Αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα σχετικά με το Ιράν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα σχετικά με το Ιράν

Δεν αποτελεί μια υπαρξιακή απειλή ούτε έναν δυνητικό σύμμαχο
Περίληψη: 

Μια στρατηγική για τη Μέση Ανατολή επικεντρωμένη στο Ιράν θα πρέπει να βασίζεται όχι μόνο σε μια ρεαλιστική αξιολόγηση της στρατιωτικής ικανότητας του Ιράν αλλά και στην κατανόηση του εσωτερικού τοπίου της χώρας, που υπολογίζει το πώς θα ανταποκριθούν στα ανοίγματα των ΗΠΑ οι διαφορετικές ιρανικές ομάδες.

Ο KIAN TAJBAKHSH είναι συνεργάτης στην Committee on Global Thought και ανώτερος σύμβουλος του Εκτελεστικού Αντιπροέδρου για τα Παγκόσμια Κέντρα και την Παγκόσμια Ανάπτυξη στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, έχει χαρακτηρίσει το Ιράν ως έναν μοναδικά επικίνδυνο περιφερειακό παράγοντα που πρέπει να αντιμετωπιστεί [1] για χάρη της ειρήνης και της σταθερότητας στη Μέση Ανατολή. Μόνο πέρσι, η διοίκηση του προέδρου Donald Trump αποσύρθηκε από την συμφωνία πυρηνικής ενέργειας στο Ιράν, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να μειώσει την παρουσία των αμερικανικών στρατευμάτων στην Συρία και την ευρύτερη περιοχή, και πίεσε για αυτό που ο Pompeo χαρακτήρισε ως «Αραβικό ΝΑΤΟ» για να σταθεί ενάντια στις περιφερειακές προόδους του Ιράν. Αυτές οι αλλαγές πολιτικής οδήγησαν τους επικριτές να αμφισβητήσουν τις πραγματικές προθέσεις της διοίκησης έναντι του Ιράν. Μερικοί αναρωτιούνται εάν η πολιτική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή έχει κάποια συνοχή [2], ενώ άλλοι είναι βέβαιοι ότι η πραγματική ατζέντα της διοίκησης είναι να προωθήσει έναν πόλεμο για αλλαγή καθεστώτος στην Τεχεράνη [3]. Καμία από τις ερμηνείες δεν ταιριάζει πλήρως στα γεγονότα, και αμφότερες αποτυγχάνουν να αντιληφθούν την εξέλιξη της πολιτικής των ΗΠΑ για το Ιράν συν τω χρόνω.

21032019-1.jpg

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, μιλά στην Σύνοδο «Ενωμένοι Κατά ενός Πυρηνικού Ιράν» στη Νέα Υόρκη, τον Σεπτέμβριο του 2018. DARREN ORNITZ / REUTERS
-------------------------------------------------------------

Η πολιτική Trump δεν είναι τόσο ατελής όσο φαίνεται. Ούτε είναι μια απλή αντιστροφή του προγράμματος του πρώην προέδρου Μπαράκ Ομπάμα: «Απομονώστε και απωθήστε» ως αντίθετο του «αγκαλιάστε και την ενισχύσετε». Στην πραγματικότητα, η αμερικανική πολιτική έναντι της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν δεν βασίζεται σε έναν μόνο στόχο - είτε είναι αντιπαράθεση είτε δέσμευση- αλλά στο σχετικό βάρος που συνδέεται με τέσσερις διαφορετικές προτεραιότητες [4]. Αυτές περιλαμβάνουν τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων, την περιφερειακή σταθερότητα και την αντιτρομοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την δημοκρατία στο εσωτερικό του Ιράν, και την εξομάλυνση των διμερών σχέσεων μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν. Οι μεταβολές στην πολιτική των ΗΠΑ και οι διαφορές μεταξύ των διοικήσεων είναι καλύτερο να θεωρηθούν ως διαφορές στην έμφαση μέσα σε αυτό το πλέγμα.

