Μήπως οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν τις κυρώσεις πολύ επιθετικά; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μήπως οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν τις κυρώσεις πολύ επιθετικά;

Τα βήματα που η Ουάσιγκτον μπορεί να κάνει για να προφυλαχθεί ενάντια στην κατάχρηση

Ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Jack Lew, και άλλοι [8] εμπειρογνώμονες [9] προειδοποίησαν ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ πρέπει να είναι πιο συνετή στην χρήση των κυρώσεων. Αλλά οι προειδοποιήσεις από μόνες τους δεν θα αλλάξουν την συμπεριφορά των υπευθύνων χάραξης πολιτικής που τείνουν προς ένα εργαλείο χαμηλού κόστους και μεγάλης επίδρασης για την αντιμετώπιση επειγόντων κρίσεων εξωτερικής πολιτικής. Αντ’ αυτού, η Ουάσιγκτον πρέπει να συντονιστεί καλύτερα με τους συμμάχους της, καθώς και να μελετήσει διαδικαστικούς ελέγχους που θα εξασφαλίσουν ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει εξετάζουν προσεκτικότερα τόσο τις επιπτώσεις όσο και το κόστος των κυρώσεων.

ΜΕΤΡΩΝΤΑΣ ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΩΦΕΛΗ

Το πρώτο βήμα για την συγκράτηση της κατάχρησης των κυρώσεων είναι να απαιτηθεί από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να δημοσιεύουν περιοδικά μια ανάλυση για κάθε πρόγραμμα κυρώσεων των ΗΠΑ, αξιολογώντας τις οικονομικές επιπτώσεις, τα πολιτικά και διπλωματικά οφέλη και το οικονομικό και πολιτικό κόστος για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους των ΗΠΑ. Αυτό θα υποχρέωνε τους φορείς χάραξης πολιτικής να αξιολογούν τακτικά τα οφέλη πολιτικής ενός προγράμματος κυρώσεων και να σταθμίζουν τα οφέλη αυτά με το κόστος του προγράμματος.

Επί του παρόντος, δεν υπάρχει απαίτηση ούτε το Κογκρέσο ούτε το εκτελεστικό τμήμα να εκτιμήσουν τις επιπτώσεις ή το κόστος των κυρώσεων πριν από την επιβολή τους, ούτε να αξιολογήσουν το κόστος ή τις επιπτώσεις σε περιοδικά διαστήματα μετά [την επιβολή τους]. Πρόκειται για μια απόκλιση από άλλους τομείς της διεθνούς οικονομικής πολιτικής, όπως η εμπορική πολιτική, όπου η Διοίκηση Διεθνούς Εμπορίου του Υπουργείου Εμπορίου δημοσιεύει [10] περιοδικές εκτιμήσεις των οικονομικών επιπτώσεων των εμπορικών συμφωνιών.

Οι εκτιμήσεις των ωφελειών και του κόστους των κυρώσεων γίνονται κατά τρόπο τυχαίο, αν όχι καθόλου. Το 2017, για παράδειγμα, το Κογκρέσο ενέκρινε τον νόμο Αντιστάθμισης των Αντιπάλων της Αμερικής μέσω Κυρώσεων (Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act, CAATSA), έναν σημαντικό νόμο που αποσκοπούσε στην τιμωρία της Ρωσίας, της Βόρειας Κορέας και του Ιράν για τις επιθέσεις τους στα συμφέροντα των ΗΠΑ. Οι προβλέψεις του CAATSA για την Ρωσία είχαν ως στόχο να έχουν αντίκτυπο αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων, συμπεριλαμβανομένης της περικοπής δυνητικά άνω των 14 δισ. δολαρίων [11] στις ετήσιες εξαγωγές όπλων της Ρωσίας, της αναστολής της ανάπτυξης των ρωσικών αγωγών εξαγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου, και της επιβολής κυρώσεων σε Ρώσους ολιγάρχες που ελέγχουν εταιρείες με μεγάλες παγκόσμιες επιχειρήσεις. Ωστόσο, παρόλο που το Κογκρέσο έκανε άτυπες διαβουλεύσεις με εξωτερικούς εμπειρογνώμονες και συμμαχικές κυβερνήσεις, ενέκρινε τον CAATSA χωρίς ποτέ να ζητήσει επίσημη εκτίμηση των επιπτώσεων είτε για την Ρωσία είτε για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους. Ούτε το Υπουργείο Οικονομικών δημοσίευσε μια εκτίμηση των επιπτώσεων του CAATSA στους 13 μήνες από την έναρξη ισχύος του. Το πιο κοντινό που έφτασε η κυβέρνηση των ΗΠΑ για να αναλύσει επισήμως τον αντίκτυπο των αμερικανικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας είναι μια ανάλυση [12] από τον επικεφαλής οικονομολόγο του Υπουργείου Εξωτερικών σχετικά με τις επιπτώσεις των κυρώσεων σε συγκεκριμένες ρωσικές επιχειρήσεις που έχουν στοχευθεί από αυτές.

Ο CAATSA είναι αναμφισβήτητα ένας κρίσιμος και πολύτιμος νόμος: Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ελέγξουν τις επιθέσεις της Ρωσίας στις ΗΠΑ και τους συμμάχους μας, παρά το κόστος που συνεπάγεται αυτό. Ομοίως, οι κυρώσεις κατά του Ιράν θα μειώσουν αναμφισβήτητα τα κεφάλαια που διαθέτει το Ιράν για την στήριξη κακόβουλων δραστηριοτήτων σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, η απουσία ανάλυσης του δυνητικού κόστους ενθαρρύνει την υπερβολική χρήση των κυρώσεων, καθιστώντας τις κυρώσεις τεχνητά φτηνές για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής σε σύγκριση με άλλα εργαλεία εξωτερικής πολιτικής. Εάν η κυβέρνηση των ΗΠΑ θέλει να αναπτύξει εξωτερική βοήθεια, στρατιωτική βοήθεια ή ακόμα και στοχευμένα στρατιωτικά χτυπήματα για να αντιμετωπίσει μια πρόκληση εξωτερικής πολιτικής, η κυβέρνηση πρέπει να προσδιορίσει τους ομοσπονδιακούς δημοσιονομικούς πόρους για να την πληρώσει. Αυτό υποχρεώνει τους φορείς χάραξης πολιτικής να σταθμίζουν τα υπέρ και τα κατά της χρήσης του επιλεγμένου εργαλείου και να σταθμίζουν τα οφέλη από τη χρήση του σε συγκεκριμένη περίπτωση σε σχέση με άλλες πιθανές χρήσεις των δημοσιονομικών πόρων. Οι κυρώσεις, από την άλλη πλευρά, είναι ουσιαστικά άνευ κόστους για την αμερικανική κυβέρνηση: Η συντριπτική πλειοψηφία του κόστους βαρύνει τον ιδιωτικό τομέα με τη μορφή του κόστους συμμόρφωσης και των χαμένων ευκαιριών. Επειδή οι υπεύθυνοι για την χάραξη πολιτικής δεν χρειάζεται καν να εκτιμήσουν και να δικαιολογήσουν τι είναι αυτά τα κόστη, πολύ δε λιγότερο να τα ποσοτικοποιήσουν στην λήψη αποφάσεων, οι υπεύθυνοι για την χάραξη πολιτικής φυσικά τείνουν προς τις κυρώσεις ως το λιγότερο δαπανηρό από τα διαθέσιμα εργαλεία –σε αυτούς.

Η απαίτηση από την κυβέρνηση να διεξάγει και περιοδικά να δημοσιεύει εκτιμήσεις σχετικά με τις επιπτώσεις των προγραμμάτων επιβολής αμερικανικών κυρώσεων θα υποχρέωνε επίσης τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να διατηρούν τα προγράμματα ενημερωμένα και να τα καταστήσουν και πιο αποτελεσματικά και χαμηλότερου κόστους. Υπάρχει μια γνωστή τάση στα προγράμματα κυρώσεων των ΗΠΑ να «κολλάνε» με την πάροδο του χρόνου: Αν και η Ουάσιγκτον επιβάλλει κυρώσεις, μπορεί να χρειαστούν χρόνια ή δεκαετίες για να αλλάξει ή να τερματίσει ένα πρόγραμμα που φαίνεται να έχει ξεπεράσει την πολιτική χρησιμότητά του. Το να αναγκαστεί η κυβέρνηση να αξιολογεί περιοδικά τα οφέλη και το κόστος θα την ενθάρρυνε να μετρά εάν εξακολουθεί να λειτουργεί ένα πρόγραμμα κυρώσεων, να τερματίζει τα προγράμματα που υπερβαίνουν την χρησιμότητά τους και να προσαρμόζει τα προγράμματα κυρώσεων για να διασφαλίζει ότι παραμένουν αποτελεσματικά.