Το Κυπριακό Ζήτημα τότε και σήμερα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Κυπριακό Ζήτημα τότε και σήμερα

Η σκληρή λογική του Νεοκλασικού Ρεαλισμού στο τρίγωνο Ελλάδος-Τουρκίας-Κύπρου*
Περίληψη: 

Παρότι η Κύπρος είναι αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνισμού, φαίνεται ότι ένα υπολογίσιμο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας σήμερα δεν θα ήθελε να πολεμήσει για την Κύπρο επιτιθέμενο στην Τουρκία και, συνεπώς, οι Έλληνες ηγέτες θα δίσταζαν να προχωρήσουν σε έναν γενικευμένο ελληνοτουρκικό πόλεμο όπως έπραξαν και το 1964, το 1967 και το 1974. Ωστόσο, τίποτε δεν μπορεί να αποκλειστεί.

Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΥΡΟΥΝΑΚΟΣ κατέχει MSc στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές από το Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Το Κυπριακό πρόβλημα αποτελεί μια από τις πλέον μακροχρόνιες περιφερειακές συγκρούσεις, ευθέως συγκρινόμενη με το Παλαιστινιακό και το Κουρδικό. Στην κορύφωση της σύγκρουσης, μέσα σε μόλις μια εικοσαετία, το νησί γνώρισε διαδοχικά εθνικοαπελευθερωτική ένοπλη εξέγερση, εγκαθίδρυση ανεξάρτητης κρατικής οντότητας, διεθνοτικές συγκρούσεις, de facto εθνοτικό διαχωρισμό και τελικά εθνική εκκαθάριση και διχοτόμηση.

Η ιστοριογραφία για την συγκεκριμένη περίοδο εμφανίζεται ακόμη και σήμερα στρατευμένη υπό την σημαία των εκατέρωθεν εθνικισμών. Η εξωτερική πολιτική των δρώντων συνήθως ερμηνεύεται με όρους συνωμοσιολογίας, ειδικά όσον αφορά την συμπεριφορά της ηγεμονικής δύναμης των ΗΠΑ. Εναλλακτικά, η επιστήμη των Διεθνών Σχέσεων μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα τι έγινε εκείνη την ταραγμένη περίοδο και κυρίως γιατί έγινε.

ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ – ΕΡΜΗΝΕΥΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

O όρος «Νεοκλασικός Ρεαλισμός» πρωτοεμφανίστηκε τον Οκτώβριο του 1998 σε ένα άρθρο του Gideon Rose (νυν διευθυντή του Foreign Affairs στις ΗΠΑ) στην επιθεώρηση World Politics: «Ο Νεοκλασικός Ρεαλισμός υποστηρίζει ότι οι φιλοδοξίες και σκοποί της εξωτερικής πολιτικής μιας χώρας, πηγάζουν από την σχετική ισχύ της σε σχέση με τις άλλες δυνάμεις. Μολαταύτα, οι συντελεστές ισχύος επηρεάζουν την εξωτερική πολιτική με έμμεσο και πολύπλοκο τρόπο, καθώς οι συστημικές πιέσεις μεταφράζονται σε εξωτερική πολιτική μέσα από ενδιάμεσες μεταβλητές στο επίπεδο του κράτους, όπως είναι οι πεποιθήσεις των ληπτών αποφάσεων (decision makers) και η ίδια η δομή του κράτους».

06022019-1.jpg

Ένας στρατονόμος, φρουρός στους τάφους στρατιωτών που σκοτώθηκαν στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο, στον Τύμβο Μακεδονίτισσας, στην Λευκωσία, στις 19 Ιουλίου 2018. YIANNIS KOURTOGLOU / REUTERS
-------------------------------------------------------------------------------

Οι πολιτικές που αφορούν την εθνική ασφάλεια και επιβίωση του κράτους, δηλαδή την εξωτερική του πολιτική, συγκροτούνται και εφαρμόζονται από μια κλειστή ομάδα: Τον αρχηγό του κράτους, τους υπουργούς του και τους αρμόδιους γραφειοκράτες, κυρίως διπλωμάτες και στρατιωτικούς. Η ομάδα αυτή έχει προνομιακή πρόσβαση σε πληροφόρηση σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία, με αποτέλεσμα να είναι καλύτερα εξοπλισμένη στο να λαμβάνει τα συστημικά ερεθίσματα και να «προσλαμβάνει» το εθνικό συμφέρον. Οι ηγέτες αυτοί, έχοντας ορίσει τα εθνικά συμφέροντα με βάση τις παραστάσεις τους, ασκούν την εξωτερική πολιτική με βάση τους υπολογισμούς τους για την σχετική ισχύ του κράτους τους και τις λοιπές προτεραιότητες τους, πάντα όμως λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους τούς περιορισμούς στο εσωτερικό του κράτους. Γιατί είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένοι να διαπραγματεύονται με τους εσωτερικούς δρώντες (νομοθετικά σώματα, πολιτικά κόμματα/ ή αντίπαλες φατρίες σε περίπτωση αυταρχικών καθεστώτων, οικονομικούς κλάδους, κοινωνικές τάξεις ή και την κοινωνία στο σύνολο της), ώστε να μπορούν να ενεργοποιούν πολιτικές και κυρίως να αντλούν τους αναγκαίους πόρους από την κοινωνία για την εφαρμογή τους.

