άμεσο μέλλον, λοιπόν, η Ουάσιγκτον πρέπει να επικεντρώσει την προσοχή της στην επίθεση στο Ισλαμικό Κράτος ή ISIS, και στην αποδυνάμωση της κατοχής της οργάνωσης στην επικράτεια του Ιράκ και της Συρίας. Ο ιρακινός στρατός είναι αρκετά ικανός να ελέγξει τις απελευθερωμένες περιοχές στο Ιράκ, αλλά δεν υπάρχει ακόμα κάτι αντίστοιχο με αυτό στην Συρία, οπότε θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα η δημιουργία μιας τέτοιας δύναμης, που θα προέρχεται κυρίως από τις τοπικές σουνιτικές ομάδες.

Η Τουρκία είναι σύμμαχος των ΗΠΑ, αλλά δεν μπορεί πλέον να θεωρείται αληθινός συνεργάτης. Υπό την ολοένα και πιο αυταρχική διακυβέρνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο κύριος στόχος της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής φαίνεται να είναι η καταστολή του κουρδικού εθνικισμού, ακόμη και με κόστος την υπονόμευση της προσπάθειας κατά του ISIS. Η Ουάσιγκτον επέλεξε σωστά να αυξήσει την ένοπλη υποστήριξή της στους Σύρους Κούρδους που πολεμούν το ISIS -και επειδή αυτό θα προκαλέσει τριβές με την Άγκυρα, θα πρέπει [η Ουάσιγκτον] να μειώσει την εξάρτηση των ΗΠΑ από την πρόσβαση στις τουρκικές στρατιωτικές βάσεις για αυτές και για άλλες επιχειρήσεις.

Η πυρηνική συμφωνία με το Ιράν είναι ατελής, αλλά η διοίκηση είχε δίκιο να μην την αποσύρει και να ξεκινήσει από την αρχή. Κάτι τέτοιο θα άφηνε την Ουάσιγκτον απομονωμένη, και την Τεχεράνη χωρίς περιορισμούς. Αυτό που πρέπει να κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι να επιμείνουν στην πλήρη συμμόρφωση με τους όρους της συμφωνίας, να αντιμετωπίσουν την περιφερειακή ώθηση του Ιράν για επιρροή όπου μπορούν, και να προετοιμαστούν για τον περιορισμό της πυρηνικής ισχύος του Ιράν μετά την λήξη της συμφωνίας. Ταυτόχρονα, η Ουάσινγκτον πρέπει να αντισταθεί στο να τραβηχτεί πολύ βαθιά προς την πλευρά της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στην Υεμένη. Η σύγκρουση εκεί μετατρέπεται γρήγορα σε μια στρατιωτική καταστροφή και σε μια ανθρωπιστική τραγωδία [11], και το γεγονός ότι οι αντάρτες υποστηρίζονται από το Ιράν είναι ανεπαρκής δικαιολογία για να παγιδευτεί κανείς στον βάλτο.

Η κυβέρνηση Trump έχει πει διάφορα πράγματα σχετικά με τις προθέσεις της για αυτό που κάποτε ονομάζονταν «ειρηνευτική διαδικασία στην Μέση Ανατολή». [12] Το ατυχές γεγονός είναι ότι ούτε οι Ισραηλινοί ούτε οι Παλαιστίνιοι φαίνονται έτοιμοι να προχωρήσουν˙ το περισσότερο που η Ουάσινγκτον μπορεί να επιτύχει αυτή την στιγμή είναι να συγκρατήσει την κατάσταση από το να επιδεινωθεί περαιτέρω (πράγμα που είναι πολύ σημαντικό, διότι στην Μέση Ανατολή τα πράγματα μπορούν πάντα να πάνε χειρότερα). Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι η κατάσταση είναι ώριμη για επίλυση ή φιλόδοξες διπλωματικές προσπάθειες. Αντί γι αυτά, η διοίκηση πρέπει να επικεντρωθεί στην μείωση των πιθανοτήτων βίας γύρω από τους ιερούς τόπους της Ιερουσαλήμ (κάτι που δίνει επιχειρήματα εναντίον της μετακίνησης της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ), στην ενίσχυση των μετριοπαθών Παλαιστινίων, στον περιορισμό των εποικιστικών δραστηριοτήτων και στην διερεύνηση μονομερών αλλά συντονισμένων ρυθμίσεων που θα βελτιώσουν το status quo και θέσουν το έδαφος για πιο φιλόδοξη διπλωματία οψέποτε τα κόμματα αποφασίσουν ότι είναι διατεθειμένα να κάνουν συμβιβασμούς για την ειρήνη.

Η Μέση Ανατολή δεν είναι το μέρος για να αναζητηθούν γρήγορες ή εύκολες νίκες. Ο αγώνας ενάντια στην τρομοκρατία, τζιχαντιστική και άλλη, θα είναι αναπόφευκτα μακρύς, δύσκολος και ποτέ πλήρως επιτυχής. Η τρομοκρατία δεν μπορεί να εξαλειφθεί, μόνο να καταπολεμηθεί, και μια τέτοια προσπάθεια θα συνεχίσει να απαιτεί έναν συνδυασμό ανταλλαγής πληροφοριών και συνεργασίας με φιλικές κυβερνήσεις, επίμονη πίεση στην χρηματοδότηση και στρατολόγηση τρομοκρατών, και περιστασιακή στρατιωτική δράση. Ο αριθμός των δυνάμεων των ΗΠΑ που έχουν αναπτυχθεί στο Ιράκ, την Συρία και την περιοχή γενικότερα, μάλλον θα χρειαστεί να διατηρηθεί ή να αυξηθεί επιλεκτικά.

ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΗΓΕΣΙΑ

Κατά την διάρκεια της διοίκησης του Τζορτζ Μπους του νεότερου, προσπαθώντας να διατυπώσει το τι πραγματικά ήθελαν οι Ηνωμένες Πολιτείες από την Κίνα, ο Robert Zoellick, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, πλαισίωσε το ερώτημα ως εάν το Πεκίνο ήταν διατεθειμένο να ενεργήσει ως «υπεύθυνος παράγοντας» στο διεθνές σύστημα. Η ιδέα είναι χρήσιμη και ισχύει σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, την ιδρυτική και κυρίαρχη δύναμη εντός του συστήματος. Επομένως, τι αποτελεί υπεύθυνη συμπεριφορά για την Ουάσινγκτον γενικώς στον κόσμο σε αυτή την συγκυρία;

Ένα στοιχείο δίνει την κατάλληλη προσοχή τόσο στα συμφέροντα όσο και στα ιδανικά. Η κυβέρνηση Trump έδειξε σαφή προτίμηση στην μη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών. Τέτοιος ρεαλισμός είναι συχνά δικαιολογημένος, δεδομένων των πολλαπλών προτεραιοτήτων της Ουάσινγκτον και της περιορισμένης μόχλευσής της σε τέτοια θέματα. Ωστόσο, υπάρχει κίνδυνος αυτή η προσέγγιση να πάει πάρα πολύ μακριά, καθώς η συνετή μη παρέμβαση μπορεί πολύ εύκολα να καλύψει την ενεργό στήριξη σε βαθύτατα προβληματικά καθεστώτα. Οι απρόσεκτες σχέσεις με «φιλικούς τυράννους», όπως συνήθως αποκαλούνταν αυτοί οι κυβερνήτες, έχουν κάψει τις Ηνωμένες Πολιτείες συχνά στο παρελθόν και γι’ αυτό είναι ανησυχητικό να βλέπουμε πάλι την Ουάσινγκτον να κάνει αυτά που μοιάζουν με τα πρώτα βήματα προς ένα τέτοιο μονοπάτι με την Αίγυπτο, τις Φιλιππίνες και την Τουρκία. Οι φίλοι πρέπει να μιλούν ειλικρινά στους φίλους για τα λάθη που μπορεί να κάνουν. Οι επικοινωνίες αυτές πρέπει κανονικά να διεξάγονται ιδιωτικά και χωρίς κυρώσεις. Αλλά πρέπει όντως να διεξάγονται, ώστε οι Ηνωμένες Πολιτείες να μην αμαυρώνουν την φήμη τους, να μην ενθαρρύνουν ακόμα χειρότερη συμπεριφορά και να μην πισωγυρίζουν τις προσπάθειες για την προώθηση πιο ανοιχτών κοινωνιών και σταθερότητας σε όλο τον κόσμο. Ο πρόεδρος θα πρέπει επίσης να καταλάβει ότι αυτό που λέει για τα αμερικανικά θεσμικά όργανα, συμπεριλαμβανομένων των μέσων μαζικής ενημέρωσης, της δικαιοσύνης και του Κογκρέσου, ακούγεται προσεκτικά σε όλο τον κόσμο και έχει την δυνατότητα να μειώσει τον σεβασμό προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενθαρρύνοντας τους ηγέτες αλλού να αποδυναμώσουν τους ελέγχους και τις ισορροπίες (checks and balances) στην εξουσία τους.

