Πένθος για την Συνθήκη INF | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πένθος για την Συνθήκη INF

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αποσύρονται για καλύτερα
Περίληψη: 

Οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με πυραύλους μέσου βεληνεκούς πρέπει να αρχίσει με το ερώτημα του πώς επηρεάζουν την αποτροπή. Η απάντηση, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, είναι ότι την διαβρώνουν.

Ο TOM NICHOLS είναι καθηγητής Υποθέσεων Εθνικής Ασφάλειας στο Ναυτικό Πολεμικό Κολλέγιο των ΗΠΑ και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο No Use: Nuclear Weapons and U.S. National Security [1] (University of Pennsylvania Press, 2013). Οι απόψεις που εκφράζονται εδώ είναι προσωπικές.

Την 1η Φεβρουαρίου, η διοίκηση Trump έκανε επίσημο αυτό που ήταν για κάποιο χρονικό διάστημα πιθανό: Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αποσυρθούν από την Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μέσου Βεληνεκούς (Intermediate-Range Nuclear Forces, INF). Υπογεγραμμένη το 1987, η συνθήκη [2] απαγόρευε στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ρωσία να αναπτύξουν ή να τοποθετήσουν οποιουσδήποτε πυραύλους εκτοξευόμενους από την ξηρά, οι οποίοι θα μπορούσαν να ταξιδεύουν μεταξύ 500 και 5.500 χιλιομέτρων ή περίπου 300 έως 3.400 μίλια. Η Ουάσιγκτον ισχυρίζεται -ορθώς- ότι η Ρωσία κατασκευάζει και δοκιμάζει συστήματα απαγορευμένα από την συνθήκη, συμπεριλαμβανομένου ενός νέου πυραύλου κρουζ που οι ΗΠΑ ισχυρίζονται ότι μπορεί να ταξιδεύει σε απαγορευμένη εμβέλεια. Οι Ρώσοι απάντησαν ανακοινώνοντας τα δικά τους σχέδια να αποσυρθούν [από την Συνθήκη] και να αναπτύξουν νέα όπλα.

05032019-1.jpg

Αντιαεροπορικά συστήματα κινητής πυραυλικής άμυνας εκτίθενται σε πεδίο βολής έξω από την Αστραχάν της Ρωσίας, τον Αύγουστο του 2017. MAXIM SHEMETOV/REUTERS
------------------------------------------------------------------------

Η συνθήκη INF ήταν μια από τις λίγες συμφωνίες ελέγχου των εξοπλισμών [3] που έγινε αυτοτελής θεσμός. Η πρώτη συνθήκη για την εξάλειψη μιας ολόκληρης κατηγορίας συστημάτων πυρηνικής παράδοσης, ήταν το θεμέλιο για την αποπυρηνικοποίηση του μεγαλύτερου μέρους της Ευρώπης. Σήμερα, η Ρωσία παραβιάζει την συμφωνία και η διοίκηση Trump έχει δίκιο να διαμαρτύρεται. Αλλά όσο προκλητική κι αν είναι η ρωσική απάτη, η απόφαση των ΗΠΑ να αποχωρήσουν αντί να καταβάλουν σοβαρές προσπάθειες για να φέρουν εκ νέου την Μόσχα πίσω σε συμμόρφωση, θα υπονομεύσει τη μακροπρόθεσμη ασφάλεια τόσο της Ευρώπης όσο και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η Συνθήκη INF αφαιρούσε τα πιο επικίνδυνα πυρηνικά όπλα από το ευρωπαϊκό έδαφος: Όπλα «μέσου βεληνεκούς» που δεν προορίζονται ούτε για το πεδίο μάχης ούτε για στρατηγικά χτυπήματα μεγάλων αποστάσεων, αλλά για πυρηνικές επιθέσεις βαθιά στο ΝΑΤΟ ή στο ρωσικό έδαφος. Η περιορισμένη εμβέλεια και οι σύντομοι χρόνοι πτήσης αυτών των όπλων τους ταιριάζουν ιδανικά σε ένα μεγάλο αλλά γεωγραφικά περιορισμένο θέατρο, όπως η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου. Δραματικά υπο-οπλισμένο και υπερκερασμένο από την άποψη της συμβατικής δύναμης πυρός, το ΝΑΤΟ σκόπιμα τοποθετούσε αυτούς τους πυρηνικούς πυραύλους στον δρόμο των σοβιετικών δυνάμεων. Εάν η Μόσχα εισέβαλε στην Δυτική Ευρώπη, τα προωθούμενα στρατεύματα θα ανάγκαζαν τους ηγέτες του ΝΑΤΟ να χρησιμοποιήσουν ή να εξαπολύσουν αυτά τα όπλα, ενδεχομένως πυροδοτώντας έναν πυρηνικό πόλεμο. Αυτός ο κίνδυνος, έλεγε το σκεπτικό, θα αποθάρρυνε τους Σοβιετικούς από το να προσπαθήσουν να επιδράμουν στην Ευρώπη.

