Η επικίνδυνη αλλαγή του Τραμπ σχετικά με το Ιράν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επικίνδυνη αλλαγή του Τραμπ σχετικά με το Ιράν

Πώς βάζει τις ΗΠΑ σε πορεία απομόνωσης και αντιπαράθεσης
Περίληψη: 

Με το να αρνηθεί να εγκρίνει την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, παρά την επαλήθευση ότι το Ιράν τηρεί τους όρους της, ο Trump ουσιαστικά τορπίλισε την σκληρή δουλειά που οδήγησε στο πρόσφατο άνοιγμα της Ουάσιγκτον στην Τεχεράνη. Η ορμητική κίνηση του, σε συνδυασμό με άλλα κλιμακούμενα μέτρα, όχι μόνο θέτουν σε κίνδυνο την πυρηνική συμφωνία και την αμερικανική αξιοπιστία μεταξύ των βασικών συμμάχων τους, αλλά και θέτουν τις Ηνωμένες Πολιτείες σε πορεία κλιμάκωσης της έντασης με το Ιράν.

Ο PAYAM MOHSENI είναι διευθυντής του Iran Project και συνεργάτης για τις Ιρανικές Σπουδές στο Κέντρο Επιστημών και Διεθνών Υποθέσεων Belfer της Σχολής Kennedy του Πανεπιστημίου Harvard.
Η SAHAR NOWROUZZADEH είναι συνεργάτις συμμετοχικής έρευνας στο Iran Project και το Σχέδιο για την Διαχείριση του Ατόμου στο Κέντρο Επιστημών και Διεθνών Υποθέσεων Belfer της Σχολής Kennedy του Πανεπιστημίου Harvard.

Την Παρασκευή, οι Ηνωμένες Πολιτείες έφθασαν σε μια καμπή στις σχέσεις τους με το Ιράν. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, κατήγγειλε σθεναρά την Ισλαμική Δημοκρατία σε μια έντονα συγκρουσιακή ομιλία, απειλώντας να ανατρέψει την πυρηνική συμφωνία [1], εκτός εάν το Κογκρέσο την τροποποιήσει για να καταστήσει πιο περιοριστικούς τους όρους της [2]. Με το να αρνηθεί να εγκρίνει την συμφωνία, παρά την επαλήθευση ότι το Ιράν τηρεί τους όρους [3], ο Trump ουσιαστικά τορπίλισε την σκληρή δουλειά που οδήγησε στο πρόσφατο άνοιγμα της Ουάσιγκτον στην Τεχεράνη. Η ορμητική κίνηση του, σε συνδυασμό με άλλα κλιμακούμενα μέτρα –ο χαρακτηρισμός ολόκληρου κλάδου του στρατού του Ιράν, των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης (IRGC), ως υποστηρικτή της τρομοκρατίας, καθώς και η εχθρική στάση της διοίκησης Trump και η έντονη απουσία διπλωματίας- όχι μόνο θέτουν σε κίνδυνο την πυρηνική συμφωνία και την αμερικανική αξιοπιστία μεταξύ των βασικών συμμάχων τους, αλλά και θέτουν τις Ηνωμένες Πολιτείες σε πορεία κλιμάκωσης [της έντασης] με το Ιράν. Αυτό είναι ακόμη πιο προβληματικό δεδομένου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες απέτυχαν να διατηρήσουν αξιόλογους διαύλους επικοινωνίας με το Ιράν και ότι η επικίνδυνη αλλαγή της πολιτικής τους ουσιαστικά υπονομεύει την πρόοδο των διπλωματικών μέτρων.

17102017-1.jpg

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, καταγγέλλει την Συμφωνία με το Ιράν, στο Διπλωματικό Δωμάτιο του Λευκού Οίκου, στην Ουάσιγκτον, στις 13 Οκτωβρίου 2017. KEVIN LAMARQUE / REUTERS
--------------------------------------------------------------

ΣΤΕΛΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΜΗΝΥΜΑ

Ένας από τους κύριους κινδύνους για την απόρριψη του πυρηνικού συμφώνου [4] (γνωστό τυπικά ως JCPOA) είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αυξημένη απομόνωση και απώλεια αξιοπιστίας μεταξύ των διεθνών εταίρων τους. Η Κίνα, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ρωσία, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι όλοι συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας. Κατά την προετοιμασία των πυρηνικών συνομιλιών, αυτές οι χώρες και άλλοι διεθνείς εταίροι, όπως οι Ινδία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, συμμορφώθηκαν με τις δευτερεύουσες κυρώσεις των ΗΠΑ κατά του Ιράν, σε βάρος των δικών τους εγχώριων οικονομιών. Αποφάσισαν, πιστεύοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ένα σαφές και βιώσιμο στρατηγικό όραμα για να περιορίσουν το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, συμπεριλαμβανομένης μιας αξιόπιστης δέσμευσης στην διπλωματία. Έτσι, η Ουάσινγκτον θα αντιμετωπίσει μια ανηφορική μάχη για να εξασφαλίσει διεθνή συγκατάνευση προς υποστήριξη της τρέχουσας κίνησής της. Και χωρίς ενιαίο μέτωπο, η θέση του Ιράν θα ενισχυθεί. Επιπλέον, εάν η Τεχεράνη χάσει τελικά τα κίνητρά της για να συμμορφωθεί πλήρως με την JCPOA, θα είναι σε θέση να κατηγορήσει [ως υπεύθυνες για την αποτυχία της συμφωνίας] τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η απόφαση του Trump θα μπορούσε επίσης να προκαλέσει εσωτερικές αλλαγές στο Ιράν που θα μπορούσαν να βλάψουν τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Η βραχυπρόθεσμη αντίδραση της Τεχεράνης ενδέχεται να περιοριστεί στην ανάληψη αμοιβαίας δράσης στο Κοινοβούλιό της, να υποβάλλει καταγγελία στην κοινή επιτροπή JCPOA και να δοκιμάσει τα όρια των πυρηνικών υποχρεώσεών της˙ αξιωματούχοι της κυβέρνησης Rouhani σηματοδότησαν ότι θα υιοθετήσουν μια προσέγγιση «περιμένω και βλέπω». Αλλά η απόρριψη [της συμφωνίας] θα επηρεάσει σίγουρα τις μακρόχρονες εσωτερικές συζητήσεις μεταξύ των πιο μετριοπαθών και των σκληρών φατριών του Ιράν για το αν θα συνεργαστούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, επειδή η ανάσχεση του Ιράν δεν περιορίζεται μόνο στην εξουδετέρωση των τεχνικών του ικανοτήτων αλλά και στην εξασφάλιση της συνεργασίας του. Όπως βεβαιώνει εδώ και καιρό η αμερικανική κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών [5], «το Ιράν δεν αντιμετωπίζει ανυπέρβλητα τεχνικά εμπόδια στην παραγωγή πυρηνικών όπλων, γεγονός που καθιστά κεντρικό ζήτημα την πολιτική βούληση του Ιράν». Συνεπώς, οι μετριοπαθείς φωνές που υποστηρίζουν την συνέχιση της πυρηνικής συγκράτησης θα το βρουν όλο και περισσότερο δύσκολο να υπερασπιστούν την θέση τους, ειδικά καθώς η αφήγηση του Ανώτατου Ηγέτη του Ιράν, Ali Khamenei, και άλλων σκληροπυρηνικών κερδίζει έδαφος. Υποστήριξαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μόνο εχθρικές προθέσεις προς το Ιράν παρά τους συμβιβασμούς που έχει κάνει η Τεχεράνη.

Ο Τραμπ ίσως να δίνει στον Χαμενεΐ μια χρυσή ευκαιρία να αποδείξει τόσο στα μέλη της ιρανικής πολιτικής ελίτ όσο και στον ιρανικό λαό (που υποστήριζαν σε μεγάλο βαθμό την συνεργασία) ότι απλά οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να τύχουν εμπιστοσύνης. Σε συνδυασμό με άλλα μέτρα -ιδιαίτερα εκείνα που χτυπούν μια ευαίσθητη χορδή στους Ιρανούς, όπως οι περιορισμοί στις βίζες που απαγορεύουν επ’ αόριστον στους περισσότερους από αυτούς [6] να ταξιδεύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, η εχθρική ρητορική που χαρακτηρίζει γενικά το Ιράν ως «τρομοκρατικό έθνος, όπως και μερικά άλλα», [7] το να αποκαλείται ο Περσικός Κόλπος ως «Αραβικός Κόλπος» και η αύξηση των κυρώσεων- το μήνυμα του Χαμενεΐ μπορεί να αντηχεί όλο και περισσότερο μέσα στο Ιράν. Αυτό θα αποτελούσε σημαντική στρατηγική απώλεια για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

ΠΡΟΚΑΛΩΝΤΑΣ ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