13062017-4.jpg

Χαλέπι, Συρία, Μάρτιος 2015. HOSAM KATAN / REUTERS
-------------------------------------------------------

Ένα άλλο στοιχείο υπεύθυνης συμπεριφοράς είναι η συνέχιση της στήριξης της διεθνούς βοήθειας και της ανάπτυξης [13], που είναι ένας οικονομικός τρόπος για την ταυτόχρονη προώθηση των αμερικανικών αξιών και συμφερόντων. Στην πρόσφατη μνήμη, για παράδειγμα, η Κολομβία βασανίστηκε από εμφύλιο πόλεμο και χρησίμευσε ως σημαντική πηγή ναρκωτικών που έρχονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από τότε, η παροχή εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων σε βοήθεια από τις ΗΠΑ συνέβαλε στην σταθεροποίηση της χώρας και στην εξασφάλιση μιας ευαίσθητης ειρήνης -σώζοντας αμέτρητες ζωές και δολάρια ως αποτέλεσμα. Παρόμοιες ιστορίες εξελίσσονται όταν η Ουάσινγκτον βοηθά ξένους εταίρους να αντιμετωπίζουν την τρομοκρατία, την πειρατεία, την διακίνηση ναρκωτικών, την φτώχεια, την αποψίλωση των δασών και τις επιδημικές ασθένειες. Όταν παρέχουν βοήθεια με σύνεση και υπό όρους, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι ένας εύπιστος, αλλά ένας έξυπνος επενδυτής.

Η διοίκηση θα έκανε καλά να μετριάσει μερικές από τις ρητορείες της για το εμπόριο. Η τεχνολογική καινοτομία είναι μια πολύ πιο σημαντική πηγή απωλειών θέσεων εργασίας εγχωρίως απ’ ό,τι το εμπόριο ή το offshoring [στμ: η μετακίνηση παραγωγικών μονάδων στο εξωτερικό], και η υιοθέτηση του προστατευτισμού [14] μόνο θα ενθαρρύνει τους άλλους να κάνουν το ίδιο, «σκοτώνοντας» περισσότερες θέσεις εργασίας στην πορεία. Αυτό που απαιτείται είναι μια πλήρης εθνική πρωτοβουλία για την αύξηση της οικονομικής ασφάλειας, η οποία συνίσταται σε προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, προσωρινή μισθολογική στήριξη των εκτοπισμένων εργαζομένων, επαναπατρισμός των εταιρικών κερδών για την ενθάρρυνση των εγχώριων επενδύσεων και δαπάνες για υποδομές. Το τελευταίο, ειδικότερα, είναι ένα εργαλείο πολλαπλών χρήσεων που θα μπορούσε να δημιουργήσει ταυτόχρονα θέσεις εργασίας, να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα και να ενισχύσει την ανθεκτικότητα της χώρας από φυσικές καταστροφές και τρομοκρατία.

Κάτι παρόμοιο ισχύει και για την μετανάστευση, η οποία πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα περισσότερο πρακτικό αντί πολιτικό ζήτημα. Ωστόσο, όπως κι αν αποφασίσει τελικά το αμερικανικό πολιτικό σώμα να χειριστεί την πολιτική για την νόμιμη και την παράνομη μετανάστευση, ο κίνδυνος για την χώρα που υποτίθεται ότι θέτουν οι μετανάστες και οι πρόσφυγες έχει υπερβληθεί, και δεν αποτελεί σοβαρή απειλή εθνικής ασφάλειας. Η διοίκηση θα πρέπει να σταματήσει να προσβάλει αδικαιολόγητα τον νότιο γείτονά της (και να προωθεί τον αντιαμερικανισμό εκεί) επιμένοντας ότι το Μεξικό θα πληρώσει για ένα συνοριακό τείχος. Και το να ξεχωρίζονται άτομα από τις μουσουλμανικές χώρες για ειδική εξέταση και διαφορετική μεταχείριση διακινδυνεύει να ριζοσπαστικοποιήσει σημαντικό αριθμό ομοθρήσκων τους στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.

Η διοίκηση (και το Κογκρέσο) πρέπει να προσέχουν να μην θέσουν την χώρα σε πορεία ταχείας αύξησης του χρέους. Ο κίνδυνος είναι ότι ένας συνδυασμός απότομων φορολογικών περικοπών σε εταιρικό και ατομικό επίπεδο, υψηλότερων επιπέδων αμυντικών δαπανών και υψηλότερων επιτοκίων, και καμία μεταρρύθμιση των προνοιακών δικαιωμάτων θα κάνει ακριβώς αυτό. Η χρηματοδότηση του χρέους θα καταργήσει άλλες χρήσιμες μορφές δαπανών και επενδύσεων (μειώνοντας την αμερικανική ανταγωνιστικότητα) και θα αφήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες πιο ευάλωτες στις δυνάμεις της αγοράς και στις πολιτικά παρακινημένες αποφάσεις των κυβερνήσεων που είναι μεγάλοι κάτοχοι και αγοραστές αμερικανικών κρατικών ομολόγων.

Ένα τελευταίο πολιτικό ζήτημα αφορά στο κλίμα. Η ένταση της αντίστασης κάποιων [πολιτικών] χώρων στην συμφωνία του Παρισιού του 2015 και στην αποδοχή της κλιματικής αλλαγής ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι κάτι το μυστήριο. Η συμφωνία είναι ένα μοντέλο δημιουργικής πολυμέρειας, απόλυτα συνεπές με την [εθνική] κυριαρχία˙ η διοίκηση θα ήταν σοφό να την υιοθετήσει. Οι στόχοι που έχουν τεθεί για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στις ΗΠΑ είναι στόχοι που οι Ηνωμένες Πολιτείες θέτουν για τον εαυτό τους˙ ως αποτέλεσμα, η κυβέρνηση διατηρεί το δικαίωμα να τους αλλάξει, όποτε και όπως κρίνει σκόπιμο. Τα καλά νέα είναι ότι η διαθεσιμότητα των νέων τεχνολογιών, οι πολιτειακοί και τοπικοί κανονισμοί και οι προϋποθέσεις για την πρόσβαση σε πολλές παγκόσμιες αγορές πιθανόν να σημαίνουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να επιτύχουν τους στόχους του Παρισιού χωρίς να θυσιάσουν την οικονομική ανάπτυξη.

Όσον αφορά το προσωπικό και την διαδικασία, η διοίκηση βλάπτει τον εαυτό της αρχικά με το να υποτιμά την πολυπλοκότητα της λειτουργίας της κυβέρνησης και ακολουθώντας μια νευρική και ιδιοσυγκρασιακή προσέγγιση των διορισμών. Ως εκ τούτου, οι περισσότερες θέσεις ανώτερων στελεχών της εθνικής ασφάλειας και της εξωτερικής πολιτικής καλύπτονται προσωρινά από δημόσιους υπαλλήλους ή έχουν αφεθεί τελείως κενές, γεγονός που υπονομεύει τις αποτελεσματικές κυβερνητικές επιχειρήσεις. Οποιεσδήποτε σκέψεις για μια σημαντική γραφειοκρατική αναδιάρθρωση πρέπει να αναβληθούν μέχρις ότου η διοίκηση γεμίσει με τον απαιτούμενο αριθμό ειδικευμένων αξιωματούχων.