Αλλά η τοποθέτηση αυτών των όπλων στις πρώτες γραμμές ενός πιθανού πολέμου Ανατολής-Δύσης ήταν εξαιρετικά αποσταθεροποιητική, δεδομένου ότι έδινε μόνο λίγα λεπτά στους ηγέτες για να συζητήσουν σε περίπτωση μιας κρίσης. Η στρατηγική του ΝΑΤΟ δεν διατηρούσε την ειρήνη τόσο όσο έκανε και τις δύο πλευρές να αναζητήσουν μια διέξοδο από μια μη βιώσιμη και αφόρητα τεταμένη κατάσταση. Οι Σοβιετικοί ηγέτες ήταν τόσο στα όρια, που μια στρατιωτική άσκηση του ΝΑΤΟ το 1983 σχεδόν τους έπεισε ότι ξεκινούσε μια επίθεση. Στα απομνημονεύματά του, ο πρώην Σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ περιέγραψε τα όπλα μέσου βεληνεκούς των ΗΠΑ ως «ένα πιστόλι στο κεφάλι μας» -ένα αίσθημα κοινό στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με τους παρόμοιους σοβιετικούς πυραύλους που στόχευαν στην κατεύθυνσή τους. Το 1987, ο Γκορμπατσόφ και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρέιγκαν, βρήκαν μια έξοδο με τη μορφή της Συνθήκης INF, σύμφωνα με την οποία αμφότερες οι πλευρές κατέστρεψαν τους πυραύλους μεσαίας εμβέλειας, τη συνοδεία τακτικών αμοιβαίων επιθεωρήσεων.

Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι ανεξάρτητα από τα πλεονεκτήματά της στο παρελθόν, η χρησιμότητα της συνθήκης έχει ξεπεραστεί. Αναφέρουν –δικαίως- την απερίσκεπτη απάτη από την Ρωσία και υποστηρίζουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να παραμείνουν αδρανείς καθώς οι Ρώσοι αναπτύσσουν νέα πυρηνικά συστήματα. Καταδεικνύουν επίσης το τεράστιο οπλοστάσιο των πυραύλων μέσου βεληνεκούς της Κίνας ως απόδειξη ότι η συνθήκη είναι ένας άχρηστος στρατιωτικός ζουρλομανδύας για τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ανατολική Ασία. Τουλάχιστον, μας λένε, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να επανεξετάσουν τις δεσμεύσεις ελέγχου των εξοπλισμών [που προέρχονται] από τον περασμένο αιώνα.

05032019-2.jpg

Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν και ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ υπογράφουν την Συνθήκη INF στον Λευκό Οίκο, τον Δεκέμβριο του 1987. REUTERS
--------------------------------------------------------

Το πρόβλημα με αυτή την λογική είναι ότι μπερδεύει εσφαλμένα τα πολεμικά παίγνια με την στρατηγική. Η υπόθεση για την εγκατάλειψη της συνθήκης INF και την ανάπτυξη πυραύλων μέσου βεληνεκούς επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στην επιχειρησιακή σκέψη σχετικά με σύνθετα σενάρια πεδίου μάχης. Σε αντιδιαστολή, λίγη σκέψη έχει δοθεί σε μια ερώτηση που λογικά προηγείται: Αν αυτά τα όπλα αυξάνουν ή μειώνουν τις πιθανότητες να ξεσπάσει ο πόλεμος εξ αρχής. Με απλά λόγια, οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με πυραύλους μέσου βεληνεκούς πρέπει να αρχίσει με το ερώτημα του πώς επηρεάζουν την αποτροπή. Η απάντηση, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, είναι ότι την διαβρώνουν.

ΜΙΑ ΠΑΡΩΧΗΜΕΝΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