Μπορεί ο Πούτιν να διορθώσει την οικονομία της Ρωσίας; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μπορεί ο Πούτιν να διορθώσει την οικονομία της Ρωσίας;

Γιατί η στασιμότητα είναι η νέα κανονικότητα
Περίληψη: 

Έχουν περάσει πέντε χρόνια από την επιβολή του πρώτου γύρου κυρώσεων και την κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου, και για τους περισσότερους Ρώσους τα πράγματα έχουν βελτιωθεί ελάχιστα. Οι τιμές του πετρελαίου είναι περίπου διπλάσιες από τις χαμηλότερες του 2015. Η οικονομία αναπτύσσεται πάλι, αν και αργά. Ωστόσο, οι απλοί Ρώσοι δεν αισθάνονται καλύτερα. Στην πραγματικότητα, αισθάνονται χειρότερα.

Ο CHRIS MILLER είναι επίκουρος καθηγητής της Νομικής και Διπλωματικής Σχολής Fletcher, διευθυντής του Προγράμματος Ευρασίας στο Foreign Policy Research Institute και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Putinomics: Power and Money in Resurgent Russia [1].

Η «κραυγαλέα ασέβεια» προς την κυβέρνηση της Ρωσίας μπορεί τώρα να οδηγήσει κάποιον στην φυλακή, σύμφωνα με έναν νέο νόμο [2] που πέρασε τον νομοθετικό σώμα της χώρας. Ανησυχώντας ότι οι Ρώσοι είναι όλο και περισσότερο διατεθειμένοι να επικρίνουν το κράτος ή να διαμαρτυρηθούν εναντίον του, η κυβέρνηση σφίγγει τα λουριά.

Η δημόσια στήριξη για το Κρεμλίνο και για τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει βυθιστεί τους τελευταίους μήνες. Η δημοτικότητα της κυβέρνησης είχε κορυφωθεί μετά την προσάρτηση του ουκρανικού εδάφους της Κριμαίας από την Ρωσία το 2014, εκτοξεύοντας τα ποσοστά έγκρισης του Πούτιν στο σχεδόν 80%, όπου παρέμεινε για περίπου πέντε χρόνια. Ωστόσο, αυτή η πολιτική μαγεία φθίνει. Κατά τους τελευταίους έξι μήνες, τα ποσοστά του Πούτιν [3] έχουν βουλιάξει. Είναι αλήθεια ότι η πιο πρόσφατη δημοσκόπηση του Levada Center, ενός ανεξάρτητου ρωσικού οργανισμού δημοσκοπήσεων, υποδηλώνει ότι το 64% των Ρώσων εξακολουθεί να εγκρίνει το έργο του Πούτιν ως προέδρου. Ωστόσο, αυτός είναι ο μικρότερος αριθμός από το 2013, όταν ο Πούτιν επέστρεψε στην προεδρία εν μέσω αντικαθεστωτικών διαδηλώσεων.

ΟΙ ΚΟΥΦΙΕΣ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΡΕΜΛΙΝΟΥ

Οι πολίτες της Ρωσίας είναι απαισιόδοξοι σχετικά με την πολιτική, εξαιτίας της οικονομίας της χώρας. Η Ρωσία πέρασε μια μίζερη πενταετία. Το 2014, δύο εξωτερικές κρίσεις έπληξαν την χώρα. Πρώτον, οι τιμές του πετρελαίου κατέρρευσαν, πέφτοντας από τα 100 δολάρια το βαρέλι το 2014 σε μόλις 30 δολάρια το βαρέλι στις αρχές του 2016, μειώνοντας τη μεγαλύτερη ρωσική πηγή εσόδων από εξαγωγές. Δεύτερον, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη επέβαλαν σκληρές οικονομικές κυρώσεις που ανάγκασαν τις ρωσικές επιχειρήσεις να μειώσουν τις επενδύσεις και αύξησαν το κόστος δανεισμού σε ολόκληρη την οικονομία. Καθώς το ρούβλι βούλιαξε, οι επενδύσεις και η κατανάλωση μειώθηκαν επίσης.

