Είναι καλύτερα η Ευρώπη να προχωρήσει μόνη; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Είναι καλύτερα η Ευρώπη να προχωρήσει μόνη;

Γιατί η στρατηγική αυτονομία θα πρέπει να είναι ο στόχος της ηπείρου

Μια τέτοια ευρεία προσπάθεια για την οικονομική και αμυντική στρατηγική θα διαρκέσει πιθανώς γενιές. Και αυτό θα σημαίνει την υπέρβαση των διαχωρισμών μεταξύ των Ευρωπαίων που είναι υπέρ της εναρμόνισης (integrationists) και των εθνικιστών. Αυτό όμως που οδυνηρά χρειάζεται σήμερα το ευρωπαϊκό σχέδιο είναι ένα όραμα για το μέλλον του, το οποίο δεν είναι πλέον τόσο ξεκάθαρο ως μια «ακόμη πιο στενή ένωση». Η στρατηγική αυτονομία θα μπορούσε να είναι το όραμα που συνεγείρει τόσο εκείνους που τάσσονται υπέρ της εναρμόνισης όπως ο Macron, όσο και πιο συντηρητικές προσωπικότητες, όπως ο Αυστριακός καγκελάριος Σεμπάστιαν Κούρτς, χωρίς να ενδώσουν στον αντιφιλελευθερισμό του πρωθυπουργού της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν. Εάν οι υπέρ της εναρμόνισης μπορούν να στηρίξουν την υπόθεση ότι η ΕΕ μπορεί να προστατεύσει τους πολίτες της από ένα ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον μέσω επενδύσεων στον τομέα της ασφάλειας, μέσω του ελέγχου των συνόρων και των αποτελεσματικών εμπορικών πολιτικών, αυτό θα υπονομεύσει την ατζέντα των λαϊκιστικών δυνάμεων.

ΠΩΣ ΚΕΡΔΙΖΕΙ Η ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ

Οι ηγέτες των ΗΠΑ δεν θα πρέπει να είναι επιφυλακτική με μια Ευρώπη που προχωρά μόνη της. Μια πιο αυτόνομη Ευρώπη θα προκαλέσει κάποιους πονοκεφάλους στους μελλοντικούς νομοθέτες των ΗΠΑ, αλλά η ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία θα ωφελήσει και την Ουάσινγκτον. Πρώτον, πολιτικά: Η μονόπαντη αμυντική σχέση πυροδότησε την δυσαρέσκεια μεταξύ των πολιτικών και των ψηφοφόρων των ΗΠΑ που αναρωτιούνται γιατί οι πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να βασίζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες για την διεξαγωγή πολέμων πιο κοντά στις ευρωπαϊκές ακτές από όσο στις αμερικανικές. Πιο σημαντικό, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες στρέφουν τους πόρους τους προς τον ανταγωνισμό με την Ρωσία και την Κίνα, μια πιο αυτόνομη Ευρώπη θα μπορούσε να συμβάλει στην παγκόσμια ασφάλεια και στην οικονομική εξισορρόπηση, από την καταπολέμηση της τρομοκρατίας μέχρι την συγκράτηση της ανόδου της Κίνας.

Οι κινεζικές άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ευρώπη είναι εννέα φορές μεγαλύτερες απ’ ό, τι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ορισμένες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ανησυχούν ότι οι κινεζικές επενδύσεις, ιδίως στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη [12] και κατά μήκος της Μεσογείου, δίνουν στην Κίνα πάρα πολλή πολιτική επιρροή. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, όπου η Κίνα έχει επενδύσει σε μεγάλο βαθμό στα λιμάνια, πρόσφατα εμπόδισε [13] μια δήλωση της ΕΕ για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα στα Ηνωμένα Έθνη.

