Πώς οι ΗΠΑ μπορούν να βοηθήσουν στην επίλυση της κρίσης των Rohingya | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς οι ΗΠΑ μπορούν να βοηθήσουν στην επίλυση της κρίσης των Rohingya

Μια διπλή προσέγγιση για την Ουάσιγκτον και τους συνεργάτες της
Περίληψη: 

Η παγκόσμια κοινότητα, ενώ πιέζει τη Μιανμάρ να εξασφαλίσει την ασφαλή επιστροφή των Rohingya στα χωριά τους, θα μπορούσε ταυτόχρονα να βοηθήσει το Μπαγκλαντές να ενσωματώσει χιλιάδες που ενδέχεται να μην μπορούν να επιστρέψουν στον τόπο καταγωγής τους.

Ο JONAH BLANK είναι ανώτερος πολιτικός επιστήμονας στην μη κερδοσκοπική μη κομματική RAND Corporation.
Η SHELLY CULBERTSON είναι ανώτερη ερευνήτρια πολιτικής στην RAND.

Από τον Αύγουστο εκτιμάται ότι 650 χιλιάδες Rohingyas, εκ συνόλου ενός εκατομμυρίου, έχουν πάει από τη Μιανμάρ [1] στο γειτονικό Μπαγκλαντές για να ξεφύγουν από μια εκστρατεία εμπρησμών, βιασμών και δολοφονιών που θεωρείται ότι έχουν ενορχηστρωθεί από τον στρατό της Μιανμάρ [2]. Στα τέλη Νοεμβρίου, η κυβέρνηση της Μιανμάρ συμφώνησε να αφήσει αυτούς τους πρόσφυγες να επιστρέψουν -αν και όχι στα σπίτια τους, και με έναν ρυθμό που θα μπορούσε να τραβήξει την διαδικασία για μια γενιά. Ακόμη και αν αυτή η προσφορά επαινέθηκε -και υπάρχουν αρκετοί λόγοι για σκεπτικισμό- δύσκολα θα αποτελέσει αιτία για εορτασμούς: Η Μιανμάρ δεν φαίνεται να έχει κάνει δεσμευθεί πραγματικά για την αντιμετώπιση των αιτιών της εξόδου, την οποία ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Rex Tillerson περιέγραψε ως «εθνοκάθαρση» [3].

Η παγκόσμια κοινότητα, και ιδιαίτερα οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα πρέπει να μελετήσουν το να προχωρήσουν με διττή προσέγγιση. Θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την ισχύ τους για να καταστήσουν την συμφωνία του Νοεμβρίου μια πραγματική καμπή για την ασφαλή και εθελοντική επιστροφή των Rohingya στα σπίτια τους στη Μιανμάρ και παράλληλα να επενδύσουν βοηθώντας το Μπανγκλαντές να αντιμετωπίσει τους πολλούς Rohingya που είναι πιθανό να παραμείνουν στο Μπαγκλαντές.

Η κυβέρνηση της Μιανμάρ (που ονομάζεται επίσης Βιρμανία) αναγνωρίζει πάνω από 100 εθνοτικές μειονοτικές ομάδες -όχι όμως τους Rohingya. Ο όρος «Rohingya» αναφέρεται γενικά σε μουσουλμανικές κοινότητες στην παραθαλάσσια περιοχή Rakhine της Μιανμάρ, ανθρώπους τους οποίους η κυβέρνηση χαρακτηρίζει ως «Bengali» ως αναφορά στους παραδοσιακούς δεσμούς εθνοτικής καταγωγής και κουλτούρας με την γη που είναι τώρα το Μπαγκλαντές. Παρόλο που πολλές (ίσως οι περισσότερες) οικογένειες Rohingya έζησαν στα χωριά τους για περισσότερο από όσο υφίσταται το σύγχρονο έθνος [της Μιανμάρ], θεωρούνται επίσημα αλλοδαποί μετανάστες και στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων.

