Το τέλος του δημοκρατικού αιώνα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το τέλος του δημοκρατικού αιώνα

Η παγκόσμια άνοδος του αυταρχισμού

Τέλος, η οικονομική δύναμη μπορούσε εύκολα να μετατραπεί σε στρατιωτική δύναμη. Αυτό επίσης συνέβαλε σημαντικά στην ενίσχυση της παγκόσμιας θέσης των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Εξασφάλιζε ότι άλλες χώρες δεν θα μπορούσαν να ανατρέψουν την δημοκρατική διακυβέρνηση με την βία και ενίσχυε την εγχώρια νομιμοποίηση αυτών των καθεστώτων, καθιστώντας την στρατιωτική ταπείνωση μια σπανιότητα. Ταυτόχρονα, ενθάρρυνε την εξάπλωση της δημοκρατίας μέσω της διπλωματικής μόχλευσης και της παρουσίας στρατιωτών επί το εδάφους. Χώρες που ήταν γεωγραφικά τοποθετημένες μεταξύ μιας μεγάλης δημοκρατικής δύναμης και μιας μεγάλης αυταρχικής δύναμης, όπως η Πολωνία και η Ουκρανία, επηρεάστηκαν βαθύτατα από τα μεγαλύτερα υλικά και στρατιωτικά οφέλη που προσέφερε μια συμμαχία με την Δύση. Πρώην αποικίες μιμήθηκαν τα πολιτικά συστήματα των πρώην ηγεμόνων τους όταν απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, αφήνοντας κοινοβουλευτικές δημοκρατίες από τα νησιά της Καραϊβικής μέχρι τα υψίπεδα της Ανατολικής Αφρικής. Και σε τουλάχιστον δύο σημαντικές περιπτώσεις -η Γερμανία και η Ιαπωνία- η Δυτική στρατιωτική κατοχή άνοιξε το δρόμο για την εισαγωγή ενός μοντέλου δημοκρατικού συντάγματος.

Εν ολίγοις, είναι αδύνατο να κατανοηθεί η ιστορία του δημοκρατικού αιώνα χωρίς να ληφθεί σοβαρά υπόψη ο ρόλος που διαδραμάτισε η οικονομική ισχύς στην εξάπλωση των ιδεωδών της φιλελεύθερης δημοκρατίας σε όλο τον κόσμο. Αυτό σημαίνει επίσης ότι είναι αδύνατο να γίνουν ενημερωμένες προβλέψεις για το μέλλον της φιλελεύθερης δημοκρατίας χωρίς μια αντανάκλαση των επιδράσεων που μπορεί να έχει η μείωση της σχετικής οικονομικής επιρροής της δημοκρατικής συμμαχίας κατά τα επόμενα χρόνια και τις επόμενες δεκαετίες.

ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ

Με μια πρώτη ματιά, το συμπέρασμα ότι η ευημερία γεννά την σταθερότητα φαίνεται να προοιωνίζεται θετικά για το μέλλον της Βόρειας Αμερικής και της Δυτικής Ευρώπης, όπου οι θεσμοί της φιλελεύθερης δημοκρατίας έχουν παραδοσιακά εδραιωθεί. Στο κάτω-κάτω, ακόμη και αν μειωθεί η σχετική τους ισχύς, το απόλυτο επίπεδο πλούτου στον Καναδά ή στην Γαλλία είναι πολύ απίθανο να πέσει κάτω από το όριο στο οποίο οι δημοκρατίες τείνουν να αποτυγχάνουν. Αλλά τα απόλυτα επίπεδα πλούτου μπορεί να ήταν μόνο ένα από τα πολλά οικονομικά χαρακτηριστικά που κράτησαν τις Δυτικές δημοκρατίες σταθερές μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πράγματι, οι σταθερές δημοκρατίες της εποχής αυτής μοιράστηκαν και άλλα τρία οικονομικά χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούν εύλογα να βοηθήσουν να εξηγηθεί η επιτυχία τους στο παρελθόν: Σχετική ισότητα, ταχέως αυξανόμενα εισοδήματα για τους περισσότερους πολίτες, και το γεγονός ότι οι αυταρχικοί αντίπαλοι της δημοκρατίας ήταν πολύ λιγότερο πλούσιοι.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες άρχισαν να διαβρώνονται τα τελευταία χρόνια. Δείτε τι συνέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην δεκαετία του '70, το ανώτατο 1% των εισοδηματιών διέθετε το 8% του εισοδήματος προ φόρων˙ τώρα, διαθέτει πάνω από το 20% [6]. Για μεγάλο μέρος του εικοστού αιώνα, οι μισθοί που αναπροσαρμόζονταν ανάλογα με τον πληθωρισμό σχεδόν διπλασιάστηκαν από γενιά σε γενιά˙ στα τελευταία 30 χρόνια, ουσιαστικά παρέμειναν σταθεροί. Και σε ολόκληρο τον Ψυχρό Πόλεμο, η οικονομία των ΗΠΑ, όπως μετράται από το ΑΕΠ με βάση την ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, παρέμεινε δύο έως τρεις φορές μεγαλύτερη από την σοβιετική οικονομία˙ σήμερα, είναι ένα έκτο μικρότερη από όσο της Κίνας.