Η Ευρώπη πρέπει να συνεργαστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες για να αντισταθμίσουν την Κίνα κάμπτοντας τις κινεζικές προσπάθειες να μοχλεύσει η Κίνα τις οικονομικές επενδύσεις της σε πολιτική επιρροή στην Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαθέτει ήδη ένα σύνολο εργαλείων και κανονισμών -συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης ότι οι συγχωνεύσεις και εξαγορές συγκεκριμένου μεγέθους και φύσης θα υπόκεινται στην έγκριση της Επιτροπής- που χρησιμοποιεί για να διασφαλίσει την διαφάνεια και τον ανταγωνισμό στον ενεργειακό τομέα ώστε να περιορίσει την ρωσική επιρροή. Θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το ίδιο εργαλείο για να περιορίσει την κινεζική επιρροή. Ορισμένες χώρες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, έχουν ξεκινήσει [12] να λαμβάνουν τέτοια μέτρα, ενώ η επιτροπή της ΕΕ υπό τον Juncker υιοθέτησε μια διαδικασία ελέγχου των ξένων επενδύσεων [14] προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι επενδύσεις δεν απειλούν τις στρατηγικές υποδομές, την τεχνολογία ή την ανεξαρτησία των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η Ευρώπη θα πρέπει επίσης να κυνηγήσει επιθετικά τις κινεζικές εμπορικές παραβιάσεις και την κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και να εξαφανίζει τα κινεζικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται στις επιχειρήσεις άμυνας και ασφάλειας.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ, εν τω μεταξύ, πρέπει να βοηθήσουν την Ευρώπη να στραφεί προς την σωστή κατεύθυνση για να εξασφαλιστεί ότι οι Ευρωπαίοι παραμένουν τμήμα της παγκόσμιας ατζέντας των ΗΠΑ. Η ταραχώδης σχέση που είχαν τρεις πρόεδροι των ΗΠΑ -ο John F. Kennedy, ο Lyndon Johnson και ο Richard Nixon- με τον Γάλλο πρόεδρο Charles de Gaulle, θα μπορούσε να αποτελέσει έμπνευση. Ο ηγέτης της Γαλλικής Αντίστασης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ένας περίπλοκος σύμμαχος. Αποσύρθηκε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ το 1966, αναγκάζοντας τα κεντρικά γραφεία του οργανισμού να μετακινηθούν από το Παρίσι στα προάστια των Βρυξελλών και επέκρινε ανοιχτά την πολιτική των ΗΠΑ για το Βιετνάμ. Ωστόσο, ο De Gaulle δεν ταλαντεύτηκε ποτέ σχετικά με την στήριξή του προς την Ουάσινγκτον κατά την διάρκεια της πυραυλικής κρίσης της Κούβας, περίφημα υποστηρίζοντας ότι δεν χρειαζόταν να δει τα στοιχεία για τους σοβιετικούς πυραύλους όπως του πρότεινε ο Αμερικανός πρεσβευτής. Η απόκτηση από την Γαλλία του πυρηνικού αποτρεπτικού μέσου, το οποίο πρωτοδοκιμάστηκε το 1960, κάτι που αρχικά προβλημάτισε τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ οι οποίοι φοβήθηκαν ότι αυτό θα σήμαινε την αποδιάρθρωση της Συμμαχίας, θεωρήθηκε τελικά ως προσθήκη στην αποτροπή της ηπείρου. Η αυτόνομη εξωτερική πολιτική του De Gaulle, όπως η αναγνώριση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας το 1966, άνοιξε την πόρτα σε μελλοντικές πρωτοβουλίες των ΗΠΑ. Όπως το έθεσε ένας πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας [15]: Η Γαλλία ήταν για τις Ηνωμένες Πολιτείες ένας «φίλος, ένας σύμμαχος, αλλά όχι ακόλουθος».

Δεν υπάρχει εναλλακτική έναντι μιας αυτόνομης Ευρώπης. Μια Ευρώπη συνολική, ελεύθερη και ειρηνική σημαίνει μια Ευρώπη ικανή να τα καταφέρνει μόνη της στην παγκόσμια σκηνή. Μια ασθενέστερη και διχασμένη Ευρώπη δεν θα αντιμετωπίσει την επερχόμενη θύελλα του γεωπολιτικού ανταγωνισμού, εάν εξαρτάται πολύ από τις Ηνωμένες Πολιτείες που ασχολούνται με άλλες περιοχές και εμπλέκονται λιγότερο με τις ευρωπαϊκές ανησυχίες. Η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή αυτονομία θα μεταμορφώσει αναπόφευκτα την διατλαντική συμμαχία. Αναμφίβολα θα υπάρξουν διαφορές και διαφωνίες, αλλά είναι ένα μικρό τίμημα για την εξασφάλιση της ευρωπαϊκής παρουσίας στην παγκόσμια σκηνή και της Δυτικής αντιστάθμισης ενάντια στην Κίνα.