14032019-1.jpg

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Συνέλευση στη Μόσχα, τον Φεβρουάριο του 2019. IKHAIL KLIMENTYEV / KREMLIN VIA REUTERS
------------------------------------------------------------------------

Τότε, οι ηγέτες της Ρωσίας μπορούσαν, κάπως δικαιολογημένα, να κατηγορούν τις εξωτερικές δυνάμεις για την οικονομική ύφεση. Η Ρωσία δεν ελέγχει τις τιμές του πετρελαίου, οι οποίες διαμορφώνονται σε μια παγκόσμια αγορά. Και οι κυρώσεις ήταν αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης με την Δύση. Εάν εγκρίνετε την προσάρτηση της Κριμαίας -όπως έκαναν οι περισσότεροι Ρώσοι- τότε δεν θα μπορούσατε να κατηγορήσετε τον Πούτιν για τις κυρώσεις. Οι Δυτικοί οικονομικοί περιορισμοί ήταν το κόστος της επαναβεβαίωσης του αναστήματος της Ρωσίας στην παγκόσμια σκηνή.

Τώρα έχουν περάσει πέντε χρόνια από την επιβολή του πρώτου γύρου κυρώσεων και την κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου, και για τους περισσότερους Ρώσους τα πράγματα έχουν βελτιωθεί ελάχιστα. Οι τιμές του πετρελαίου είναι περίπου διπλάσιες από τις χαμηλότερες του 2015. Η οικονομία αναπτύσσεται πάλι, αν και αργά. Ωστόσο, οι απλοί Ρώσοι δεν αισθάνονται καλύτερα. Στην πραγματικότητα, αισθάνονται χειρότερα. Προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό, τα διαθέσιμα εισοδήματα των νοικοκυριών μειώθηκαν τα τελευταία πέντε χρόνια. Δεν είναι περίεργο που οι Ρώσοι αρχίζουν να κάνουν ερωτήσεις. Κάθε χρονιά ήταν χειρότερη από την προηγούμενη.

Η κυβέρνηση δεν βοηθάει. Πέρυσι, εισήγαγε μια αμφιλεγόμενη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση που θα αυξήσει [4] την ηλικία συνταξιοδότησης από τα 55 στα 60 για τις γυναίκες και από τα 60 στα 65 για τους άνδρες στις επόμενες αρκετές δεκαετίες. Καθώς η κοινωνία γερνά γρήγορα και το συνταξιοδοτικό της σύστημα υποχρηματοδοτείται, η ρωσική κυβέρνηση δεν έκανε λάθος με το να πιστεύει ότι κάτι έπρεπε να αλλάξει. Ωστόσο, οι περισσότεροι Ρώσοι βασίζονται κυρίως στις κυβερνητικές συντάξεις για το εισόδημα της συνταξιοδότησής τους, επομένως αυτή η αλλαγή θα είναι σκληρό χτύπημα. Και σε αντίθεση με τις κυρώσεις, οι αυξήσεις των ορίων συνταξιοδότησης δεν μπορούν να αποδοθούν στο ΝΑΤΟ.

Οι Ρώσοι σε ολόκληρη την χώρα ήταν δυσαρεστημένοι με την αναγγελθείσα αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης. Κάποιοι κατέβηκαν στους δρόμους [5], αν και ο αριθμός των διαδηλωτών δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλος. Το Κρεμλίνο μετά τις αλλαγές στην συνταξιοδότηση επέβαλλε και αύξηση του φόρου προστιθέμενης αξίας από 18% σε 20%, το κόστος του οποίου θα μεταφερθεί άμεσα στους καταναλωτές. Και αυτό θα πλήξει τα εισοδήματα των νοικοκυριών, καθιστώντας τους Ρώσους πιο φτωχούς.

Στην ετήσια ομιλία του [6] προς την Ρωσική Ομοσπονδιακή Συνέλευση στα τέλη Φεβρουαρίου, ο Πούτιν διαβεβαίωσε τους Ρώσους ότι θα έκανε τα πράγματα καλύτερα. Αναφέρθηκε στην εξωτερική πολιτική, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ομιλίας επικεντρώθηκε στις εγχώριες μεταρρυθμίσεις. Οι πιο φτωχές οικογένειες θα λάβουν βοήθεια για την υποστήριξη των τέκνων, υποσχέθηκε. Οι οικογένειες με παιδιά με ειδικές ανάγκες θα λάβουν μερικές χιλιάδες επιπλέον ρούβλια κάθε μήνα. Όσοι έχουν πολλά παιδιά θα λάβουν επιδοτήσεις στέγασης και χαμηλότερα επιτόκια για στεγαστικά δάνεια. Και οποιαδήποτε οικογένεια με τρία ή περισσότερα παιδιά θα πάρει φορολογικές περικοπές για σπίτια και γαιοκτησία.