Ο Trump προτιμά σαφώς μια άτυπη διαδικασία λήψης αποφάσεων, με διάφορες φωνές να περιλαμβάνονται και με πολλά σημεία εισόδου, και οι πρόεδροι παίρνουν αυτό που θέλουν. Αλλά μια τέτοια προσέγγιση έχει μειονεκτήματα όπως και πλεονεκτήματα, και εάν η διοίκηση θέλει να αποφύγει τους κινδύνους που προέρχονται από τον υπερβολικό αυτοσχεδιασμό, πρέπει να διασφαλίσει ότι η επίσημη πολιτική διαδικασία του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (National Security Council) κυριαρχεί επί της ανεπίσημης -και ότι σημαντικές ανεπίσημες διαβουλεύσεις τελικά ενσωματώνονται στην επίσημη διαδικασία παρά διεξάγονται χωριστά.

Ο πρόεδρος επίσης προφανώς προτιμά να είναι απρόβλεπτος. Αυτό μπορεί να έχει νόημα ως τακτική, αλλά όχι ως στρατηγική. Το να κρατάς τους εχθρούς εκτός ισορροπίας μπορεί να είναι χρήσιμο, αλλά να κρατάς τους φίλους και συμμάχους εκτός ισορροπίας είναι λιγότερο [χρήσιμο] -ειδικά φίλους και συμμάχους που έχουν τοποθετήσει την ασφάλειά τους σε αμερικανικά χέρια επί γενιές. Όσο λιγότερο σταθερά κρίνουν τα χέρια αυτά, τόσο περισσότερο μπορεί να αποφασίσουν να κοιτάξουν τον εαυτό τους, αγνοώντας τα αιτήματα της Ουάσινγκτον και εξετάζοντας παράλληλες συμφωνίες για την προστασία των συμφερόντων τους. Οι συχνές ανατροπές πολιτικής, ακόμα και εκείνες που είναι ευπρόσδεκτες, παρουσιάζουν σημαντικό κόστος για την αξιοπιστία των Ηνωμένων Πολιτειών και την φήμη τους για αξιοπιστία.

Στην συνέχεια αυτού του δρόμου βρίσκεται το ξήλωμα της μεταπολεμικής τάξης που οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν τόσο σκληρά να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν. Είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εξυπηρετηθεί αξιοσημείωτα καλά από αυτή την τάξη. Όπου τα πράγματα πήγαν πιο λάθος -στην Κορέα, όταν οι αμερικανικές δυνάμεις προήλασαν βόρεια του 38ου παραλλήλου σε μια δαπανηρή και ανεπιτυχή προσπάθεια επανένωσης της χερσονήσου με την βία, στο Βιετνάμ στο Ιράκ- ήταν εξ αιτίας της υπερβολικής υπερεπέκτασης των Αμερικανών πολιτικών παρά μια ανάγκη για δράση εκ μέρους της τάξης.

Αλλά αυτή η τάξη είναι πλέον παρακμάζουσα. Πολλές από τις συνιστώσες της πρέπει να εκσυγχρονιστούν ή να συμπληρωθούν και απαιτούνται νέοι κανόνες και ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των διαφόρων προκλήσεων της παγκοσμιοποίησης. Όμως, το διεθνές σχέδιο πρέπει να είναι μια ανακαίνιση, όχι μια κατεδάφιση. Μπορεί να έχουν προκύψει νέες προκλήσεις, αλλά οι παλιές προκλήσεις δεν έχουν εξαφανιστεί, οπότε οι παλιές λύσεις για αυτές εξακολουθούν να είναι απαραίτητες ακόμη και αν δεν επαρκούν πλέον. Η στρατηγική εστίαση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ πρέπει να είναι η διαφύλαξη και η προσαρμογή, όχι η διακοπή, έτσι ώστε οι Ηνωμένες Πολιτείες και όσοι επιθυμούν να συνεργαστούν με αυτές να μπορούν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις περιφερειακές και ακόμη και τις παγκόσμιες προκλήσεις που καθορίζουν όλο και περισσότερο αυτή την εποχή.