Ο πρώην πρόεδρος Τζορτζ Μπους, για παράδειγμα, ευνόησε την προώθηση της δημοκρατίας και τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Αντίθετα, ο Ομπάμα πόνταρε στην κανονικοποίηση, τόσο ώστε ήταν πρόθυμος να κάνει παραχωρήσεις σχετικά με το πυρηνικό ζήτημα. Τώρα, η κυβέρνηση Trump έχει μετατοπίσει την προτεραιότητα στην περιφερειακή σταθερότητα, η οποία περιλαμβάνει την καταπολέμηση του ισλαμικού εξτρεμισμού, ενός όρου που ο Τραμπ εφαρμόζει στο Ισλαμικό Ιράν όσο και στο Ισλαμικό Κράτος (γνωστό και ως ISIS) ή τους Ταλιμπάν. Ο πρωταρχικός στόχος του Trump [5] είναι να διαπραγματευτεί μια νέα συμφωνία με το Ιράν, η οποία θα σταματά την «κακόβουλη» επιρροή του στην περιοχή και θα μπλοκάρει το πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων του, κάτι που όλο και περισσότερο ανησυχεί τους Ευρωπαίους [6] επίσης.

Η νέα έμφαση της Ουάσινγκτον στην περιφερειακή ασφάλεια και οι προσπάθειές της να περιορίσει το Ιράν σε μεγάλο βαθμό ταιριάζουν στις συνθήκες, αν και η αποξένωση των ευρωπαϊκών συμμάχων της ήταν αντιπαραγωγική. Η διοίκηση θα έκανε καλά να διατηρήσει την περιφερειακή της στρατηγική εστιασμένη, και να μην αποσπαστεί η προσοχή της ούτε από τις εκκλήσεις για αλλαγή στρατιωτικής στάσης ούτε από τις ικεσίες να διατηρηθεί η πυρηνική συμφωνία με κάθε κόστος.

ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ

Τα τελευταία δύο χρόνια, η Ουάσιγκτον έκανε μια απότομη στροφή, που όμως δεν ήταν παράλογη. Η διοίκηση Trump ορθώς είδε μια χαμηλή απόδοση στην επένδυση [7] της συμφωνίας με το Ιράν. Οι ρήτρες λήξης ισχύος ήταν στην πραγματικότητα τόσο σύντομες ώστε οσονούπω θα εξέπνεαν, και οι δημιουργοί οποιασδήποτε νέας συμφωνίας θα έπρεπε να την επαναδιαπραγματευτούν ούτως ή άλλως. Ο ισχυρισμός της διοίκησης ότι αυτό το ελάττωμα δικαιολογούσε την απόσυρση από την συμφωνία, δεν ήταν πειστικός. Αλλά η συμφωνία δεν έκανε τίποτα για να αντιμετωπίσει τον περιφερειακό ρόλο του Ιράν, και η διαπραγμάτευσή της ακόμα και την ώρα που το Ιράν εισερχόταν στην Συρία υπονοούσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν υποκύψει στην πίεση για να κλείσουν τα μάτια σε μια τέτοια δραστηριότητα. Επιπλέον, η σημερινή διοίκηση έχει δίκιο που δεν διέκρινε καμία όρεξη της Τεχεράνης για εξομάλυνση. Στην πραγματικότητα, μετά από τέσσερις δεκαετίες επαναστατικής θέρμης, τα κέντρα εξουσίας του καθεστώτος, και συγκεκριμένα το κατεστημένο στρατού-ασφαλείας [8] και οι θεολογικές σχολές [9], ριζοσπαστικοποιούν αντί να ενισχύουν την μετριοπάθεια. Η αδιαφορία της Τεχεράνης για περαιτέρω δέσμευση ήταν εμφανής ακόμη και πριν αναλάβει το αξίωμα ο Τραμπ, όταν ο Ιρανός ανώτατος ηγέτης Ali Khamenei κινήθηκε γρήγορα [10] για να διαλύσει κάθε ελπίδα ότι η πυρηνική συμφωνία θα ανοίξει τον δρόμο για μελλοντικές συνομιλίες σε άλλα θέματα.

Ο Trump εγκατέλειψε την κανονικοποίηση και έκανε πρωταρχική προτεραιότητα την αντιστάθμιση των περιφερειακών προόδων του Ιράν. Ανακήρυξε το Ιράν ως εγκληματικό κράτος και ως μια απειλή για την περιφερειακή ειρήνη και ασφάλεια το 2017 [11]. Την επόμενη χρονιά, απέσυρε μονομερώς τις Ηνωμένες Πολιτείες από την πυρηνική συμφωνία. Σε ομιλία του στο Κάιρο μόλις αυτόν τον Ιανουάριο, ο Pompeo ανακοίνωσε ότι η πρόληψη της ανάδυσης μιας περιφερειακής τάξης υπό την ηγεσία του Ιράν ήταν στο επίκεντρο της στρατηγικής των Ηνωμένων Πολιτειών για τη Μέση Ανατολή. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν λάβει μέτρα που αντικατοπτρίζουν αυτή την αναδιάταξη προτεραιοτήτων.