05012018-1.jpg

Μια εξαντλημένη πρόσφυγας Rohingya στην ακτή αφού διέσχισε τα σύνορα Μπανγκλαντές-Μυανμάρ με βάρκα μέσω του κόλπου της Βεγγάλης, στο Shah Porir Dwip, στο Μπανγκλαντές, τον Σεπτέμβριο του 2017. DANISH SIDDIQUI / REUTERS
----------------------------------------------------------------------

Προωθούμενοι από έναν συσχετισμό συμφερόντων μεταξύ του στρατού, πολιτικών ηγετών, συμπεριλαμβανομένης της βραβευμένης με Νόμπελ Ειρήνης Aung San Suu Kyi, και μιας φατρίας του βουδιστικού κλήρου, οι διωγμοί κατά των Rohingya κλιμακώθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια. Όπως ανέφερε ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Zeid Raad al-Hussein, [4] «Η καταστροφική σκληρότητα στην οποία έχουν υποβληθεί αυτά τα παιδιά Rohingya είναι αφόρητη». Σημείωσε μια περίπτωση κατά την οποία ένας στρατιώτης «μαχαίρωσε ένα μωρό που έκλαιγε για το γάλα της μητέρας του» καθώς η μητέρα βιαζόταν ομαδικά «ακριβώς από τις δυνάμεις ασφαλείας που θα έπρεπε να την προστατεύουν».

Χωρίς να αντιμετωπίζει ούτε την στέρηση βασικών δικαιωμάτων υπηκοότητας ούτε την βία που προκάλεσε την φυγή των Rohingya, η υπόσχεση περί επιστροφής δεν θα δημιουργήσει μια βιώσιμη λύση για την κρίση. Δεδομένου του ρόλου των δυνάμεων ασφαλείας και των πολιτικών στην διεξαγωγή της μαζικής βίας που προκάλεσε την έξοδο των προσφύγων, η δέσμευση της κυβέρνησης της Μιανμάρ πρέπει να αντιμετωπιστεί με επιφυλακτικότητα˙ πράγματι, στις 12 Δεκεμβρίου 2017, η κυβέρνηση συνέλαβε δύο δημοσιογράφους του Reuters που κάλυπταν το κρατίδιο Rakhine. Με πολλά από τα χωριά τους να είναι καμένα, οι πρόσφυγες Rohingya που επιστρέφουν μπορεί να περιμένουν να στεγάζονται επ’ αόριστον σε καταθλιπτικούς καταυλισμούς, οι οποίοι θα μπορούσαν στην συνέχεια να μετατραπούν σε de facto κέντρα κράτησης.

Μια διαρκής λύση για τους Rohingya στη Μιανμάρ εξαρτάται από την ικανότητά τους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους χωρίς να έχουν να αντιμετωπίσουν κρατική βία και να εξασφαλίσουν την προστασία τους σύμφωνα με το κράτος δικαίου. Απαιτεί επίσης την ανοικοδόμηση των κοινοτήτων τους με την βοήθεια εργαζομένων της διεθνούς ανθρωπιστικής βοήθειας, και ουσιαστικές προσπάθειες συμφιλίωσης μεταξύ των διαφόρων εθνοτήτων στο Rakhine και άλλα κρατίδια. Τα Ηνωμένα Έθνη και η κυβέρνηση της Μιανμάρ έχουν σχηματίσει μια επιτροπή για την αντιμετώπιση ορισμένων από αυτά τα ζητήματα. Ωστόσο, δεδομένου ότι η κυβέρνηση της Μιανμάρ είναι η ίδια ο δράστης ή ο διευκολυντής αυτών των ανήκουστων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η επίλυση αυτής της κατάστασης δεν θα είναι ούτε εύκολη ούτε εγγυημένη. Ταυτόχρονα, ένα σημαντικό ποσοστό των Rohingya, αφού έζησε τις πρόσφατες αγριότητες, μπορεί να αντισταθεί στις εκκλήσεις να επιστρέψει στη Μιανμάρ και να επιλέξει να μείνει στο Μπαγκλαντές. Θα ήταν παραβίαση των διεθνών κανόνων αν η επιστροφή τους ήταν ακούσια. Αλλά, η Μιανμάρ, με την αποδοχή της ευθύνης για την επανένταξη των Rohingya στην πατρίδα, έχει δώσει στην παγκόσμια κοινότητα την ευκαιρία να έχει την χώρα υπόλογη για την υπόσχεσή της.