Πώς οι νέοι ευρωπαϊκοί νόμοι για το διαδίκτυο απειλούν την ελευθερία της έκφρασης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς οι νέοι ευρωπαϊκοί νόμοι για το διαδίκτυο απειλούν την ελευθερία της έκφρασης

Οι πρόσφατοι κανονισμοί διακινδυνεύουν να λογοκρίνουν νόμιμο περιεχόμενο

Τον Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους, η Επιτροπή ενίσχυσε τις αρχές αυτές, υιοθετώντας μια επίσημη ανακοίνωση [11] η οποία παροτρύνει τις «ηλεκτρονικές πλατφόρμες να εντείνουν την μάχη κατά του παράνομου περιεχομένου». Όπως και με το δικαίωμα στην λήθη, η ανακοίνωση βάζει τις ίδιες τις εταιρείες στην θέση να αναγνωρίζουν, ιδίως μέσω της χρήσης αλγοριθμικού αυτοματισμού, παράνομο περιεχόμενο που δημοσιεύτηκε στις πλατφόρμες τους. Όμως, όπως υποστήριξε η Daphne Keller του Κέντρου για το Διαδίκτυο και την Κοινωνία στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, η ιδέα ότι η αυτοματοποίηση μπορεί να λύσει προβλήματα παράνομου περιεχομένου χωρίς να σαρώνει τεράστια ποσά νόμιμου περιεχομένου ανήκει στην φαντασία [12]. Οι μηχανές συνήθως αποτυγχάνουν [13] να κατανοήσουν την σάτιρα, την κριτική και άλλα είδη περιεχομένου που μετατρέπουν τους επιπόλαιους ισχυρισμούς περί παρανομίας σε πλήρως νόμιμο περιεχόμενο. Ο αυτοματισμός συνεπάγεται συνεπώς μια δυσανάλογη κατάργηση νόμιμου περιεχομένου απλώς και μόνο για να στοχεύσει ένα μικρότερο ποσό παράνομου υλικού στο διαδίκτυο. Από νομικής απόψεως, όπως εξήγησε ο δικηγόρος και νομικός αναλυτής Graham Smith [14], η διαδικασία της επιτροπής αντιστρέφει τα συνήθη τεκμήρια νομιμότητας υπέρ της παρανομίας, με διασφαλίσεις τόσο αδύναμες ώστε οι εταιρείες πιθανώς να σφάλλουν τείνοντας προς το να καταργούν περιεχόμενο.

Η ανακοίνωση αποφεύγει ξεκάθαρα το πρόβλημα της παραπληροφόρησης και της προπαγάνδας. Ωστόσο, η ρύθμιση αυτού του περιεχομένου μπορεί επίσης να είναι στον ορίζοντα, καθώς η Επιτροπή έχει δηλώσει την δημιουργία μιας Ομάδας Υψηλού Επιπέδου [15] για να αντιμετωπίσει το ζήτημα αυτό. Ακόμη και οι πιο σταθεροί υποστηρικτές της ελευθερίας της έκφρασης στην ευρωπαϊκή πολιτική αναγνωρίζουν ότι η παραπληροφόρηση είναι ένα σημαντικό πρόβλημα. Η Marietje Schaake, μια Ολλανδή ευρωβουλευτής και μια από τους κορυφαίους υποστηρικτές του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ευρώπη, συνέλαβε μια ευρέως διαδεδομένη άποψη στην ήπειρο, όταν είπε [16] σε κοινοβουλευτική συζήτηση ότι «δεν νιώθει σιγουριά όταν η Silicon Valley ή ο Mark Zuckerberg είναι οι de facto σχεδιαστές της πραγματικότητάς μας ή των αληθειών μας».

Οι περιορισμοί περιεχομένου εκτείνονται πέρα από τις Βρυξέλλες σε εθνικό επίπεδο. Η Γερμανία θέσπισε φέτος έναν νόμο που θέτει αυστηρές υποχρεώσεις [17] σε μεγάλες εταιρείες του Διαδικτύου να καταργούν «προδήλως παράνομο περιεχόμενο» εντός 24 ωρών από τότε που θα ειδοποιηθούν, με βαριά πρόστιμα που ενθαρρύνουν το γρήγορο κατέβασμα αναρτήσεων αντί της εκτέλεσης προσεκτικών αξιολογήσεων. Το Ηνωμένο Βασίλειο υιοθέτησε φέτος έναν Νόμο για την Ψηφιακή Οικονομία [18], με στόχο την προστασία των ανηλίκων από «επιβλαβές περιεχόμενο», αλλά πιθανόν να ενθαρρύνει την κατάργηση του νόμιμου περιεχομένου για ενήλικες προκειμένου να αποφευχθούν κυρώσεις. Η Ισπανία έλαβε δραστικά μέτρα [19] για να πατάξει τους Καταλανούς σεπαρατιστές στο διαδίκτυο. Οι Γάλλοι νομοθέτες επεδίωξαν να ποινικοποιήσουν την περιήγηση σε περιεχόμενο που «δοξάζει την τρομοκρατία», απλώς για να τους σταματήσει [20] το Συνταγματικό Συμβούλιο. Η Πολωνία [21] ενίσχυσε τους εθνικούς ελέγχους ασφαλείας σχετικά με την δραστηριότητα στο Διαδίκτυο. Σε κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις, οι κυβερνήσεις ασκούν πίεση στις εταιρείες για την αφαίρεση παράνομου περιεχομένου, μια προβλέψιμη απάντηση στις βλάβες μέσω διαδικτύου. Ωστόσο, η πίεση λειτουργεί μόνο προς μια κατεύθυνση –το να αφεθεί το παράνομο περιεχόμενο θα οδηγήσει σε κυρώσεις, ενώ η κατάργηση του νόμιμου περιεχομένου, όχι. Εκτός κι αν οι κυβερνήσεις περιορίσουν επίσης την κατάργηση νόμιμου περιεχομένου, οι επιχειρήσεις σχεδόν σίγουρα θα υπερθεματίσουν.

Πέρα από την ρητορική του μίσους, την ύβρη και την παραπληροφόρηση, ένα σχέδιο άρθρου σε μια οδηγία για την πνευματική ιδιοκτησία που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή [22] θέτει μια σημαντική δυνητική απειλή για την δημιουργική έκφραση. Στους περισσότερους νόμους περί πνευματικών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του Νόμου για τα Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας της Ψηφιακής Χιλιετίας (Digital Millennium Copyright Act) των Ηνωμένων Πολιτειών, οι εταιρείες έχουν έως τώρα συνήθως διαχειριστεί τους ισχυρισμούς παραβίασης επί τη βάσει της υποχρέωσης περί «ειδοποίησης και κατάργησης» [23]. Δηλαδή, οι πλατφόρμες δεν αναμένεται να αφαιρέσουν τέτοιο περιεχόμενο εκτός αν ενημερωθούν για την ύπαρξή του. Η αρχή αυτή επαναλαμβάνεται στην ανακοίνωση και στον κώδικα δεοντολογίας, ακόμη και όταν τα εξαιρετικά [στενά] χρονικά πλαίσια θρυμματίζουν την διαθεσιμότητά του. Ωστόσο, το άρθρο 13 της προτεινόμενης οδηγίας θα αντιστρέψει την αποδεκτή πρακτική με την προϋπόθεση ότι οι εταιρείες «θα αποτρέψουν την διαθεσιμότητα» περιεχομένου που προστατεύεται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright), ενθαρρύνοντας την χρήση «αποτελεσματικών τεχνολογιών αναγνώρισης περιεχομένου». Εδώ υπάρχει και πάλι η μανία για αυτοματοποίηση. Αν και αυτή η ειδική διάταξη θα εφαρμοζόταν μόνο σε ισχυρισμούς περί πνευματικών δικαιωμάτων, η υιοθέτησή της θα μπορούσε να αποτελέσει προηγούμενο για την σημαντική ρύθμιση άλλων ειδών περιεχομένου. Θα μπορούσε να επιβάλει το είδος της παρακολούθησης των φορτώσεων [περιεχομένου, uploads], με την παρεπόμενη απειλή της υπερβολικής ρύθμισης που οι διαδικασίες «ειδοποίησης και αφαίρεσης» [περιεχομένου] έχουν σχεδιαστεί για να αποφύγουν, και ότι θα εφαρμόζονταν σε μια σειρά δημιουργικών προσπαθειών.

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