Από αυτή την άποψη, το σύνθημα της προεκλογικής εκστρατείας του προέδρου για την «Αμερική Πρώτα» ήταν και είναι ατυχές, διότι φαίνεται να σηματοδοτεί μια στενότερη εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, μια πολιτική που δεν έχει ευρύτερο σκοπό ή όραμα. Έχει ερμηνευτεί στο εξωτερικό ως ότι υποδηλώνει πως οι φίλοι και οι σύμμαχοι έρχονται τώρα σε δεύτερη θέση, στην καλύτερη περίπτωση. Με την πάροδο του χρόνου, το «Αμερική Πρώτα» θα οδηγήσει τους άλλους να βάλουν τον εαυτό τους πρώτο, κάτι που με την σειρά του θα τους κάνει λιγότερο πιθανό να λάβουν υπόψη (πολύ λιγότερο να δώσουν προτεραιότητα) στα αμερικανικά συμφέροντα και προτιμήσεις.

Επίσης, το σύνθημα δυστυχώς ενισχύει την εσφαλμένη αντίληψη ότι υπάρχει μια έντονα αντίστροφη σχέση μεταξύ των χρημάτων και των προσπαθειών που δαπανώνται για διεθνή θέματα και εκείνων που δαπανώνται για εγχώριες ανησυχίες. Σε έναν παγκόσμιο κόσμο, οι Αμερικανοί θα επηρεαστούν αναπόφευκτα από αυτά που συμβαίνουν πέρα από τα σύνορα της χώρας τους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται και όπλα και βούτυρο, και η εθνική ασφάλεια καθορίζεται από το πόσο καλά μια χώρα αντιμετωπίζει τις εξωτερικές και εσωτερικές προκλήσεις της. Τα καλά νέα είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες τώρα δαπανούν μόνο το μισό ποσοστό του πλούτου τους στην άμυνα από όσο δαπανούσαν κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, μπορούν να αντέξουν οικονομικά και τα δύο.

Εάν η διοίκηση αποφασίσει να κρατήσει το σύνθημα, θα πρέπει τουλάχιστον να αναγνωρίσει τις ατέλειές της και να τις εξουδετερώσει. Αυτό σημαίνει να βρεθούν τρόποι να καταστεί σαφές ότι παρ’ όλο που οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολουθούν τα δικά τους συμφέροντα, δεν το πράττουν εις βάρος των φίλων και συνεργατών τους. Ο αμερικανικός πατριωτισμός μπορεί να οριστεί και να λειτουργήσει με τρόπους συμβατούς με την υπεύθυνη παγκόσμια ηγεσία. Και το να βρει πώς να το κάνει από εδώ και στο εξής, είναι η κεντρική πρόκληση της κυβέρνησης Trump.

Copyright © 2017 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2017-06-11/where-g...

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/World-Disarray-American-Foreign-Policy-ebook/dp/B...
[2] https://www.foreignaffairs.com/topics/trump-administration
[3] https://www.foreignaffairs.com/regions/united-states
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/2016-12-12/world-order-20
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/2017-02-13/trump-and-north-korea
[6] https://www.nytimes.com/2017/05/10/world/asia/moon-jae-in-president-sout...
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/north-korea/2017-04-17/getting-t...
[8] https://www.foreignaffairs.com/reviews/review-essay/how-china-and-americ...
[9] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2016-10-17/rebalan...
[10] https://www.foreignaffairs.com/reviews/2015-12-14/european-disunion
[11] http://www.bbc.com/news/world-middle-east-40101639
[12] https://www.foreignaffairs.com/articles/israel/2017-02-13/trump-and-holy...
[13] https://www.foreignaffairs.com/articles/2015-12-14/prosperity-rising
[14] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2017-04-17/false-p...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition