Ποιά στρατηγική για την Τουρκία; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ποιά στρατηγική για την Τουρκία;

Ο ρόλος του ευρωπαϊκού παράγοντα
Περίληψη: 

Η ενεργότερη και αποτελεσματικότερη διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο επίπεδο της «εξωτερικής εξισορρόπησης» της τουρκικής απειλής, εξακολουθεί να παραμένει ακριβό ζητούμενο ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, όταν εξέπνευσε η στρατηγική του Ελσίνκι.*

Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Σπουδών Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.

Για περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα (από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο μέχρι το τέλος της πρώτης μεταψυχροπολεμικής δεκαετίας), η Ελλάδα αντιμετώπιζε τον «εξ ανατολών» γείτονά της ως τον μεγάλο στρατηγικό αντίπαλο που δεν είναι ευχαριστημένος από το υπάρχον status quo στο Αιγαίο και έχει αναθεωρητικές βλέψεις, τις οποίες εκφράζει με σειρά επίσημων ή/και «ημι-ανεπίσημων» δηλώσεων, καθώς και με συγκεκριμένες ενέργειες που αφορούν τόσο στην απειλή χρήσης βίας όσο και στην ίδια την χρήση βίας (τουρκική εισβολή στην Κύπρο).

Ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων απειλούμενων μικρών κρατών, η Ελλάδα βασίστηκε στις δύο κεντρικές δυνατότητες που διαθέτουν τα κράτη προκειμένου να αντιμετωπίσουν σοβαρές εξωτερικές απειλές: Την «εσωτερική εξισορρόπηση», που αφορά στην ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, των εξοπλισμών κλπ. και την «εξωτερική εξισορρόπηση», που αφορά στην σύναψη συμμαχιών με άλλα κράτη, την συμμετοχή του κράτους σε διεθνείς οργανισμούς από τους οποίους ένα απειλούμενο κράτος επιχειρεί να προμηθευτεί ασφάλεια κλπ. Στο πλαίσιο αυτό, διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις από το 1974 και μετά –είτε διακατέχονταν από μια «κουλτούρα επίλυσης» όσον αφορά στην αντιπαράθεση με την Τουρκία είτε διακατέχονταν από μια «κουλτούρα μη-επίλυσης» ή ακόμη και μη-διαλόγου με την Τουρκία— διατήρησαν ως συστατικό στοιχείο της πολιτικής τους σε επίπεδο «εσωτερικής εξισορρόπησης» την στρατιωτική αποτροπή της τουρκικής απειλής.

26092018-1.jpg

Ο Έλληνας πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, με τον Τούρκο πρόεδρο, Ταγίπ Ερντογάν, στη Νέα Υόρκη, στις 25 Σεπτεμβρίου 2018.. Kayhan Ozer/Presidential Press Office/Handout via REUTERS
---------------------------------------------------------------------

Διαφοροποιήθηκαν, βεβαίως αρκετά –και σε ορισμένες περιπτώσεις δραματικά— σε επίπεδο «εξωτερικής εξισορρόπησης» της Τουρκίας. Είχαμε, έτσι, κυβερνήσεις (όπως του Ανδρέα Παπανδρέου) οι οποίες με μοναδικό στόχο την αποτροπή ενός αναθεωρητικού γείτονα επέλεγαν πολιτικές μη-διαλόγου (ή «μη-πολέμου») χρησιμοποιώντας την συμμετοχή της Ελλάδας στους διεθνείς οργανισμούς (ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκή Ένωση) ως ευκαιρία και ως δυνατότητα αποδυνάμωσης της Τουρκίας. Από την άλλη, είχαμε άλλες κυβερνήσεις (π.χ. εκείνες του Κωνσταντίνου Καραμανλή ή/και εκείνη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη) που επέλεγαν έναν ενεργητικό διάλογο με την Τουρκία με στόχο την επίλυση όλων των ελληνοτουρκικών διαφορών, επιχειρώντας παράλληλα να δουν την συμμετοχή της χώρας στους διεθνείς οργανισμούς –κυρίως τη συμμετοχή της Ελλάδας στον αμυντικό βραχίονα της Ευρωπαϊκής Ένωσης— ως μέσο ενίσχυσης της διεθνούς της θέσης, επιχειρώντας έτσι να αποκτήσουν εκείνα τα εξωτερικά ερείσματα που θα κατάφερναν –κατά το βέλτιστο– να λειτουργήσουν ως «προμηθευτές ασφάλειας» (security providers) [1] και –κατά το ελάχιστο– να ενισχύσουν την εξισορροπητική προσπάθεια της Ελλάδας έναντι της τουρκικής απειλής.

Κοινή, μάλιστα, ήταν η θέση όλων σχεδόν των κυβερνήσεων ότι, όσον αφορά στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, αυτή θα ορίζεται πάντα από την Αθήνα στην λογική μιας «υπό όρους τιμωρίας» της Τουρκίας, που σε απλά ελληνικά σήμαινε: «Για να γίνεις υποψήφια, θα πρέπει πρώτα να αλλάξεις». Οι αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων του Λουξεμβούργου το 1997 και του Κάρντιφ το 1998 αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της πολιτικής, μέχρι και σχεδόν τα τέλη της δεκαετίας του 1990.

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΕΛΣΙΝΚΙ [2]

Η εμφάνιση μιας σειράς πρόσφορων συστημικών και περιφερειακών εξελίξεων σε συγκεκριμένες μεταβλητές της εξίσωσης που αφορά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1990, αλλάζει θεμελιωδώς το πλαίσιο των σχέσεων της Ελλάδας με την Τουρκία. Εν πρώτοις, είναι ιδιαίτερα σημαντικές οι εξελίξεις σε σχέση με συγκεκριμένους παγκόσμιους και περιφερειακούς πρωταγωνιστές, όπως: (α) το «ευρωπαϊκό big bang», δηλαδή η απόφαση της ΕΕ να προχωρήσει -ειδικά μετά τον πόλεμο στο Κόσσοβο- την διαδικασία διεύρυνσής της στην Ανατολική, Κεντρική και ΝΑ Ευρώπη), (β) η κυβερνητική αλλαγή στην Γερμανία (με την εκλογή Schroeder και την δημιουργία κυβέρνησης συνασπισμού με την συμμετοχή των Πρασίνων) και η συνακόλουθη δημόσια υποστήριξη μιας τουρκικής υποψηφιότητας, (γ) η σταδιακή αναγνώριση από πολλές ευρωπαϊκές χώρες της δυνατότητας της Τουρκίας να παίξει τον ρόλο της γέφυρας με τις συνορεύουσες περιοχές (Μέση Ανατολή, Καύκασος, Κεντρική Ασία) προωθώντας τα ευρωπαϊκά οικονομικά συμφέροντα, και (δ) η σύγκλιση της αντίληψης και των απόψεων των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τον δυνητικό ρόλο της Τουρκίας στην αντιμετώπιση νέων «δι-εθνικών» προκλήσεων και απειλών σε συνορεύουσες περιοχές. Έτσι, στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η Τουρκία θεωρείται πλέον απαραίτητη στην προοπτική ανάπτυξης ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλειας και άμυνας [δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στην ατζέντα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι το Δεκέμβριο του 1999, μαζί με την τουρκική υποψηφιότητα, έχουμε και την ανάδειξη μιας περισσότερο ενισχυμένης Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας (ΕΠΑΑ)].