Η ικανότητα των αυταρχικών καθεστώτων να ανταγωνίζονται τις οικονομικές επιδόσεις των φιλελεύθερων δημοκρατιών είναι μια ιδιαίτερα σημαντική και καινοτόμος εξέλιξη. Στο αποκορύφωμα της επιρροής του, ο κομμουνισμός κατόρθωσε να ανταγωνιστεί το ιδεολογικό δέλεαρ της φιλελεύθερης δημοκρατίας σε μεγάλα μέρη του αναπτυσσόμενου κόσμου. Αλλά ακόμα και τότε προσέφερε μια αδύναμη οικονομική εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό. Πράγματι, το μερίδιο του παγκόσμιου εισοδήματος που παραγόταν από την Σοβιετική Ένωση και τα δορυφορικά της κράτη έφθασε στο 13% στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Κατά τις επόμενες δεκαετίες, υποχώρησε σταθερά, φτάνοντας στο 10% το 1989. Οι κομμουνιστικές χώρες δεν μπορούσαν επίσης να προσφέρουν στους πολίτες τους έναν τρόπο ζωής που θα ανταγωνιζόταν την άνεση της καπιταλιστικής Δύσης. Από το 1950 έως το 1989, το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Σοβιετική Ένωση μειώθηκε από τα δύο τρίτα σε λιγότερο από το ήμισυ του δυτικοευρωπαϊκού επιπέδου. Όπως το έθεσε ο Γερμανός συγγραφέας, Hans Magnus Enzensberger, παίζοντας με τον τίτλο ενός δοκιμίου του Λένιν, ο σοβιετικός σοσιαλισμός αποδείχθηκε ότι ήταν «το υψηλότερο στάδιο της υπανάπτυξης».

Οι νέες μορφές αυταρχικού καπιταλισμού ενδέχεται τελικά να υποφέρουν από παρόμοιους τύπους οικονομικής στασιμότητας. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, η μορφή του αυταρχικού καπιταλισμού που εμφανίστηκε στα αραβικά κράτη του Κόλπου και στην Ανατολική Ασία -συνδυάζοντας ένα ισχυρό κράτος με σχετικά ελεύθερες αγορές και εύλογα ασφαλή δικαιώματα ιδιοκτησίας- έχει καλή πορεία. Από τις 15 χώρες του κόσμου με το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα, σχεδόν τα δύο τρίτα είναι μη-δημοκρατίες. Ακόμη και συγκριτικά αποτυχημένα αυταρχικά κράτη, όπως το Ιράν, το Καζακστάν και η Ρωσία, μπορούν να καυχηθούν για κατά κεφαλήν εισόδημα άνω των 20.000 δολαρίων. Η Κίνα, της οποίας το κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν πολύ χαμηλότερο μόλις πριν από δύο δεκαετίες, αρχίζει γρήγορα να καλύπτει την διαφορά. Παρά το γεγονός ότι τα έσοδα στην αγροτική ενδοχώρα παραμένουν χαμηλά, η χώρα έχει αποδείξει ότι μπορεί να προσφέρει υψηλότερο επίπεδο πλούτου στις πιο αστικές περιοχές της: Η παράκτια περιοχή της Κίνας περιλαμβάνει σήμερα περίπου 420 εκατομμύρια ανθρώπους, με μέσο εισόδημα 23.000 δολαρίων και αυξανόμενο. Με άλλα λόγια, τώρα μπορεί να λεχθεί ότι εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι ζουν υπό συνθήκες «αυταρχικής νεωτερικότητας» (authoritarian modernity). Στα μάτια των λιγότερο εύπορων μιμητών τους σε όλο τον κόσμο, η αξιοσημείωτη ευημερία τους χρησιμεύει ως απόδειξη του γεγονότος ότι ο δρόμος προς την ευημερία δεν χρειάζεται πλέον να περνά από την φιλελεύθερη δημοκρατία.