Σύμφωνα με το θεωρητικό υπόδειγμα του νεοκλασικού ρεαλισμού, οι αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής λαμβάνονται κάτω από την επήρεια της εκάστοτε ισορροπίας δυνάμεων (όπως αυτή προσλαμβάνεται από τους decision makers) και με βάση τις πεποιθήσεις των ελίτ και την εσωτερική πολιτική κατάσταση.

ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΑ ΣΤΗ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟ ΤΟΥ ΨΥΧΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Η μεταπολεμική οικονομική μεγέθυνση της Ελλάδας οδήγησε σε οικονομική σύγκλιση έναντι της Τουρκίας, παρά το διευρυνόμενο πληθυσμιακό πλεονέκτημα της τελευταίας. Η Ελλάδα σε όλη την δεκαετία του ’60 και ιδιαίτερα στις αρχές της δεκαετίας του ’70, είχε συγκρίσιμο σε απόλυτα μεγέθη ΑΕΠ (άρα και οικονομική ισχύ) σε σχέση με την Τουρκία. Και δαπάνησε για την άμυνά της τα ίδια ποσά που δαπάνησε και η Τουρκία: Οι ελληνικές αμυντικές δαπάνες κατά την εικοσαετία 1954-1974 ανήλθαν σε σταθερές τιμές στο 89% των αντίστοιχων τουρκικών, εξισορροπώντας το αριθμητικό πλεονέκτημα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων με ποιοτικούς εξοπλισμούς, κυρίως σε αεροπορία (αεροσκάφη 2ης γενιάς) και ναυτικό (υποβρύχια Type 209). Σε συνδυασμό με τα πλεονεκτήματα της γεωγραφίας που διαχρονικά αδυνατίζουν την δυνατότητα προβολής της τουρκικής χερσαίας ισχύος (υδάτινο κώλυμα Έβρου και νησιά Αιγαίου), η Ελλάδα φαίνεται ότι σε όλο το διάστημα της δεκαετίας 1964-1974 αποκαθιστά μια γενική ισορροπία δυνάμεων με την Τουρκία στο θέατρο Αιγαίου και Έβρου.

Όμως, στο θέατρο Κύπρου, η γεωγραφία επιτρέπει στην Τουρκία την δυνατότητα αεροπορικής και ναυτικής υπεροχής. Η ελληνική πλευρά εξισορροπεί προσωρινά το τουρκικό πλεονέκτημα με την ανάπτυξη χερσαίας στρατιωτικής ισχύος επί του πεδίου στην ίδια την Κύπρο, ανάμεσα στο 1964 και το 1967 (μεταφορά ελληνικής μεραρχίας, ίδρυση και στελέχωση τις Εθνικής Φρουράς). Με βάση τα τεχνολογικά δεδομένα της εποχής και την αδυναμία νυχτερινών αεροπορικών επιχειρήσεων, φαίνεται ότι χερσαίες δυνάμεις όπως η ελληνική μεραρχία και η Εθνική Φρουρά θα μπορούσαν να επιβιώσουν και σε περιβάλλον εχθρικής αεροπορικής υπεροχής, με την προϋπόθεση κατάλληλης εκπαίδευσης και την ύπαρξη έγκαιρης προειδοποίησης.

Μολαταύτα, κατά την διάρκεια της κρίσης του 1964, η Ελλάδα δεν προχωρά σε δραστικές ενέργειες (π.χ. ένωση του νησιού με την Ελλάδα) παρά το ότι έχει ουσιαστικά ανατρέψει την τοπική ισορροπία δυνάμεων προς όφελός της, με τη μεταφορά της ελληνικής μεραρχίας στο νησί και ενώ οι Τούρκοι είναι ακόμα ανέτοιμοι για αποβατικές επιχειρήσεις. Μάλιστα, και κατά την επόμενη κρίση το 1967, ενώ υφίσταται ακόμη ισορροπία δυνάμεων σε όλα τα επίπεδα (και στο θέατρο Κύπρου), η Ελλάδα γίνεται θύμα της τουρκικής επιβολής (coercion), υποχωρώντας θεαματικά μπροστά στο τουρκικό casus belli και υποβαθμίζοντας την αποτροπή της με την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας.